«Η οξυδερκής περιφερειακή όραση ενός φαροφύλακα της τέχνης»! Ο τίτλος της γερµανικής εφηµερίδας «Φρανκφούρτερ Αλγκεµάινε» έδωσε, έστω και µετά θάνατον, ίσως τον πιο ακριβή χαρακτηρισµό για τον µαέστρο διεθνούς ολκής Κλάουντιο Αµπαντο.

Οι συμπατριώτες του Ιταλοί βέβαια, ακόμη και αν έδωσαν παλλαϊκό «παρών» στην κηδεία του, πίστευαν εν πολλοίς ότι αυτή η περιφερειακή όραση –την οποία ο Αμπαντο απέκτησε βουτώντας στην ουσία της μουσικής, τις σιωπές και τις παύσεις της –δεν ήταν και τόσο… περιφερειακή, αλλά ήταν μόνο αριστερή. Κάποιοι τον είχαν καταχωρίσει στο Κομμουνιστικό Κόμμα κι ας μην ήταν από εκείνους που θα διέκοπταν μια συναυλία ή πριν από την έναρξή της θα έκαναν σαφείς τις πολιτικές ή κοινωνικές τους απόψεις.

Οι φασίστες και λοιποί ακροδεξιοί είχαν ενοχληθεί από τον μιλανέζο μουσικό επειδή έδωσε και μία και δύο και τρεις συναυλίες ενάντια στον φασισμό. Μιλώντας όχι μόνο για την πολιτική εκδοχή του, αλλά για τον φασισμό στη ζωή μας. Ηταν η μόνη φορά που εκείνος έδινε πιο κομματικό στίγμα: «Ψήφισα τους κομμουνιστές όχι επειδή συμφωνώ μαζί τους (άλλωστε διαφωνώ σε πολλά και με τον ιταλικό και με τον ρωσικό κομμουνισμό), αλλά επειδή είναι ενάντιοι στον φασισμό».

Στην τελευταία δεκαετία, από τότε που χτυπήθηκε από καρκίνο στο στομάχι και αρχικά φάνηκε σαν να τον νίκησε, δεν έδωσε μόνο μερικές από τις πιο βαθιές και πιο αισθαντικές ερμηνείες του, ειδικά στον Μπετόβεν και τον αγαπημένο του Μάλερ (η Ενάτη του θεωρείται το πιο συγκινητικό δισκογραφικό του ορόσημο). Δεν βούτηξε μόνο βαθιά, στα πιο σκοτεινά κι απρόσιτα νερά της μουσικής. Αλλά φάνηκε σαν να έγινε μπροστάρης κοινωνικών διεκδικήσεων, υποδειγματίζοντάς τις με ό,τι θεωρούσε αυθεντικά σοσιαλιστικό στην υφήλιο.

Ετσι, σ’ αυτά τα δύσκολα, τα βαθιά χρόνια, εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον Φιντέλ Κάστρο και για τη δική του Κούβα, την οποία θεωρούσε θύμα «κλισέ και ψεμάτων». «Το εκπαιδευτικό της σύστημα είναι υπόδειγμα» είχε πει σε συνέντευξή του. «Ομως δεν το λέει κανείς αυτό. Ούτε το γράφει. Η Κούβα του Κάστρο είναι μεγάλος εξαγωγέας φαρμάκων και ειδικά στην Αφρική στέλνει δωρεάν φάρμακα –κι αυτό δεν το λέει κανένας».

Ακόμη και οι μουσικές επιλογές του έτυχαν κριτικής ως… πολύ αριστερές. Εκείνο δηλαδή που ο διεθνής μουσικός κόσμος, η Σκάλα του Μιλάνου και άλλοι μεγάλοι μουσικοί θεσμοί τού χρεώνουν ως μεγάλο καλό, ότι γνώρισε δηλαδή στο ευρωπαϊκό και το αμερικανικό κοινό –κυρίως μαζί με την περίφημη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου, την οποία διηύθυνε μετά τον θάνατο του Χέρμπερτ φον Κάραγιαν –το έργο πολλών σύγχρονων συνθετών που πλέον θεωρούνται σημαντικοί, όπως ο Λουίτζι Νόνο ή ο Γκιόργκι Λιγκέτι, κάποιοι το θεώρησαν σαν να βάζει αριστερά αιμοπετάλια στις «αμόλυντες» φλέβες της λόγιας, κλασικής μουσικής. Κυρίως επειδή ο πρώτος ανήκε στους όψιμους στρατευμένους μαρξιστές…

Ενόχλησε πολλούς ότι είχε το βλέμμα στραμμένο προς τα αριστερά –ιδεολογικά παρά κομματικά. Ενόχλησε όμως ιδιαίτερα (κυρίως όταν μιλούσε για αποσιωπήσεις διά των μέσων ενημέρωσης και για «στημένα παιχνίδια», πάντα ευγενικά βεβαίως, κατά την αγωγή και τον χαρακτήρα του) τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, τον οποίο έψεγε ως «πολιτικά αδαή». Ακόμη και όταν παρελάμβανε το Premium Imperiale το 2003 στο Τόκιο, ο Αμπαντο τασσόταν σε δηλώσεις του κατά του Καβαλιέρε για την υπερσυγκέντρωση της εξουσίας και των μέσων ενημέρωσης.

