Ποιος Οδυσσέας; Ποια ομηρική Ιθάκη; Ποιοι αρχαίοι Ελληνες; Ο διάσημος διεθνώς έλληνας βιολονίστας (και μαέστρος πλέον), σε μια κουβέντα με αφορμή την υποψηφιότητά του για το «βαρύ» μουσικό βραβείο Γκράμι, κρούει τον κώδωνα. Πόσο προτιμούμε την ευκολία από την ομηρική περιπλάνηση της γνώσης. Πόσα καταργήσαμε. Από πόσα αποσχισθήκαμε…

Θα μπορούσε την ώρα που γράφονται τούτες οι γραμμές να είχε τον τίτλο ουσιαστικά του πρώτου Ελληνα που πήρε το διεθνές μουσικό βραβείο Γκράμι (με εξαίρεση, ίσως, τον ελληνικής καταγωγής συμπαραγωγό στο θρυλικό «Supernatural» του Κάρλος Σαντάνα, Γιώργο Λεβέντη, και μουσικούς της τζαζ όπως ο Γιώργος Φακανάς και ο Θόδωρος Κερκέζος, που έφτασαν στην προεπιλογή). Παραμένει πάντως εκείνος που πήρε την υποψηφιότητα και δεν κράτησε τελικά το βραβείο Γκράμι στη λαμπερή τελετή στο Λος Αντζελες, για την ηχογράφησή του με τη νέα δισκογραφική του, την πανίσχυρη Decca, «Σονάτες για βιολί του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν».

Οχι ότι θα βρισκόταν στο Λος Αντζελες ο Λεωνίδας Καβάκος. Την ημέρα της απονομής, λίγο συναχωμένος από εποχική ίωση κι εκείνος, διηύθυνε ως μαέστρος από το πόντιουμ και συνέπραττε ταυτόχρονα ως βιολονίστας με την Ορχήστρα της Γαλλικής Ραδιοφωνίας στη Σαλ Πλεγιέλ του Παρισιού, στο Κοντσέρτο αρ. 3 για βιολί του Μότσαρτ και τη Συμφωνία αρ. 1 του Προκόφιεφ. Διότι ο έλληνας σολίστ, «παιδί-θαύμα» κάποτε, έχει κατακτήσει και αυτό το προνόμιο: του μαέστρου και σολίστ διάσημων ορχηστρών.

Η αντίδρασή του για την υποψηφιότητα για Γκράμι που του προσέφερε η Αμερικανική Ακαδημία Μουσικής μάλλον χλιαρή μπορεί να χαρακτηριστεί. Οπως και αυτή στον βομβαρδισμό από διεθνή μέσα ενημέρωσης, τον οποίο ομολογεί – και το βρίσκει πολύ περίεργο, λέει – ότι υπέστη άμα τη ανακοινώσει της.

«Θεωρούν το Γκράμι μεγάλο κατόρθωμα» λέει στα «ΝΕΑ» με κάποιο παράπονο. «Προχθές που βγήκα από τη Φιλαρμονική της Βιέννης δεν ήταν μεγάλο κατόρθωμα; Το βραβείο Ecco Classic, το αντίστοιχο Γκράμι το ευρωπαϊκό, δεν ήταν; Πέρυσι που ήμουν επισκέπτης καλλιτέχνης στη Φιλαρμονική του Βερολίνου δεν ήταν;».

Κάνει παρένθεση: «Μάλιστα στη Φιλαρμονική είχε έρθει να μας ακούσει και η καγκελάριος Ανγκελα Μέρκελ. Μιλήσαμε ώρα. Ομως όχι για την πολιτική. Για τη μουσική. «Ηρθαμε να ακούσουμε το Κοντσέρτο του Ντιτιγιέ» μου είπε. Και όχι τη Συμφωνία του Μπετόβεν. Τη θεωρώ σημαντική αυτή την περιέργεια. Γιατί η περιέργεια είναι που δημιουργεί και την πρόοδο».

