«Φρικτό» είπε ο Τομ Στόπαρντ μόλις ξαναδιάβασε ορισμένες αράδες από το έργο του «Ο Ρόσενκρατζ και ο Γκίλντεστερν είναι νεκροί». «Ποτέ δεν μου άρεσε η πρώτη φράση» ομολογεί τώρα για το έργο που τον έκανε διάσημο, το «Η ζωή του Πι», ο συγγραφέας Γιαν Μαρτέλ. Ο εξομολογητικός τόνος για τα γραπτά τους δεν θα προέκυπτε, ούτε θα δημοσιοποιούνταν, αν το βρετανικό (και ιδρυτικό) τμήμα της διεθνούς λέσχης συγγραφέων Πεν Κλαμπ δεν ζητούσε από 50 διάσημους βρετανούς συγγραφείς να διαβάσουν ξανά ένα από τα δημοφιλή βιβλία τους και να γράψουν τα σχόλιά τους στο περιθώριο της πρώτης έκδοσης.

Ο σκοπός αξιοσημείωτος: τα 50 αυτά αντίτυπα με τα χειρόγραφα σχόλια των ίδιων των δημιουργών θα βγουν σε δημοπρασία στις 21 Μαΐου από τον οίκο Σόθμπις υπό τον τίτλο «Πρώτες εκδόσεις, δεύτερες σκέψεις». Και τα έσοδα θα τα εισπράξει η λέσχη που είχε την ιδέα, για να τα διαθέσει στη μάχη που δίνει υπέρ της φιλαναγνωσίας, της προώθησης της γραφής και της υπεράσπισης του δικαιώματος της ελεύθερης έκφρασης σε όλον τον κόσμο.

Οι συγγραφείς που δέχθηκαν να συμμετάσχουν στην προσπάθεια είναι, λίγο-πολύ, η αφρόκρεμα της αγγλόφωνης λογοτεχνίας: Ιαν Μακ Γιούαν, Τζούλιαν Μπαρνς, Νικ Χόρνμπι, Ναντίν Γκόρντιμερ, Τομ Στόπαρντ, Αλαν Μπένετ, Χίλαρι Μαντέλ, Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, Μάργκαρετ Ατγουντ, Γιαν Μαρτέλ, Τζον Μπάνβιλ και πολλοί άλλοι γνωστοί συγγραφείς, ανάμεσά τους 16 βραβευμένοι με Μπούκερ και δύο νομπελίστες.

«Δεν έχουμε βάλει τιμή εκκίνησης σε κανένα από τα βιβλία» λέει ο υπεύθυνος της δημοπρασίας και διευθυντής του τμήματος χειρογράφων του οίκου δημοπρασιών Σόθμπις, Φίλιπ Ερινγκτον. «Και αυτό διότι θα ήταν δυσάρεστο να καθορίσουμε ένα συγκεκριμένο ποσό για έναν συγγραφέα και μια πιο υψηλή ή πιο χαμηλή για έναν άλλο. Δεν είναι δική μας δουλειά να πούμε ποιο βιβλίο αξίζει περισσότερο και ποιο λιγότερο. Αυτό θα το κρίνει η αγορά».

Ο οίκος δημοπρασιών μάλιστα έχει παραιτηθεί από το ποσοστό προμήθειας, ποσό διόλου ευκαταφρόνητο, αν τελικά οι τιμές κυμανθούν στα ύψη που αναμένεται για ορισμένα τουλάχιστον από τα βιβλία. Αρκεί κάποιος να σκεφθεί ότι πριν από έξι χρόνια, όταν και πάλι από τους Σόθμπις είχε δημοπρατηθεί για φιλανθρωπικό σκοπό ένα από τα επτά αντίτυπα του βιβλίου «Οι ιστορίες του Μπιντλ του Βάρδου», που είχε γράψει και εικονογραφήσει στο χέρι η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ προτού ακόμη γίνει διάσημη μέσω του Χάρι Πότερ, αγοράστηκε από την Amazon αντί 2,3 εκατ. ευρώ. Κατά συνέπεια και η πρώτη έκδοση του έργου «Ο Χάρι Πότερ και η φιλοσοφική λίθος», συμπληρωμένη με 22 σκαριφήματα της ίδιας της συγγραφέως, δεν θα πωληθεί για πολύ λιγότερα χρήματα.

Η ιδέα υπήρχε εδώ και κάποια χρόνια. Η ένωση συγγραφέων δεν θα κατάφερνε όμως να την υλοποιήσει αν δεν «επιστράτευε» στην οργανωτική επιτροπή έναν έμπορο και συλλέκτη σπάνιων βιβλίων, τον Ρικ Γκεκόσκι, ο οποίος παθιάστηκε με την ιδέα και βάλθηκε να την κάνει πραγματικότητα.

Το πρώτο που κλήθηκε να κάνει ήταν να βρει την πρώτη έκδοση του πιο γνωστού βιβλίου κάθε συγγραφέα, η οποία έχει αξία από μόνη της, κάτι που θα λειτουργούσε και ως κίνητρο προς τους συγγραφείς. Κατόπιν έπρεπε να πείσει τους δημιουργούς.

Στην περίπτωση της Ρόουλινγκ για παράδειγμα τα πράγματα δεν ήταν εύκολα διότι η δημιουργός του Χάρι Πότερ έβαλε ψηλά τον πήχη. Ζήτησε από τον Γκεκόσκι να της βρει την πρώτη έκδοση του πρώτου της βιβλίου, δηλαδή ένα από τα μόλις 500 αντίτυπα που είχαν τυπωθεί το 1997, προτού ο Χάρι Πότερ «πετάξει» προς κάθε γωνιά του πλανήτη.

