Την ώρα που οι κριτικοί του Χόλιγουντ γκρινιάζουν τακτικά για την έλλειψη πρωτοτυπίας (σχεδόν δεν περνάει εβδομάδα δίχως την έξοδο κάποιου σίκουελ ή ριμέικ), κανένας δεν μπορεί να παραπονεθεί για το δράμα που κρύβεται πίσω από ένα υπαρκτό πρόσωπο. Εξομαλύνονται έτσι οι κάπως κλισέ εξομολογήσεις της Σάντρα Μπούλοκ ως αστροναύτισσας που βρέθηκε μόνη απέναντι στον κόσμο (κυριολεκτικά!) στο «Gravity», οι διαστροφικές εξάρσεις του «Λύκου της Γουόλ Στριτ» αλλά και η, στα όρια του… εμφράγματος, ένταση του «Captain Phillips».

Και, εκτός των άλλων, ο θεατής «παραδειγματίζεται» ελαφρώς από περιπτώσεις σαν αυτή του Ρον Γούντρουφ, του τεξανού ομοφοβικού και μετέπειτα ακτιβιστή (ως φορέα του AIDS) που ενσαρκώνει υποδειγματικά ο Μάθιου ΜακΚόναχι (έχοντας χάσει πάνω από είκοσι κιλά), φαβορί στην κατηγορία του α’ ανδρικού ρόλου για το «Dallas Buyers Club».

Τι ιστορία κι αυτή! Σκεφθείτε το λίγο: εν έτει 1986, ένας macho ηλεκτρολόγος καουμπόης, φαν του ροντέο, ανακαλύπτει πως είναι φορέας του ιού HIV και έχει 30 ημέρες ζωής. Η αναζήτησή του για εναλλακτικές θεραπείες βοήθησε στο να δημιουργηθεί ένα θεραπευτικό μότο για άλλα οροθετικά άτομα, ανατρέποντας πλήρως τα μέχρι τότε επιστημονικά δεδομένα για τη θεωρούμενη «μάστιγα».

Εδώ και χρόνια, βέβαια, το Χόλιγουντ αναζητά μια καλή ιστορία –αλλά από το 1977 και μετά, όταν δηλαδή η Paramount έβαλε μπροστά το «Πυρετός το Σαββατόβραδο», βασισμένο σε ένα περιστατικό που πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Νιου Γιορκ Μάγκαζιν», οι υπεύθυνοι των στούντιο ασχολούνται καθημερινά με την αναζήτηση ενός αληθινού γεγονότος που θα γεμίσει τις αίθουσες (και τα ράφια τους με βραβεία), διαβάζοντας και το τελευταίο ρεπορτάζ στην τελευταία τοπική φυλλάδα.

ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΗΣ «PHILOMENA». Κάπως έτσι έφθασε στον Στίβεν Φρίαρς η ιστορία της Φιλομίνα Λι, που είδε το μικρό της παιδί να φεύγει οριστικά από την αγκαλιά της όταν εκείνη ήταν κλεισμένη σε καθολικό μοναστήρι. Το υλικό θα μπορούσε να αποτελέσει τροφή για κάποια φτηνιάρικη τηλεταινία –αντ’ αυτού μας προέκυψε ένα μικρό διαμάντι και η καλύτερη ταινία του, κάποτε φημισμένου σκηνοθέτη, εδώ και χρόνια. Με βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Βενετίας, το φιλμ έχει επίσης να επιδείξει και μια συγκλονιστική ερμηνεία από την Τζούντι Ντεντς. «Δεν ήθελα να «πουλήσω» τη Φιλομίνα», μας έλεγε στο Λονδίνο, «και δεν έχει δει ακόμη το φιλμ –η αγωνία μου είναι μεγάλη. Ελπίζω να της αρέσει».

Το «Captain Phillips» βασίζεται επίσης σε μια αληθινή, συγκλονιστική ιστορία: αυτή της κατάληψης του αμερικανικού πλοίου «Maersk Alabama», το 2009, από σομαλούς πειρατές. Το δε φιλμ επικεντρώνεται στη σχέση ανάμεσα στον καπετάνιο Ρίτσαρντ Φίλιπς και τον σομαλό ομόλογό του, που τον κρατάει όμηρο. Και ο Χανκς προετοιμάστηκε για τον ρόλο γνωρίζοντας από κοντά το αληθινό πρόσωπο πίσω από το περιστατικό. «Ναι, τον γνώρισα, μιλήσαμε σχεδόν για τα πάντα. Οχι λόγω της υπευθυνότητας που προκύπτει όταν ενσαρκώνεις ένα υπαρκτό πρόσωπο –εγώ νιώθω αυτή την υπευθυνότητα κάθε φορά. Η συγκεκριμένη περίπτωση όμως είχε ενδιαφέρον. Αυτός ο άντρας που πέρασε αυτή την εξαντλητική δοκιμασία μπόρεσε και επέστρεψε στη θάλασσα. Ε, κάτι τέτοιους τύπους θες να τους γνωρίσεις! Κερδίζεις και χρόνο. Δεν χρειάζεται να γεννήσεις έναν χαρακτήρα από το μηδέν. Εχεις μια βάση, υπάρχει μια αφετηρία από την οποία μπορείς να ξεκινήσεις. Και μετά… βλέπεις», δήλωνε ο ηθοποιός σε συνέντευξη που δημοσιεύσαμε πριν από λίγους μήνες.