Και επανέρχεται στο προκείμενο: «Και τώρα με το Γκράμι ασχολήθηκε όλος ο κόσμος. Με τιμά η υποψηφιότητα, αλλά όλες αυτές οι τιμές είναι πολύ μικρές μπροστά στο μεγαλείο της μουσικής. Και εμείς οι άνθρωποι πρέπει να είμαστε ευτυχισμένοι που έχουμε ως πολιτιστική κληρονομιά τέτοια έργα, που είναι φάροι και μας θυμίζουν το μεγαλείο και την ομορφιά τού να είσαι Ανθρωπος.

» Είναι μια διάκριση το βραβείο Γκράμι, αλλά δεν είναι διαχρονική. Διαχρονική είναι η μουσική του Μπετόβεν, του Μπραμς και άλλων που μας καθοδηγούν και μας βελτιώνουν ως ανθρώπους. Κάτι που η σημερινή Ελλάδα δεν το βλέπει έτσι. Είτε σε κρίση είτε σε μη κρίση, το νέο ελληνικό κράτος αντιμετώπιζε τις τέχνες ως πολυτέλεια και την κλασική μουσική ως κάτι ξένο προς την Ελλάδα, σαν κάτι που ανήκει στην Ευρώπη. Λες και η Ευρώπη δεν είναι μια ελληνική έννοια, λες και ο πολιτισμός της Ευρώπης δεν γεννήθηκε και δεν άνθησε από τον ελληνικό πολιτισμό.

» Αυτή τη μουσική οι κυβερνήσεις την έχουν περιθωριοποιήσει και απομονώσει και αντ’ αυτών, μουσική θεωρούν ότι είναι όλος αυτός ο συρφετός κάποιων ανθρώπων που τους βαφτίζουν καλλιτέχνες. Είναι θλιβερό. Εγώ ως μαθητής έκανα μουσική μόνο μία χρονιά. Δηλαδή, οι αρχαίοι Ελληνες ήταν τόσο βλάκες;».

«Και να φανταστείτε ότι τους «πουλάμε» ως προγόνους μας…», του αντιτείνω. «Δεν τους πουλάμε τελικά, διότι δεν είμαστε καν άξιοι να χειριστούμε όσα μας άφησαν. Βιάζουμε την ελληνική γλώσσα και τις έννοιες των λέξεων. Θεωρώ ότι είμαστε… ντροπή – είναι πολύ σκληρό αυτό που λέω. Και είναι, σε σχέση με αυτό που δημιούργησαν οι προγονοί μας. Δεν ξέρω αν πρέπει να γραφτεί ότι είμαστε ντροπή, δεν λέω ότι είμαστε απατεώνες, λωποδύτες, το λέω επειδή έχουμε αποσχισθεί από την πολιτιστική μας ταυτότητα. Εχουμε καταστρατηγήσει όλες τις αξίες, όλες τις έννοιες.

» Το κυριότερο; Ο σύγχρονος έλληνας έχει απαρνηθεί την «Οδύσσεια». Γίνεται ζωή χωρίς «Οδύσσεια»; Ο Νεοέλληνας θέλει το γρήγορο και το εύκολο, την απόλυτη καλοπέραση. Θεωρεί ότι η ευλογία του κλίματος στην Ελλάδα τού έχει δοθεί για να κάθεται στην παραλία και να πίνει καφέ.

Εχουμε απαρνηθεί όλα αυτά που σημαίνει η «Οδύσσεια». Θεωρούμε ότι είμαστε στην Ιθάκη δίχως να έχουμε καν περιπλανηθεί, δίχως να μάθουμε, να αναζητήσουμε και δίχως να εξοντώσουμε και τους μνηστήρες, καθόοοομαστε. Θεωρώ ότι έπη όπως η «Οδύσσεια» δεν είναι λογοτεχνικά. Είναι σφραγίδες που αφορούν τον Ελληνα και θα έπρεπε να αφορούν και τον σύγχρονο.

» Και για όσους βιαστούν να μιλήσουν για τη σημερινή τους Οδύσσεια με την κρίση, θα πω ότι η κρίση που περνάμε δεν είναι οικονομική, είναι ηθική. Ισως να είναι και τιμωρία επειδή έχουμε απαρνηθεί την ταυτότητά μας, την πολιτιστική. Ισως αυτό είναι που πληρώνουμε σήμερα. Δυστυχώς. Θα ήθελα να πω άλλα πράγματα, αλλά έτσι θεωρώ ότι είναι. Ο Ελληνας χωρίς «Οδύσσεια» και Αργοναυτική Εκστρατεία δεν είναι Ελληνας. Αυτά τα έπη δεν είναι απλώς ιστορίες».

