Η δημόσια προτροπή του προς τους Βρετανούς να επιστρέψουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα στην Ελλάδα έκανε – και κάνει ακόμη – τον γύρο του κόσμου, ευαισθητοποιώντας στο θέμα των λεηλατημένων θησαυρών. Ενας ακόμη σκοπός για να παλέψει ο ηθοποιός που έχει πολλούς αντίστοιχους στόχους, πέρα από την οθόνη, στο παλμαρέ του

«Θα µιλάω και το Χόλιγουντ θα ακούει» είναι ο στίχος ενός τραγουδιού του Ρόµπι Γουίλιαµς που θα µπορούσε να ταιριάζει γάντι στον τηλεοπτικό και κινηµατογραφικό σταρ που µοιράζεται αρκετά κοινά µε τον Βρετανό της ποπ. Απλώς, ο Τζορτζ Τίµοθι Κλούνι µπορεί να αναβαθµίσει τον στίχο: «Θα µιλάω και ο κόσµος θα ακούει».

Πώς έφθασε ένας μάλλον άχρωμος και άοσμος, μέτριος μαθητής από το Λέξινγκτον του υπερσυντηρητικού Κεντάκι, που δεν ασκούσε καμιά γοητεία στις συμμαθήτριές του –ειδικά στα σχεδόν δύο χρόνια που έπασχε από παράλυση του Μπελ, ιδιοπαθή μονόπλευρη παράλυση δηλαδή του προσωπικού νεύρου -, να αναδυθεί σε διαχρονικό γόη, που δεν χαρίζει κάστανα και κάνει «δύσκολους» πολιτικούς να τον ακούνε ή ακόμη και να τον εχθρεύονται, μόνον η ζωή που πλάθει τέτοιες ιστορίες το ξέρει.

Πάντως, όπως περίτρανα αποδείχθηκε τις προάλλες με τη δήλωσή του υπέρ του επαναπατρισμού των λεηλατημένων από τον λόρδο Ελγιν Γλυπτών του Παρθενώνα, και τρεις του λέξεις φθάνουν για να κάνουν τον γύρο του κόσμου και να προκαλέσουν αίσθηση και πολιτικές αντιδράσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι αισθάνθηκε την υποχρέωση να του απαντήσει δημοσίως ο πρόεδρος της Πολιτιστικής Επιτροπής του Βρετανικού Μουσείου, χαρακτηρίζοντάς τον μέσα στο μένος του και «άσχετο». Οπως και ο βρετανικά… εκκεντρικός δήμαρχος του Λονδίνου που υπαινίχθηκε ότι «τα έχει χάσει» και τον θεώρησε «υπέρμαχο της ναζιστικής στρατηγικής», επειδή υποτίθεται ότι οι Ναζί είχαν σχέδιο να «κλέψουν» τα λεηλατημένα από την Ελλάδα Γλυπτά από το Βρετανικό Μουσείο για να τα επαναπατρίσουν.

Ινδιάνος κομπάρσος

Ο 17χρονος κομπάρσος, που ενσάρκωσε για πολύ λίγο –για πρώτη φορά μπροστά σε φακό –τον κάτοικο ινδιάνικου χωριού στο Κολοράντο του 18ου αιώνα, στην τηλεοπτική σειρά «Centennial» (με τον Ρίτσαρντ Τσάμπερλεϊν), το 1978, κατάφερε να θερίσει αυτή τη θύελλα. Ή μήπως να τη σπείρει; Ο γιος μιας άλλοτε βασίλισσας της ομορφιάς, ανιψιός της αγαπημένης των Αμερικανών τραγουδίστριας Ρόζμαρι Κλούνι (του περίφημου «Come On-a My House») και του γόη ηθοποιού Χοσέ Φερέρ, ο γιος του θρυλικού μαχητικού τηλεπαρουσιαστή Νικ Κλούνι, γόνος της οικογένειας που κέρδισε –αυτή είναι η σωστή λέξη –τον τίτλο «Οι Κένεντι του Κεντάκι», στην υπερσυντηρητική αμερικανική πολιτεία, καταφέρνει πια να κάνει τους πολιτικούς και την Πολιτική να τον ακούνε, ακόμη και να τον εχθρεύονται για τις απόψεις του. Πολιτικά γαλουχήθηκε από τον διάσημο πατέρα του, τον οποίο αποθέωσε στο ασπρόμαυρο σκηνοθετικό του απόγειο «Καληνύχτα και καλή τύχη» (αφού είχε κάνει ντεμπούτο ως σκηνοθέτης με το… συμβολικό, στην παρούσα μικρή ιστορία, «Οι εξομολογήσεις ενός επικίνδυνου μυαλού»). Εφθασε δε ακόμη και να πλένει αυτοκίνητα στη σειρά, έναντι του διόλου ευκαταφρόνητου ποσού των 500 δολαρίων το ένα, για να ενισχύσει τη –μάταιη, όπως αποδείχθηκε –προεκλογική καμπάνια του Νικ Κλούνι για το Κογκρέσο.

