Αν στο λήμμα «διεθνής σταρ» του λεξικού βάζαμε τη φωτογραφία της δικής μας «Στέλλας», αυτό δεν θα είχε στοιχείο υπερβολής αφού η καλλιτεχνική διαδρομή της στις ΗΠΑ και στον κόσμο – από το 1957 ώς το 1974– ήταν ό,τι πιο λαμπερό γνώρισε η σύγχρονη καλλιτεχνική Ελλάδα. Μια συναρπαστική αφήγηση από τα χρόνια του Χόλιγουντ και του Μπρόντγουεϊ

Ο όρος «διεθνής καριέρα» είναι περίπλοκος. Οι αρµοί που τον συνθέτουν είναι πολλοί. Και µέσα στη διαχρονία της καλλιτεχνικής ζωής παραµένουν πολλοί οι λόγοι που κάνουν ένα πρόσωπο διεθνές και τοπικό συνάµα, αστραφτερό και βαθύ, όµορφο και ταλαντούχο, και µάλιστα µε τρόπο που η λάµψη του να σπάει τα σύνορα της εκάστοτε γενέτειράς του.

Σήμερα, που τα επιμέρους κάδρα των σταρ μπαίνουν στο ενιαίο αφήγημα του Ιντερνετ, του YouTube και των κοινωνικών δικτυώσεων, έχει μετασχηματιστεί και η έννοια της διεθνούς καριέρας φτιάχνοντας κατ’ επίφασιν εικόνες για «καλλιτέχνες» που στην πραγματικότητα δεν πήραν ποτέ διαβατήριο για πουθενά.

Σε αυτό το αντιηρωικό φόντο, η περίπτωση της Μελίνας Μερκούρη και των χρυσών της καλλιτεχνικών χρόνων (από το 1957 έως το 1974), κυρίως στην Αμερική, αποτελεί το πιο οικείο σε εμάς και ταυτόχρονα το πιο αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σταρ με τα όλα της και χωρίς ίχνος υπερβολής στις διατυπώσεις.

Η έρευνα των Γιώργου Αρχιμανδρίτη – Σπύρου Αρσένη που μεταπλάστηκε σε βιβλίο με τον τίτλο «Μελίνα. Μια σταρ στην Αμερική», δεν δίνει απλά το κίνητρο για ξανακοίταγμα στον πληθωρικό βίο της δικής μας «Στέλλας» μέσα από ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό, μαρτυρίες σπουδαίων προσώπων και κοπιαστική ματιά στον Τύπο της εποχής. Είναι ταυτόχρονα και μια γλαφυρή σπουδή σε μια εποχή που χωρούσε ήρωες και ηρωίδες, μια μυθική ξενάγηση στα καμαρίνια του Μπρόντγουεϊ και στους διαδρόμους του Χόλιγουντ, μια καλειδοσκοπική ματιά των δύο συγγραφέων (παρεμπιπτόντως ο Σπύρος Αρσένης είναι μηχανικός καριέρας και σύμβουλος επιχειρήσεων ενώ ο Γιώργος Αρχιμανδρίτης είναι πολυγραφότατος συγγραφέας και συνεργάτης της Γαλλικής Ραδιοφωνίας, πράγμα που ίσως αποκωδικοποιεί κάπως την ακριβή τεκμηρίωση και έρευνα πεδίου) πάνω στην έννοια του «θεάματος» και της πρώτης ύλης από την οποία φτιάχνονται οι σταρ.

Ολα ξεκίνησαν όταν ο Σπύρος Αρσένης έπεσε πάνω σε μια κριτική των «Νιου Γιορκ Τάιμς» για τη Μελίνα στο «Ποτέ την Κυριακή». «Αρχισε να ξετυλίγεται το νήμα και σειρά είχαν δεκάδες αφιερώματα και δημοσιεύματα για τη Μελίνα από τον Τύπο της εποχής. Μάλιστα στην αρχή οι δημοσιογράφοι την αντιμετωπίζουν με επιφύλαξη, δεν τη γνωρίζουν ακόμη. Σιγά σιγά όμως και όταν αρχίζει να αναδύεται η προσωπικότητά της, η επέλασή της είναι σαρωτική», σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο συγγραφέας Σπύρος Αρσένης. Το ίδιο υπογραμμίζει στη βιογραφία ο σκηνοθέτης Κώστας Γαβράς, εξάλλου, που εκτός από φίλος της Μελίνας είναι ένας δημιουργός που ξέρει κάτι παραπάνω για το διεθνές τερέν: «Η Μελίνα δεν ήταν μόνο ηθοποιός. Ηταν και σταρ. Σπάνια είναι κανείς και τα δύο. Γοήτευε την κάμερα με τις κινήσεις της, με τον τρόπο που στεκόταν, με αυτό που ήταν. Ο φακός αγαπούσε το φως που εξέπεμπε το πρόσωπό της, λάτρευε το καταπληκτικό βλέμμα της. Πρέπει να σημειωθεί ότι η Μελίνα, αν και πολύ ελκυστική γυναίκα, ποτέ δεν προέβαλλε τη σεξουαλική της πλευρά, όπως, για παράδειγμα, η Μέριλιν Μονρόε. Η Μελίνα έγινε σταρ χάρη στην προσωπικότητά της».