Τα 300 αντίτυπα βρίσκονταν σε πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες και ιδρύματα και ο έμπορος σπάνιων βιβλίων έπρεπε να αναζητήσει κάποιο από τα υπόλοιπα 200. «Εμεινε έκπληκτη όταν ύστερα από δύο ημέρες της τηλεφώνησα και της είπα ότι είχα βρει το αντίτυπο που ζητούσε» θυμάται ο Ρικ Γκεκόσκι. Για να τα καταφέρει βεβαίως χρειάστηκε να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη και να πληρώσει 24.000 ευρώ. Και μόνο αυτό το παράδειγμα είναι αρκετό για να καταλάβει κάποιος πού αναμένεται να κινηθούν οι τιμές τη βραδιά της δημοπρασίας.

Αντιμέτωποι με την πρώτη έκδοση ενός βιβλίου τους, οι συγγραφείς ακολούθησαν διαφορετικούς δρόμους για να φέρουν το καθήκον τους εις πέρας. Ο Αλαν Μπένετ περιορίστηκε στο να φτιάξει μια καρικατούρα του εαυτού του στην πρώτη σελίδα της νουβέλας του «Το βασίλειό μου για ένα βιβλίο».

Η Τζ. Κ. Ρόουλινγκ αναφέρεται εκτός των άλλων στην αρχική εκείνη στιγμή που ξεκίνησε να γράφει και η οποία πλέον μοιάζει θρυλική. «Εγραψα αυτό το βιβλίο σε ώρες κλεμμένες, σε θορυβώδη καφέ ή στην καρδιά της νύχτας».

Ο Καζούο Ισιγκούρο επέλεξε και αυτός να ζωγραφίσει στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του «Τα απομεινάρια μιας μέρας» ένα σπίτι στην εξοχή, έναν δρόμο και έναν σερβιτόρο που σερβίρει ποτά. Και πιο πέρα θυμάται μια εκδρομή με ποδήλατο στο Σαλίσμπουρι, έναν από τους τόπους όπου διαδραματίζεται η πλοκή και «θα έχει πάντα για μένα ξεχωριστή θέση στις αναμνήσεις μου».

Αλλοι προτίμησαν να γράψουν πολλά όπως η φετινή νικήτρια των βραβείων Μπούκερ και Κόστα, η Χίλαρι Μαντέλ, που έχει γεμίσει τις σελίδες του Γουλφ Χολ με σημειώσεις γραμμένες καλλιγραφικά. Αλλοι επέλεξαν να γράψουν λίγα, όπως ο Τζούλιαν Μπαρνς, περυσινός νικητής του Μπούκερ, ο οποίος προσέφερε για τη δημοπρασία την πρώτη έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος «Metroland», σημειώνοντας ότι «πρόκειται για το αντίτυπο που χάρισα στους γονείς μου». Τους έγραφε: «Το εξώφυλλο είναι ωραίο, το περιεχόμενο θα το κρίνετε εσείς».

Τηλεγραφικός και ο Ιαν Μακ Γιούαν που στο αντίτυπο του «Αμστερνταμ» εκφράζει τη δυσαρέσκειά του: «Βεβηλώνω με ένα στιλό ένα δεμένο βιβλίο, στο οποίο κανονικά θα σκεφτόμουν να κάνω κάποιες σημειώσεις με μολύβι».

Πολλοί αισθάνονται άβολα με τα παλιά γραπτά τους: «Πόση υπερβολή! Πολύ περίπλοκο! Φρικτό! Δεν τις αναγνωρίζω πλέον αυτές τις φράσεις ως δικές μου» γράφει ο κωμωδιογράφος Τομ Στόπαρντ για το έργο του «Ο Ρόσενκρατζ και ο Γκίλντεστερν είναινεκροί».

«Η πρώτη φράση ποτέ δεν μου άρεσε» σημειώνει ο Γιαν Μαρτέλ, συγγραφέας του μπεστ σέλερ «Η ζωή του Πι», που γυρίστηκε και ταινία σε σκηνοθεσία του Ανγκ Λι.

Ο Ιρλανδός Τζον Μπάνβιλ, ξαναδιαβάζοντας τη «Θάλασσα», βιβλίο με το οποίο κέρδισε το Μπούκερ το 2005, είναι ακόμη πιο αμήχανος. «Οι αναγνώστες πάντα απογοητεύονται όταν μιλώ για τη δουλειά μου, διότι για εκείνους είναι τα βιβλία που αγαπούν, ενώ εγώ, από τη στιγμή που θα εκδοθούν, τα απεχθάνομαι. Δεν έχουν πλέον σε τίποτα να κάνουν με μένα. Εριξα μια ματιά στη «Θάλασσα» και πού και πού έβρισκα καμιά φράση που με έκανε να σκεφτώ «δεν είναι κακή». Τίποτα περισσότερο. Δεν μπορώ να πω ειλικρινά ότι είναι λες και το έχει γράψει κάποιος άλλος, αλλά σίγουρα το έγραψε ένας άλλος μου εαυτός».

Πιο ειρωνικός και πραγματιστής ο Νικ Χόρνμπι στον «Πυρετό της μπάλας» που τον καθιέρωσε και μιλά για την αγάπη του για το ποδόσφαιρο σημειώνει: «Πόσο διαφορετικό θα ήταν αυτό το βιβλίο αν το έγραφα σήμερα. Αλλά στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσα να το γράψω. Είμαι πολύ μεγάλος πια για να παθιάζομαι με τα πράγματα με τον τρόπο εκείνης της εποχής. Για να είμαι σαφής, ούτε το αποκηρύσσω ούτε αισθάνομαι περήφανος. Λέω ότι είναι το βιβλίο ενός νέου ανθρώπου και ως τέτοιο λειτουργούσε».