Ο μεγαλύτερος ίσως καλός σκοπός της –ακτιβιστικής –ζωής του, η ανακούφιση των εκατομμυρίων πληγέντων από την πολυετή σύρραξη στο Σουδάν, με τον κωδικό «Νταρφούρ», ήταν που τον έφερε τα τελευταία σχεδόν δέκα χρόνια στα γραφεία πολλών υψηλόβαθμων πολιτικών της υφηλίου. Βέβαια, ο ίδιος σκοπός τον έφερε και στην έπαυλη του τότε πρωθυπουργού Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μαζί με την τότε φίλη του Ελιζαμπέτα Κανάλις, και βρέθηκε –όπως αναγκάστηκε να καταθέσει το 2012 στη δίκη για την αποπλάνηση ανήλικης ιερόδουλης στα μπούνγκα μπούνγκα πάρτι του Καβαλιέρε –να θαυμάζει «την κρεβατοκάμαρα του Μπερλουσκόνι που του έδειξε το κρεβάτι το οποίο του είχε χαρίσει ο Βλαντίμιρ Πούτιν»!

Ο ηθοποιάκος που πήρε το πρώτο του «καλό» ρολάκι –στο πλευρό του Ελιοτ Γκουλντ –στην τηλεοπτική σειρά «Ε/R», το 1984, στον ρόλο του ανιψιού μιας νοσοκόμας, με μια «Εντατική» (τη θρυλική σειρά «ER» που τον ανέδειξε δέκα χρόνια αργότερα) έγινε ευρύτερα γνωστός, όταν η γοητεία του ως δρος Νταγκ Ρος του απέφερε εκατομμύρια θαυμάστριες ανά τον κόσμο, τρεις υποψηφιότητες για Χρυσές Σφαίρες και δύο βραβεία ΕΜΜΥ. Και αυτό αφού είχε χρηματίσει ντετέκτιβ στα τηλεοπτικά «Χρυσά κορίτσια» και σε άλλες δύο σειρές, είχε κάνει αίσθηση στη «Ροζάν», είχε παίξει στην «Επιστροφή των ντοματών δολοφόνων» (!) αλλά και στο παράξενο γουέστερν «From Dusk Till Dawn» του… ταραντινικού Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ.

Με όλα αυτά ο Κλούνι ώς τα 52 του (πλέον) μπορεί να κατέληξε να αποκτήσει μια περιλάλητη βίλα στο Κόμο και άλλα πολυτελή καταλύματα, μπορεί να κυκλοφόρησε με πολλές εντυπωσιακές γυναίκες και να αναδείχθηκε σε «πιο σέξι άνδρα της υφηλίου», όμως δεν πήρε τα χούγια άλλων σταρ των Χόλιγουντ. Δεν είχε κάποιον να του ψιθυρίζει πως θα πρέπει να διατηρήσει τη δημόσια εικόνα του. Αντίθετα, άρχισε να ανακαλύπτει ότι μπορεί ως διάσημος να κάνει τη διαφορά σε όλα εκείνα που τον ενοχλούν.

Η νόσος του Αλτσχάιμερ

«Ο πρόεδρος της Επιτροπής Υπέρ της Οπλοφορίας ανακοίνωσε σήμερα επισήμως ξανά ότι πάσχει από τη νόσο Αλτσχάιμερ» είπε με φόρα το 2003, παγώνοντας το ακροατήριο, όταν παρέλαβε τηλεοπτικό βραβείο. Οταν δε ρωτήθηκε επίμονα μετά τον σάλο που ξέσπασε, είχε να προσθέσει: «Δεν με νοιάζει. Ο Τσάρλτον Ιστον είναι πρόεδρος της Επιτροπής Υπέρ της Οπλοφορίας. Εμφανίζεται με κουμπούρια στα χέρια ύστερα από ένα φονικό σε σχολείο. Του αξίζει ό,τι και να ειπωθεί γι’ αυτόν».

