Δεν είναι πλάκα. Το ανακοίνωσε με πάσα επισημότητα και υπερηφάνως στη φετινή επετηρίδα της η Ομοσπονδιακή Ενωση των Γερμανών Οδοντιάτρων: Κατά το οδοντιατρικό έτος 2012 τα 60.000 μέλη της Ενωσης έβγαλαν μόλις 13 εκατομμύρια δόντια, 200.000 λιγότερα απ’ ό,τι το 2011 και 3,2 εκατομμύρια λιγότερα απ’ ό,τι το 2002. Η Ομοσπονδία, βεβαίως, χαιρετίζει αυτό το επίτευγμα ερμηνεύοντάς το ως αποτέλεσμα του υψηλού επαγγελματισμού των μελών της.

Το παράξενο δεν είναι ότι οι γερμανοί οδοντίατροι υποβάλλουν γερμανικότατα σε σχολαστική μέτρηση και στατιστική ταξινόμηση τις επιδόσεις τους. Το παράξενο –παράξενο για τον αναγνώστη που προέρχεται από μια κουλτούρα μεταφυσικής περιφρόνησης της πραγματικότητας –είναι ο τρόπος με τον οποίο ορίζουν την επιτυχία. Ο καλός οδοντίατρος γνωρίζεται όχι από τα δόντια που ξερίζωσε, αλλά από τα δόντια που έσωσε.

Ενα δόντι που σώθηκε είναι «επικοινωνιακά» ανύπαρκτο. Το ξεχνάς, σαν να μην απειλήθηκε, σαν μην πόνεσε ποτέ –κι ας σ’ έχει κάποτε λειώσει μερόνυχτα στον πόνο. Το δόντι όμως που χάθηκε διαδηλώνει διαρκώς την έλλειψή του. Μένει χάσκοντας.

Αυτό μας λέει εν αγνοία της η αλλόκοτη αυτή συντεχνία: η αποτραπείσα καταστροφή είναι η μεγαλύτερη επιτυχία. Επιτυχία που προορίζεται να παραδοθεί στη λήθη –αν έγινε ποτέ αισθητή.

Κι αν παιδευόμαστε τώρα με αλληγορίες και παραβολές είναι γιατί έχουμε εξαντλήσει τα αποθέματα της κυριολεξίας. Εχουμε προ πολλού παραιτηθεί από την αξίωση να εξηγήσουμε το παρόν με τη στατιστική ακρίβεια των γερμανών οδοντιάτρων.

Η γλώσσα δεν ακούγεται όταν τρίζουν οι κυνόδοντες.