Το άλλοτε «παιδί-θαύμα» που βγήκε στον πηγαιμό για τη δική του μουσική Ιθάκη με ένα βιολί «δώρο» από το ελληνικό κράτος, αφού «πολλών δ’ ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω» – κατά την ομηρική «Οδύσσεια» – εισέπραξε χειροκρότημα και αναγνώριση, έχει πλέον στη φαρέτρα του ένα νέο ισχυρό δισκογραφικό συμβόλαιο με την Decca. Η συνεργασία αυτή θα αποφέρει και ενδιαφέρουσες μουσικές συμπράξεις. Ηδη ηχογράφησε με την περίφημη Ορχήστρα Γκεβάντχαους της Λειψίας (με την οποία έχει παλιά σχέση) και τον Ρικάρντο Σαγί, καλλιτέχνη επίσης της Decca. Οσο για τον δισκογραφικό προγραμματισμό του, για τον Απρίλιο ετοιμάζει τις Σονάτες για βιολί του Μπραμς. Επειτα τα Κοντσέρτα του Μπετόβεν. «Και επίσης, εύχομαι να το καταφέρω, τις Σονάτες και τις Παρτίτες του Μπαχ. Βασικά αυτή ήταν και η επιθυμία μου. Να μην κάνω ηχογραφήσεις απλώς για να τις κάνω. Ενδιαφέρομαι να ηχογραφήσω έργα που είναι ακρογωνιαίοι λίθοι στο ρεπερτόριο του βιολιού.

» Είναι καλό η δισκογραφία να αναπτύσσεται όταν υπάρχει ήδη συναυλιακή δραστηριότητα, που έχει χτίσει σχέση με το κοινό. Η δισκογραφία στις ημέρες μας – αυτό είναι το λάθος – χρησιμοποιείται για μεγαλύτερη διαφήμιση ενός καλλιτέχνη που είναι ακόμη νέος. Κατά την άποψή μου, η δισκογράφηση θα έπρεπε να είναι το απόσταγμα. Οχι ένα πυροτέχνημα.

» Γι’ αυτό θεωρώ ότι υπάρχει το τεράστιο πρόβλημα με τις δισκογραφικές, που οι περισσότερες εξαφανίστηκαν όπως η Philips. Ενας από τους λόγους που υπήρξε και υπάρχει αυτή η κρίση είναι ότι έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη του κοινού στους καλλιτέχνες που ηχογραφούν».

Ενώ ουσιαστικά έχουμε ολοκληρώσει την κουβέντα μας, ο Λεωνίδας Καβάκος θέλει – ευγενικά – να προσθέσει κάτι ακόμη για το Μέγαρο Μουσικής, κυρίως της Αθήνας αλλά και της Θεσσαλονίκης. Αρχίζει γλαφυρά: «Είναι σαν να έχει αγκαλιάσει μια πέτρα και να βρίσκεται στο βυθό. Πιστεύω ότι πολύ σύντομα και ευρέως θα πρέπει να ανοίξει μια κουβέντα δημιουργική. Το θέμα είναι πολύ απλό. Θέλει μια καθαρή απόφαση πολιτική που να αναγνωρίζει τη σημασία της ύπαρξης ενός τέτοιου οργανισμού στην Ελλάδα, να καθορίσει τη λειτουργία και να τη δώσει σε ανθρώπους που είναι ικανοί και ό,τι δεν λειτουργεί να απομακρυνθεί.

» Πρέπει να ανθίσει ξανά αυτός ο πυρήνας και να αποδώσει αυτά που πρέπει να αποδώσει. Οσο δεν το ακούει αυτό ο κόσμος τόσο περισσότερο θεωρεί ότι η συνέχιση και η παρουσία του Μεγάρου είναι μια ανεξήγητη πολυτέλεια και αποτέλεσμα του σιναφιού και της διαπλοκής. Ας το αναλάβουν, με την υποχρέωση να το κάνουν κερδοφόρο επιχείρηση. Αυτό θέλει όραμα και όποιος δεν μπορεί να το υλοποιήσει, θα πρέπει να φεύγει. Είναι και μία από τις εκφάνσεις της «Οδύσσειας», που λέγαμε. Γιατί δεν το ιδιωτικοποιούν αφού δεν μπορεί να το κάνει αυτό το κράτος; Αν φτάσει τελικά να καταργηθεί, θα είμαστε κατάπτυστοι!».