Αλλά δεν ήταν μόνον ο Ιστον (που δήλωνε ότι «απλώς αποδεικνύεται ότι η φινέτσα στην περίπτωσή του… πήδηξε μια γενιά» –εννοώντας ότι δεν πήρε τη φινέτσα της θείας του Ρόζμαρι) που μπήκε στο στόχαστρό του. Ο Ρεπουμπλικανός λομπίστας, επιχειρηματίας και παραγωγός Τζακ Αμπράμοφ –που έγινε… ντοκιμαντέρ και ταινία με τον Κέβιν Σπέισι ως «Καζίνο Τζακ» και είχε θεωρηθεί ως χρηματοδότης του απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική –δέχθηκε τα βέλη του, το 2006, ενώ παραλάμβανε τη Χρυσή Σφαίρα β’ ανδρικού ρόλου για την ταινία που τσαλάκωσε και την εικόνα του γόη, «Syriana»: «Ποιος θα ονόμαζε το παιδί του Τζακ κοτσάροντας και ένα «off» στο επίθετό του; Δεν είναι να απορείς που ο τύπος είναι χάλια!».

Τις επίμονες φήμες σε σκανδαλοθηρικά έντυπα που τον ήθελαν κρυπτο-ομοφυλόφιλο και σε σχέση με τον συμπρωταγωνιστή του στο «Oceans Eleven» Μπραντ Πιτ –ο οποίος είχε δηλώσει, αστειευόμενος, ότι θα παντρευτεί την Αντζελίνα Τζολί μόνον όταν ο Κλούνι παντρευτεί άνδρα κανονικά και με τον νόμο! –τις αντιμετώπισε στα ίσια: «Η προσωπική μου ζωή είναι προσωπική και είμαι πολύ ευτυχισμένος με αυτήν. Δεν πρόκειται να πληγώσω τους φίλους μου στην γκέι κοινότητα αποκηρύσσοντας τίποτα. Θα πεθάνω και ακόμη θα λένε ότι είμαι γκέι. Δεν δίνω δεκάρα».

Δεν δίστασε δε να γίνει το 2012 έπαθλο για τον νικητή λοταρίας υπέρ των σκοπών της Καμπάνιας Ενημέρωσης για τους Ομοφυλόφιλους άνδρες και γυναίκες (GLSEN) και την καταπολέμηση των λεκτικών προσβολών στα αμερικανικά σχολεία.

Πρωταγωνίστησε επίσης ως δικηγόρος ανθρωπίνων δικαιωμάτων μαζί με τον Μπραντ Πιτ και τον Μάρτιν Σιν στη θεατρική αναπαράσταση «8» της δίκης που ανέτρεψε απαγόρευση γάμων ομοφύλων στην Καλιφόρνια, το 2012.

Εσπρέσο για το Σουδάν

Η ανακούφιση των προσφυγόπουλων κυρίως του Νταρφούρ, τόπου στον οποίο γύρισε και δύο ντοκιμαντέρ ευαισθητοποίησης στη «γενοκτονία» (το πρώτο δεν έβρισκε καν κανάλι να προβληθεί ώσπου προσφέρθηκε το American Life TV ενός… υπερσυντηρητικού αιδεσιμότατου), έγινε σκοπός ζωής του από το 2006, όταν πρωτοέδωσε μαζί με τον φίλο του Μπραντ Πιτ και τον συμπρωταγωνιστή του και επί χρόνια συνοδοιπόρο του Ντον Τσιντλ (του «ξενοδοχείου Ρουάντα») 750.000 δολάρια στο Σουδάν των 450.000 νεκρών, των 2,5 εκατ. εκτοπισμένων και των 4 εκατ. σε ανάγκη. Σκοπός στον οποίο φέρεται ο ίδιος, μυστικά, να προσέφερε μεγάλο μέρος των εισπράξεών του από τις διαφημίσεις γνωστού απεριτίφ και καφέ εσπρέσο.

