Κόσµος πολύς έξω από τη Στέγη Γραµµάτων και Τεχνών. Ο Φάουστ του Μιχαήλ Μαρµαρινού είναι από τις πρώτες ηµέρες sold out και η συζήτηση είναι ζωηρότερη παρά ποτέ. Η έµµετρη µετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη και η µεγάλη περιπέτεια του δυτικού πολιτισµού µέσα από το εµβληµατικό έργο του Γκαίτε έχουν εξάψει το ενδιαφέρον του κοινού. Κάποιοι βγαίνουν ευχαριστηµένοι, άλλοι διατηρούν τις ενστάσεις τους και όσοι έµειναν χωρίς θέση ελπίζουν σε µια από τις επόµενες παραστάσεις για να µπορέσουν και αυτοί να αποφανθούν. Συναντήσαµε τον Ακύλα Καραζήση λίγες ηµέρες µετά την πρεµιέρα. Μπορεί να είναι ο ενθουσιασµός ή µπορεί και η εµπειρία. Μας φάνηκε πάντως ευδιάθετος και ικανοποιηµένος. Πάµε Κόλαση;

Η συμφωνία του Φάουστ με τον διάβολο είναι σταθερό μοτίβο από τον Γκαίτε μέχρι τον Τόμας Μαν. Εσείς πώς τα πήγατε μαζί του;

Θα προτιμούσα να σου πω πώς τα πάω με τον διάβολο γενικώς. Στο συγκεκριμένο έργο ο διάβολος είναι ο Μεφιστοφελής. Το ξεχωρίζω γιατί έχει σημασία. Η λέξη «διάβολος» παίρνει κατευθείαν αρνητική έννοια. Ο Μεφιστοφελής είναι κάπως πιο διανοούμενος. Είναι ο κυνικός και ο απόλυτα πραγματιστής. Εχει όμως και μια άλλη πλευρά. Είναι ο μυητής, ο σαμάνος, ο stalker. Αυτός που θα οδηγήσει τον εξίσου ορθολογιστή Φάουστ σε εσωτερικές εμπειρίες. Αν ήμασταν στη δεκαετία του 1970, επί παραδείγματι, θα ήταν κάτι ανάλογο με το να πάρει κανείς ψυχοτρόπα. Τον οδηγεί λοιπόν σε εμπειρίες ανάλογες με του Αλεν Γκίνσμπεργκ και της παρέας του, του Αλντους Χάξλεϊ και του Τίμοθι Λίρι.

Τι επιδιώκει ο Φάουστ; Τη γνώση ή την ευτυχία;

Ο Φάουστ είναι ο άνθρωπος που ψάχνει. Ψάχνει πέρα από τη γνώση και τον ορθό λόγο. Προσπαθεί επίσης να ξαναβρεί τις αισθήσεις του. Κατά έναν τρόπο είναι επικούρειος. Ναι είναι υπερκαλλιεργημένος αλλά ταυτόχρονα θέλει να απαλλαγεί από το πετσί του διανοούμενου. Εγώ θα ‘λεγα ότι δεν ψάχνει την ευτυχία. Θέλει να πάει πέρα από τον ορθολογισμό. Οπως λέει και ο ίδιος ο Φάουστ σε μια αποστροφή του, ψάχνει τα αντιθετικά. Ψάχνει πράγματα που, ας μην παρεξηγηθώ, ψάχνει στα τραγούδια του και ο Ρασούλης. Τη χαρά μέσα στον πόνο και τον πόνο μέσα στη χαρά.

Ενας μύθος του Διαφωτισμού ανεβαίνει στο θέατρο με πλαίσιο μια μάλλον ανορθολογική κοινωνία. Ποιος νικάει σήμερα;

Κανένας. Δεν νικάει κανένας. Ο Διαφωτισμός έχει ως κεντρική παράδοση τον ορθολογισμό. Μέσα του έχει όμως και το δημιουργικό σπέρμα της άρνησής του. Το βλέπουμε και σε νεότερους διανοητές. Ο τρόπος που μέσα από τον Διαφωτισμό προσπαθεί να κάνει κριτική στον ίδιο το Διαφωτισμό π.χ. η περίφημη σχολή της Φρανκφούρτης που επηρέασε και ολόκληρη την Αριστερά τη δεκαετία 1950-1960.

Η γυναίκα στο έργο του Γκαίτε δεν είναι παρά το παίγνιο μεταξύ διαβόλου και ανδρός.

Με σημερινούς όρους, ναι. Στο έργο όμως δεν βλέπω κανέναν μισογυνισμό. Η Μαργαρίτα εκπροσωπεί ένα είδος ζωής για τον Φάουστ σε απόλυτη αναλογία με τη ζωή του Γκαίτε. Αν και είχε περάσει απ’ όλα τα αξιώματα του κρατιδίου του, συζούσε με μια πολύ λαϊκή γυναίκα την οποία παντρεύτηκε σε βαθύ γήρας. Η γυναίκα αυτή ήταν σχεδόν η οικονόμος του. Από εκεί ίσως προέρχεται η απλή προσωπικότητα της Μαργαρίτας την οποία περιγράφει με πολύ γλυκό τρόπο. Αυτό το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. Είναι ο διανοούμενος που θέλει να ελευθερωθεί από τα δεσμά του μέσα από την αθωότητα και την αφέλεια της Μαργαρίτας.

