«Είµαστε ένα στράτευµα µελαγχολίας εν πορεία» γράφει ο ποιητής Νίκος Βρανάς σε ιδιόχειρη αφιέρωση στη γυναίκα του Ναταλία στο εσώφυλλο της ποιητικής συλλογής που βρίσκεται ανοιγµένη µπροστά µας στο τραπέζι. Οσο κι αν ψάξεις στις ποιητικές ανθολογίες της χώρας, δεν θα βρεις βιογραφικά στοιχεία για τον εν λόγω ποιητή. Κι αυτό αφού εκείνο ήταν το ψευδώνυµο του συγγραφέα, σεναριογράφου και στιχουργού Βαγγέλη Γκούφα.

«Δεν μου άρεσε η δημοσιότητα, γι’ αυτό υπέγραφα με ψευδώνυμα» λέει ο ίδιος σήμερα, στα 89 του, καθισμένος στην πολυθρόνα του πίνοντας ούζο και τρώγοντας λίγο τυρί, μαζί με την αχώριστη σύντροφό του Ναταλία.

Και μπορεί να διακρίνεις κάποια μελαγχολία σε αυτόν τον περήφανο γέροντα με τα άπταιστα ελληνικά αλλά και μια εμφανή χαρά και ένα βλέμμα που σε «σκανάρει» με όλους τους τρόπους στο σαλόνι του σπιτιού του που θυμίζει πίνακα του Βελάσκεθ. Είναι εξάλλου αυτές οι ημέρες κατά τις οποίες μόλις κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος τού «Πικρή, μικρή μου αγάπη», της σειράς που για έξι χρόνια στη δεκαετία του ’60 ακουγόταν καθημερινά από το ραδιόφωνο και έμελλε να γίνει το μακροβιότερο ραδιοφωνικό σίριαλ όλων των εποχών στην Ελλάδα. Μια σειρά-μύθος, που σήμερα μεταπλάστηκε σε μυθιστόρημα και εγκιβωτίζει την ενηλικίωση μιας ολόκληρης γενιάς.

«Ημουν πολύ φίλος με τους ηθοποιούς και έτσι είχαμε μια αλληλεπίδραση, δεν δημιουργούσα μόνος μου» μας λέει ο Γκούφας και έχει ενδιαφέρον μια λεπτομέρεια που μας δίνει: «Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, αφεντικό της ΑΔΕΛ, της μεγαλύτερης διαφημιστικής τότε, όπου εργαζόμουν, είχε φέρει την πρώτη στενορέτ (μπομπίνα) στην οποία μαγνητοφωνούσα κάθε μέρα την εκπομπή». Κι αν δεν καταλάβατε, ο συγγραφέας έπαιζε πρώτα ο ίδιος τη σειρά και μετά πήγαινε την μπομπίνα στη δαχτυλογράφο για απομαγνητοφώνηση.

Ο Βαγγέλης Γκούφας όμως δεν ήταν μόνο πίσω από την παραπάνω δημοφιλή σειρά. Διαφημιστής εκ των πρώτων διαφημιστών στην Ελλάδα – σε μια εποχή που το μέσο δεν ήταν το μήνυμα και υπήρχε μια κάποια αθωότητα στον τρόπο προβολής -, ο ίδιος ως εργαζόμενος κειμενογράφος της ΑΔΕΛ (Ανώνυμος Διαφημιστική Ελλάδος) ήταν επίσης ο εμπνευστής ορισμένων σλόγκαν που άφησαν εποχή. Ενα παράδειγμα: «Ιζόλα: ο πολιτισμός στο σπίτι». Σχεδίασε επίσης την καμπάνια της Πειραϊκής – Πατραϊκής.

Απείθαρχος, ελεύθερος πάντα βέβαια, δεν δίστασε σε ένα ερωτηματολόγιο για αξιολόγηση της εργασίας του να απαντήσει πως δούλευε σαράντα χρόνια ενώ τότε ακριβώς ήταν σαράντα χρονών.