Οπως αργότερα καυτηρίασε δημόσια τις αυταρχικές τακτικές του στην εξουσία. Κυρίως όμως σε εκείνο που τον αφορούσε –διότι δεν το τραβούσε το πάπλωμα πέρα από εκεί που τον σκέπαζε: στον πολιτισμό. «Η πατρίδα μου θα γίνει γνωστή ανά τον κόσμο όχι πια για τον πολιτισμό της, αλλά επειδή κάνει και δίνει ελάχιστα για τον πολιτισμό της» δήλωνε λάβρος.

Και όπου στεκόταν και όπου βρισκόταν, ειδικά όταν ξέσπασε βαριά η κρίση, κοντράριζε τις περικοπές στον πολιτισμό. «Ο πολιτισμός είναι ακριβός, λένε; Ε, ας αγοράσουμε παραπάνω. Τί νομίζουμε ότι θα μας σώσει;»

Στην δε ιταλική τηλεόραση –επί Μπερλουσκόνι κι αυτό –διάβαζε το κατά Αμπαντο μανιφέστο κατά της κρίσης και κυρίως της έκπτωσης: «Ο πολιτισμός είναι εκείνος, ο μόνος, που ξεπερνά τις κοινωνικές ανισότητες. Ο πολιτισμός θα μας σώσει από τη φτώχεια!».

Ο ίδιος είχε τα μάτια και τα αυτιά του ανοιχτά, τις κεραίες του πάντοτε σε εγρήγορση για να λαμβάνει τα σήματα από παντού γι’ αυτό που λέμε ουσία του πολιτισμού. Είχε τον νου του στους δημιουργούς, ειδικά σε κείνους που είχαν να πουν και να προτείνουν ιδεώδη. Αν και κάποιοι πάλι βρίσκονταν να τον κριτικάρουν ότι κοιτάει μόνο στην πλευρά των «αριστερών» καλλιτεχνών, σμικρύνοντας το όραμά του σε κομματικά μέτρα.

Και δεν μιλάμε μόνο για το δημόσιο πινγκ – πονγκ δηλώσεων με τον «κόκκινο» Κεν Λόουτς την ώρα που παραλάμβαναν το Premium Imperiale. «Αδαείς παίρνουν την εξουσία και θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι έχουν ξεκινήσει έναν ανθρωπιστικό πόλεμο» έλεγε ο βρετανός σκηνοθέτης. «Εχουμε πολιτικούς που δεν έχουν ιδέα για τον πολιτιστικό μας πλούτο» προσέθετε ο Αμπαντο.

Δεν ήταν τυχαίο ότι απευθύνθηκε στον θρύλο του ρωσικού ποιητικού σινεμά Αντρέι Ταρκόφσκι για σκηνοθεσίες στη Σκάλα, όσο τη διηύθυνε, για να παραδώσουν τελικά στην Ιστορία έναν διαφορετικό «Μπορίς Γκοντουνόφ» στο Λονδίνο.

Ούτε ότι ζήτησε τη συμβολή και τη συμβουλή του μεγάλου Σουηδού Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Ούτε ότι μέχρι το τέλος συζητούσε μια συνεργασία με τον Αυστριακό Μίχαελ Χάνεκε, γοητευμένος από την ασπρόμαυρη «Λευκή κορδέλα» του, για μια παράσταση της σκληρής «Λούλου» του Αλμπαν Μπεργκ με την ίδια αισθητική.

Βέβαια, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μιλάνο, τον έβλεπαν ως αριστερό και μόνο που θεωρούσε την πόλη «άπληστη», «μολυσμένη με κάθε έννοια» και «αδιάφορη για το μέλλον». Ή όταν συντασσόταν με τον αρχιτέκτονα (και του Πολιτιστικού Πάρκου Σταύρος Νιάρχος) Ρέντσο Πιάνο στο αίτημα –το 2010 –προς τη δήμαρχο Λετίτσια Μοράτι να φυτευθούν 90.000 δέντρα στο Μιλάνο, καταθέτοντας μάλιστα σχέδια για τη δεντροφύτευση της Πιάτσα του Ντουόμο με 3.500 δενδρύλλια, προσφέροντας στο πιάτο και χορηγία 10 εκατ. ευρώ από μεγάλη εταιρεία αναψυκτικών. Το αποτέλεσμα; Γύρω από το Ντουόμο φυτεύθηκαν τελικά μόλις 150 δέντρα…