Η έλξη της αδύναμης γυναίκας;

Οχι, όχι δεν είναι αδύναμη. Υπάρχουν άλλωστε και οι μάγισσες της Βαλπούργης. Αυτά είναι όντα που έχουν ηγετικό ρόλο στη μύηση του Φάουστ. Είναι ανώτερες μορφές. Είναι ένας άλλος πολιτισμός. Σαν τις γυναίκες από τον Αμαζόνιο, σαν τις σαμάνες, σαν τις αφρικανές μάγισσες. Για τη δυσφημιστική καρικατούρα της μάγισσας ευθύνεται αποκλειστικά ο Μεσαίωνας. Οπως η αποκιοκρατία κατέστρεψε ανώτερους πολιτισμούς, έτσι και ο Μεσαίωνας κατέστρεψε τις παλιές κεντροευρωπαϊκές παραδόσεις. Εκεί πράγματι τα θύματα ήταν γυναίκες, ίσως γιατί οι γυναίκες επέμεναν στην τήρηση των παλιών χθόνιων τελετουργιών.

Τα τελευταία δέκα χρόνια δραπετεύετε συχνά προς τη σκηνοθεσία. Δεν σας χωράει η υποκριτική;

Εγώ δεν είμαι επαγγελματίας ηθοποιός. Δεν έχω φοιτήσει ποτέ σε δραματική σχολή, ούτε μεγάλωσα με το όνειρο να γίνω ηθοποιός. Ημουνα φοιτητής στη Γερμανία, βρέθηκα να δουλεύω στο θέατρο για μεροκάματο και κάπως έτσι ξεκίνησαν όλα. Απεναντίας αγαπούσα πολύ τα βιβλία και τη λογοτεχνία. Η βαθύτερή μου επιθυμία ήταν να γίνω συγγραφέας. Αυτό ήταν το όνειρό μου. Με το θέατρο ασχολούμαι σαν μια μορφή λογοτεχνίας. Η υποκριτική με ικανοποιεί μόνο μέχρι ενός σημείου. Η σκηνοθεσία μού δίνει μεγαλύτερο «λογοτεχνικό» δικαίωμα. Αυτό το δικαίωμα έπρεπε να φτάσω στα σαράντα οκτώ μου χρόνια για να τολμήσω να το πάρω. Ανήκω κι εγώ στη βραδυφλεγή γενιά της Μεταπολίτευσης…

Νοσταλγείτε τα χρόνια στη Γερμανία;

Είμαι Θεσσαλονικιός. Πήγα σε γερμανικό σχολείο και έφυγα στη Χαϊδελβέργη για να σπουδάσω. Στη Γερμανία έζησα δεκαπέντε χρόνια. Πέρασα πολύ ωραία.

Πολιτικές επιστήμες και Ιστορία. Φαουστικό.

Ναι τα αγαπώ ακόμα πολύ, αν και δεν τα τελείωσα ποτέ. Εκεί έμπλεξα με υπερβατικές εμπειρίες.

Τι υπερβατικές; Τραπεζάκια;

Οχι, με εμπειρίες της γενιάς μου και προηγούμενων γενιών. Με ψυχοτρόπα κ.λπ. που με ωφέλησαν πάρα πολύ. Μου άνοιξαν τα μάτια.

Ξέρουμε ότι δεν ωφελούν.

Εγώ ξέρω τι κάνανε τότε σε μένα. Σε μια εποχή μάλιστα που εγκατέλειψα τα πολιτικά κόμματα της Μεταπολίτευσης, επηρεασμένος από τη Νέα Αριστερά.

Αλλάξατε πολλά πράγματα τότε;

Τα πάντα. Λογοτεχνία, βέβαια, συνέχισα να διαβάζω. Οταν ήμουν μικρός ο πατέρας μου είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη και με άφηνε να πηγαίνω και να διαβάζω ό,τι ήθελα. Ετσι έγινα μανιακός του διαβάσματος. Το επάγγελμά μου θα ήθελα να είναι «αναγνώστης».

Τι διαβάσατε φέτος;

Ααα, εκατό πράγματα. Αυτόν τον καιρό διαβάζω τα κείμενα του Μπέντζαμιν. Δεν παρακολουθώ ημερολογιακά την εκδοτική κίνηση. Διαβάζω ανάκατα. Πρέπει να ομολογήσω ότι έχω μια μανία με τον Θανάση Βαλτινό που τον διαβάζω και τον ξαναδιαβάζω, και όποτε μπορώ βάζω στις παραστάσεις μου κείμενά του.

Αρα είστε και υπέρ της τάσης να ανεβαίνουν λογοτεχνικά κείμενα στο θέατρο.

Βέβαια, βέβαια. Στο θέατρο μπορεί να ανεβεί οτιδήποτε. Anything goes.

Τι κάνει ένα κείμενο να είναι θεατρικό;

Αρκεί ένας ή πολλοί να βρίσκουν σε αυτό το κείμενο χαρακτηριστικά «κοινωνίας» μεταξύ των ανθρώπων. Ο καθένας που επιχειρεί κάτι τέτοιο βρίσκει οπωσδήποτε το κοινό του. Ακόμη και αν αυτό είναι η μαμά του.