Για τον σκοπό αυτόν έφθασε να κάνει έκκληση το 2007 στην Ανγκελα Μέρκελ και να πετάξει μέσα σε ελάχιστες ώρες στην Κίνα και την Αίγυπτο για να συναντήσει υψηλόβαθμους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Η Κίνα ήταν βασικός προμηθευτής όπλων στο Σουδάν και στήριζε τη σουδανική κυβέρνηση στην απόφασή της να κρατήσει εκτός συνόρων την ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ. Η δε Αίγυπτος, μεσολαβητής στο σουδανικό ζήτημα, είχε προτείνει ειρηνευτική δύναμη από τα αραβικά κράτη.

Σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από τη σουδανική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον, τον Μάρτιο του 2012, ο ίδιος και ο πατέρας του έφθασαν να συλληφθούν για «αντίσταση κατά Αρχής» και με χειροπέδες οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα για να αφεθούν ελεύθεροι με εγγύηση 100 δολαρίων. Και αυτό όχι πολλές ημέρες αφότου είχε συναντήσει και τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, υπέρ της εκλογής του οποίου δούλεψε σκληρά από την αρχή, για να εξασφαλίσει τη συμπαράστασή του στο ζήτημα των προσφύγων του Νταρφούρ.

Οι τηλεμαραθώνιοι

Πρωτοπόρος στους τηλεμαραθωνίους από το 2001 ακόμη, πρώτα για τις οικογένειες των θυμάτων της 11ης Σεπτεμβρίου, κατάφερε να συγκεντρώσει πολλούς σταρ στη μικρή οθόνη και 129 εκατ. δολάρια. Από τότε μπήκε στο μάτι του τηλεπαρουσιαστή Μπιλ Ο’Ράιλι, καθώς αρνήθηκε και να πάει στην εκπομπή του. Ο Ο’Ράιλι υπαινίχθηκε ότι δεν ξέρουμε αν πηγαίνουν στον σκοπό τους αυτά τα χρήματα, για να εισπράξει οργίλη επιστολή από τον Κλούνι.

Η επίθεση επαναλήφθηκε το 2005 στον τηλεμαραθώνιο υπέρ των θυμάτων του τσουνάμι και ο Κλούνι δημόσια κάλεσε τον παρουσιαστή να αναλάβει τον μαραθώνιο και «να βάλει κάμποσα χρήματα εκεί που βάζει τη γλώσσα του»! Την ώρα που ο ίδιος έδινε 1 εκατ. δολάρια υπέρ των θυμάτων του τυφώνα Κατρίνα και πέντε χρόνια αργότερα πρωτοστατούσε και παρουσίαζε τον πλέον άψογο τεχνικά τηλεμαραθώνιο για τα θύματα των σεισμών στην Αϊτή.

Οσο κι αν η πρώτη δήλωσή του υπέρ του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα, στο πλαίσιο παρουσίασης της νέας ταινίας του «Μνημείων άνδρες» για τη λεηλασία έργων τέχνης από τους Ναζί, σε Βερολίνο, Μιλάνο, Λονδίνο, Παρίσι (μέσα σε ελάχιστες ημέρες), ήταν χαλαρή και απροετοίμαστη, ο Κλούνι βλέποντας ότι έκανε –και κάνει ακόμη ξανά και ξανά –τον γύρο του κόσμου, μελέτησε, ενημερώθηκε και πήρε θέση με επιχειρήματα υπέρ του επαναπατρισμού, σαν να είναι ο νέος στόχος του ένθερμου πολιτικού ακτιβισμού του. Ετσι αντιμετώπισε τους βρετανούς δημοσιογράφους, προτείνοντας διάλογο και μιλώντας για «θραύσματα ενός συνόλου που θα πρέπει να επανενωθούν». Αδιαφορώντας ποιον θα στενοχωρήσει ή πώς θα προστατεύσει την εικόνα του.

Σαν να κάνει πράξη εκείνο που τόνιζε τον Μάρτιο του 2006, παραλαμβάνοντας το Οσκαρ του για τη «Syriana»: «Νομίζω ότι τελικά είμαστε οι μόνοι που μίλησαν δυνατά για το AIDS, όταν όλοι μόνο το ψιθύριζαν, και φωνάξαμε για ανθρώπινα δικαιώματα, όταν αυτό δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου δημοφιλές».