«Το ταλέντο είναι μόνο βοηθητικό»

Οι κριτικές για τον ίδιο και τη δουλειά του διεθνώς είναι διθυραμβικές. Εγκυρα έντυπα όπως οι «Νιου Γιορκ Τάιμς» και οι κριτικοί τους εντάσσουν τα CD του στα καλύτερα της χρονιάς. Ο Λεωνίδας Καβάκος το αντιμετωπίζει κι αυτό χαλαρά και μάλλον χαμηλόφωνα – όπως την υποψηφιότητα για Γκράμι.

«Το επιδίωξα αυτό: η πορεία μου να είναι ήσυχη, μοναχική. Αλλωστε δεν προέρχομαι από χώρα με διασυνδέσεις, ορχήστρες και μαέστρους που μπορούν να εδραιώσουν έναν καλλιτέχνη στον διεθνή χώρο. Επίσης θα έλεγα ότι η πορεία μου ήταν αφοσιωμένη, συγκεντρωμένη και εξελίχθηκε αργά αλλά σταθερά. Οταν παίζεις επί 20-25 χρόνια σε συναυλίες σε επίπεδο υψηλό, φαίνεται ότι εκτιμάται αυτό».

Είναι όμως ευχαριστημένος; «Ο πιο δύσκολος κριτικός για μένα είναι ο εαυτός μου, ο οποίος δυστυχώς ελάχιστες φορές έχει ικανοποιηθεί. Δεν υπάρχει άλλωστε αντικειμενική κρίση στην τέχνη. Ακόμη και έργα που θεωρούνται πλέον ακρογωνιαίοι λίθοι είχαν απορριφθεί στην εποχή τους».

Το συνδέει με την πορεία του καλλιτέχνη αυτό το στοιχείο του χρόνου. «Η εξέλιξη θεωρώ ότι πρέπει να βασίζεται στον χρόνο. Σήμερα ζούμε εποχή πυροτεχνήματος και προσπαθούμε να νικήσουμε τον χρόνο ο οποίος εδραιώνει τις αξίες. Η τέχνη βασίζεται στη ζωή και η ζωή βασίζεται στην εμπειρία – δεν υπάρχει περίπτωση να αποκτηθεί εμπειρία δίχως χρόνο. Βοηθητικό μόνο είναι το ταλέντο. Με το ταλέντο μπορείς να διανύσεις μια απόσταση πιο γρήγορα, από ‘κεί και πέρα το τι κάνεις με την τέχνη, όχι ως ένα προσωπικό κατόρθωμα αλλά ως κάτι που αγγίζει πραγματικά τον άλλον, δεν μπορείς να το καταφέρεις δίχως τη μεσολάβηση του χρόνου.

Γι’ αυτό είμαι και αντίθετος στην προβολή και την αναρρίχηση ανθρώπων άπειρων, με τη λογική πυροτεχνήματος. Είναι σαν πρωταθλητές που δεν μπορούν να υπηρετήσουν πραγματικά εκείνο που υποτίθεται ότι υπηρετούν. Το ίδιο συμβαίνει και στον αθλητισμό. Τι σχέση έχουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες σήμερα με την αρχική ιδέα; Κάποτε οι Αγώνες ήταν προετοιμασία πνευματική, πέρα από διχόνοιες και διαφορές. Σήμερα δεν είναι σε θέση να είναι αντίστοιχοι με εκείνες τις ιδέες. Το ίδια ισχύουν και στην τέχνη. Δεν είμαστε αντίστοιχοι προς τη μεγάλη τέχνη που υπηρετούμε, όπως εκείνοι δεν είναι αντίστοιχοι απέναντι στο ευ αγωνίζεσθαι που δεν αφορά μόνο τους αγώνες, αλλά και τη ζωή».