Και ο ίδιος χαρακτήρας ήταν που τον έκανε από την πρώτη στιγμή της δικτατορίας να παραμείνει στο εξωτερικό (αρχικά στο Παρίσι και μετά στη Γενεύη με μεσολάβηση του Μακάριου) ακόμη και με κίνδυνο του βιοπορισμού του. Ηδη, όμως, από την πρώτη του νεότητα είχε το βλέμμα του στη συγγραφή – και όχι μόνο στο ραδιοφωνικό σίριαλ που προαναφέραμε, αλλά και στο διήγημα, στην ποίηση, στον στίχο, στο σενάριο. Ετσι, τα χρόνια της χούντας, έγραψε σενάρια και τα έστελνε στην Ελλάδα με ψευδώνυμο ενώ παράλληλα η γυναίκα του Ναταλία εργαζόταν στα Ηνωμένα Εθνη. «Μια ημέρα χτυπάει το κουδούνι του σπιτιού μας στη Γενεύη και βλέπω τον Γιώργο Ζαμπέτα να φοράει ένα καπέλο και να κρατάει το μπουζούκι του. Πήγα, μου λέει, στο Λονδίνο κι έπαιξα για τον Νιάρχο, δεν θα πέρναγα να δω και να παίξω στον φίλο μου τον Βαγγέλη; Πήρα τη γυναίκα μου στο γραφείο και αρχίσαμε να παίζουμε τραγούδια με τον Γιώργο».

Κι αν αναρωτιέστε για τη σχέση του Γκούφα με το τραγούδι, εδώ πρέπει να ανοίξουμε ένα μεγάλο κεφάλαιο σε μια ζωή που εκτυλίχθηκε μέσα στις λέξεις: ήταν τότε που παιζόταν το θεατρικό του έργο «Το έμπα και το έβγα του κόσμου». «Είχε έλθει να δει την παράσταση ο Φιλοποίμην Φίνος και μόλις τελείωσε είπε πως ο συγγραφέας έχει τσαγανό. Τότε με κάλεσε να γράψω σενάρια για ταινίες. Εκείνος μου έδειξε τον τρόπο και για το σενάριο «Η Λίζα και η άλλη» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, μου ζήτησε ταυτόχρονα και στίχο για ένα τραγούδι. Τότε έγραψα το πρώτο μου που ήταν «Το σύννεφο έφερε βροχή» σε μουσική Μάνου Χατζιδάκι. Με τον Φίνο στην πορεία γίναμε φίλοι. Ηταν δάσκαλος» σημειώνει ο Γκούφας που στη συνέχεια γράφει στίχους για κομμάτια που έγιναν επιτυχίες («Τα τρένα που φύγαν», «Βαρκαρόλα», «Χάθηκε το φεγγάρι», «Να με θυμάσαι και να με αγαπάς» κ.ά.).

Για τις ανάγκες της ταινίας «Λόλα», για παράδειγμα, έγραψε έναν από τους ύμνους του Σταύρου Ξαρχάκου που ερμήνευσε ο Πάνος Γαβαλάς: το «Ονειρο δεμένο». Κι αν οι αρχικές αντιρρήσεις του Γαβαλά για το νόημα του στίχου κόντεψαν να ναυαγήσουν το σχέδιο της ηχογράφησης, ήταν μια ατάκα του Ζαμπέτα (που έπαιζε μπουζούκι εδώ) που άλλαξε το κλίμα: «Ρε συ, Παναγιώτη, τι ψάχνεις τώρα ρε, αυτά είναι Νόμπελ». Ο Γαβαλάς ξεκαρδίστηκε και έβαλε τα ακουστικά. Η συνέχεια είναι γνωστή…