ΠΑΡΤΙ ΔΙΑΦΘΟΡΑΣ. Ο «Λύκος της Γουόλ Στριτ», δηλαδή η αληθινή ιστορία του Τζόρνταν Μπέλφορντ, ενός χρηματιστή από το Λονγκ Αϊλαντ, η δραματική άνοδος και πτώση του στη Γουόλ Στριτ, που συνόδευσε την ταραχώδη ζωή του με τα ατελείωτα πάρτι, τις καταχρήσεις και τη διαφθορά, μοιάζει κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του Μάρτιν Σκορσέζε που ολοκλήρωσε μια «άτυπη» τριλογία: τη συμπληρώνουν οι ταινίες «Goodfellas» και «Casino» –επίσης βασισμένες σε πραγματικά γεγονότα. Και όμως, οι αμερικανοί κριτικοί δείχνουν να έφριξαν με τον… έκλυτο βίο του κεντρικού της ήρωα, που τον είχε εκθέσει πριν από χρόνια στην αυτοβιογραφία του (οι λιγότερο ακομπλεξάριστοι Ευρωπαίοι έδειξαν… κατανόηση).

Κάποιες άλλες ιστορίες θυμίζουν παλαιότερα σουξέ: η ιστορία της «κουνημένης» και, όπως τη θέλει ο ελληνικός τίτλος, «Θλιμμένης Τζάσμιν» –την ενσάρκωσε ιδανικά η Κέιτ Μπλάνσετ –δείχνει να έρχεται κατευθείαν από το «Λεωφορείον ο πόθος», ο Γούντι Αλεν όμως τονίζει πως η έμπνευση προήλθε από την ιστορία μιας κοσμικής της Νέας Υόρκης, φίλης της συζύγου του που –όπως πολλοί τα τελευταία χρόνια, ένεκα κρίσης –έχασε τα πάντα, περιουσία και κοινωνικό status, για να βρεθεί στα όρια της μανιοκατάθλιψης. Οχι τυχαία, το φιλμ έχει αγγίξει τα εκατό εκατομμύρια δολάρια σε εισπράξεις παγκοσμίως, εξαιρετικά σπάνιο νούμερο για ταινία του δημοφιλούς (στην Ευρώπη) νεοϋορκέζου κινηματογραφιστή.

TO FBI ΚΑΙ Ο ΑΠΑΤΕΩΝΑΣ. Ακόμη μεγαλύτερα νούμερα (σχεδόν τα διπλάσια) σημειώνει ο «Οδηγός διαπλοκής», βασισμένος στο σκάνδαλο «Abscam», που ξεκίνησε ως επιχείρηση του FBI: οι ομοσπονδιακοί Τζον Γκουντ και Αντονι Αμορόσο συνεργάστηκαν με έναν απατεώνα, τον Μελ Γουέινμπεργκ, σε μια αστυνομική επιχείρηση. Ο Γουέινμπεργκ και το FBI δημιούργησαν μια πλασματική εταιρεία, με επικεφαλής έναν δήθεν άραβα σεΐχη, προκειμένου να δωροδοκεί αξιωματούχους με αντάλλαγμα πολιτικές χάρες. Ο Γουέινμπεργκ έγινε ο βασικός μάρτυρας στις υποθέσεις του FBI κατά έξι μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ και ενός γερουσιαστή, που καταδικάστηκαν με διάφορες κατηγορίες μαζί με άλλους τοπικούς άρχοντες, συμπεριλαμβανομένου του δημάρχου του Κάμντεν.

«Θεωρούσα πολύ καλό άνθρωπο τον δήμαρχο» λέει ο Αμαρόσο. «Κάποτε ήμασταν στο Ατλάντικ Σίτι και κάποιοι μεθυσμένοι στην προβλήτα έτυχε να τον πλησιάσουν. Ο τύπος δεν ήταν καν ψηφοφόρος τού δημάρχου, όμως εκείνος διέθεσε δέκα λεπτά για να του μιλήσει. Τέτοιος άνθρωπος ήταν ο δήμαρχος. Σε αυτή τη δουλειά υπάρχουν άνθρωποι που δεν βλέπεις την ώρα να τους κλείσεις φυλακή και άλλοι που λυπάσαι όταν καταστρέφονται. Ο δήμαρχος ήταν από αυτούς –λυπόσουν να τον βλέπεις να καταστρέφεται, αλλά αυτή ήταν η δουλειά μου».

Και βέβαια δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε τη σκληρή ιστορία του ελεύθερου μαύρου πολίτη της Νέας Υόρκης Σόλομον Νόρθαπ (τον ενσαρκώνει ο συγκινητικός Τσιουίτελ Ετζίοφορ) που βρέθηκε «12 χρόνια σκλάβος» και έζησε τα πάνδεινα στα χέρια λευκών αφεντάδων στον αμερικανικό Νότο, προτού τον ελευθερώσουν ξανά και στα μέσα του 19ου αιώνα γράψει το ομώνυμο βιβλίο που έκανε πάταγο και μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη από τον στυλίστα Στιβ ΜακΚουίν.