Ο Γκούφας έγραψε θεατρικά, σενάρια, στίχους τραγουδιών για περίπου τέσσερις δεκαετίες και βέβαια με την κυριαρχία της τηλεόρασης δεν θα μπορούσε να λείπει από το ραντεβού. Γράφει με το ψευδώνυμο Μιρζάνης δεκάδες σενάρια και για σειρές που γνώρισαν μεγάλη επιτυχία: «Αστροφεγγιά», «Μινόρε της αυγής», «Η αγάπη άργησε μια μέρα», «Πρόβα νυφικού». «Εδινε τα σενάρια και μας έλεγε: «Κάνε ό,τι θες». Μεγάλη περίπτωση συγγραφέα και επαγγελματία» μας είπε ο Κώστας Κουτσομύτης που συνεργάστηκαν στενά. Κι εδώ υπάρχει ένα ευτράπελο: «Σε κάποιο σενάριο είχα γράψει στα πλάγια τη σκηνοθετική οδηγία «έχε τον νου σου, Ζακ» αφού ο Ζακ Ιακωβίδης έγραφε τη μουσική της σειράς. Με παίρνει η ηθοποιός Μαρία Αλκαίου και μου λέει έπειτα από μερικές ημέρες: «Βαγγέλη, πήγαμε σε όλα τα δισκοπωλεία και δεν βρίσκουμε το τραγούδι «Εχε τον νου σου, Ζακ»» θυμάται και γελάει.

Η ζωή του όμως δεν του χαρίστηκε. Μέλος μιας μπαρουτοκαπνισμένης γενιάς, βρέθηκε σε μάχη στα Δεκεμβριανά, ταμπουρωμένος ως μέλος του ΕΑΜ Νέων να σώζει τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο από σφαίρα των Αγγλων. «Γέννημα-θρέμμα στου Ψυρή, ήμουν στο ΕΑΜ της περιοχής. Τον Δεκέμβρη του ’44 ήμασταν ταμπουρωμένοι στο βρεφοκομείο της οδού Πειραιώς. Περιμέναμε να έλθουν οι Εγγλέζοι και τράβηξα τον Τίτο αστραπιαία κάτω μόλις πέρασε μια σφαίρα». «Δωσίλογοι ήταν μαζί με τους Αγγλους;» ρωτώ με μια δόση επιπολαιότητας. «Εθνικόφρονες, όχι δωσίλογοι. Είμαι επιεικής» μου απαντά.

Αργότερα, ο Γκούφας πέρασε και από τη Μακρόνησο για τέσσερα χρόνια ως πολιτικός κρατούμενος και ως επιστρατεύσιμος. Με παρρησία σήμερα μας λέει: «Ημουν όμως δηλωσίας. Ηταν άλλη η συμπεριφορά των κρατούντων μόλις κάναμε δήλωση, οι άλλοι βέβαια πολιτικοί κρατούμενοι που δεν είχαν κάνει δήλωση μας έβαζαν στην απομόνωση στο ίδιο στρατόπεδο, απομόνωση τελείως». Εδώ πάντως, στο κολαστήριο, ο ίδιος βρίσκει χρόνο να συνεργήσει στο Λαϊκό Θέατρο της Μακρονήσου ανεβάζοντας παραστάσεις κωμικές του Ψαθά (εδώ παίζει ο Θανάσης Βέγγος, εδώ συνεργάζεται με τον σκηνογράφο Τάσο Ζωγράφο). Κάποια στιγμή φεύγει και τα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, όπως προείπαμε, δουλεύοντας βιοποριστικά στη διαφήμιση, θα βρει τον δρόμο του στη συγγραφή, θα αναδειχθεί σε όλες τις φόρμες (ξεκίνησε στο περιοδικό «Διάπλασις των παίδων» με ποίηση και με το ψευδώνυμο Διαβάτης), θα δημοσιογραφήσει σε δεκάδες έντυπα, θα παίξουν έργα του και σενάριά του μεγάλοι ηθοποιοί, όπως ο Αιμίλιος Βεάκης ή ο Ντίνος Ηλιόπουλος. Και σήμερα, λίγο πριν από τα 90 του, θα γράψει τον επίλογο χαμογελώντας στην ερώτησή μας πώς βλέπει τη δύσκολη κατάσταση της χώρας μας: «Πάντα δύσκολα ήταν στην Ελλάδα». Κι άρα «είμαστε ένα στράτευμα μελαγχολίας εν πορεία» θα συμπληρώναμε, όπως άλλωστε εκείνος έχει γράψει.

INFO

«Πικρή, μικρή μου αγάπη» του Βαγγέλη Γκούφα. Ο πρώτος τόμος κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη, σελ. 560