Η Μελίνα άλλωστε υπήρξε μέρος του αμερικανικού σταρ σίστεμ μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, από το «Ποτέ την Κυριακή» μέχρι το «Ιλια Ντάρλινγκ». Γνώρισε μύθους. Συνεργάστηκε με θρύλους. Στάθηκε ισότιμα ανάμεσά τους. Και σημειωτέον, σε μια εποχή που ο σύντροφός της Ζυλ Ντασσέν ήταν στη μακαρθική λίστα ως συμπαθών τον «επάρατο κομμουνισμό».«Ολη η καριέρα της ειδωμένη ιδωμένη μέσα από τον φακό της Αμερικής», όπως προσθέτει ο έτερος συγγραφέας Γιώργος Αρχιμανδρίτης, ο οποίος μάλιστα ταξίδεψε και μίλησε για ώρες με σπουδαία πρόσωπα (Εντουαρντ Αλμπι, Τέρενς Μακ Νάλι κ.ά.) που συνεργάστηκαν ή θαύμασαν (προσέξτε: θαύμασαν) τη Μελίνα. Ας μπούμε όμως στο «ψητό» των μυθικών χρόνων μέσα από το υλικό της μελέτης-βιογραφίας:

Η Σφαίρα της «Στέλλας»

Η πρώτη φορά που το όνομα της Μελίνας ακούγεται στην Αμερική είναι τον Φεβρουάριο του 1956, στη 13η απονομή των βραβείων Χρυσές Σφαίρες. Η «Στέλλα», η πρώτη της ταινία, κερδίζει το βραβείο καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Η αμερικανική πρεμιέρα της ταινίας, που θα γίνει έναν χρόνο μετά στη Νέα Υόρκη, θα τραβήξει αμέσως την προσοχή. Σε δισέλιδο άρθρο για τις «Βασίλισσες των ξένων Χόλιγουντ» βρίσκουμε το όνομα της Μελίνας πλάι σε εκείνο της Μπριζίτ Μπαρντό για τη Γαλλία, της Ρόμι Σνάιντερ για τη Γερμανία, της Τζίνα Λολομπρίτζιντα για την Ιταλία. Μια κριτική μάλιστα της «Στέλλας» τη συστήνει ως «ελληνική απάντηση στη Σοφία Λόρεν» και «σοβαρή μελλοντική αντίπαλό της στη διεθνή σκηνή». Το όνειρο δεν απέχει πολύ από τότε και σε δύο άξονες το στόρι της θα μπορούσαμε να πούμε πως συνοψίζει σχηματικά: «Την αργοναυτική εκστρατεία μερικών Ελλήνων στη Γη της Επαγγελίας, με κορύφωση το περίφημο μιούζικαλ «Ίλια Ντάρλινγκ» (είναι η θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή») που έκανε πρεμιέρα το 1967 στο Μπρόντγουεϊ. Μιας παρέας (Μελίνα, Νίκος Κούρκουλος, Τίτος Βανδής, Μάνος Χατζιδάκις, Ντένη Βαχλιώτη), για την ακρίβεια, που όλοι είναι υποψήφιοι για βραβεία Τόνι. Και βέβαια το γεγονός πως η Μελίνα πάει κόντρα σε όλα τα πρότυπα, αφού μπαίνει στον κινηματογράφο σε ώριμη ηλικία και γίνεται μεγάλη σταρ», εξηγούν οι συγγραφείς Γιώργος Αρχιμανδρίτης και Σπύρος Αρσένης. Πριν όμως η Μελίνα γίνει διάσημη, το 1968, και φτάσει να διαφημίζει τις γούνες της BlackGlama (που τότε διαφημίζουν μόνο σταρ διαμετρήματος Σοφίας Λόρεν κ.ά.) έχει προηγηθεί ο θρίαμβος του «Ποτέ την Κυριακή» που βραβεύεται στις Κάννες.

Στο πάρτι, που έχει μείνει στην ιστορία του Φεστιβάλ, η Μελίνα, με μακρύ φούξια φόρεμα και τσιγάρο στα χείλη, χορεύει ξέφρενα και τραγουδά «[σπάζοντας] ντουζίνες ποτήρια», όπως λέει χαρακτηριστικά αμερικανός δημοσιογράφος. Πολλά χρόνια μετά ο ατζέντης τού Ντασσέν θα πει: «Ηξερα ότι είχαμε κάνει τεράστια επιτυχία όταν η Μπεγκούμ Αγά Χαν (σ.σ.: η γερμανίδα σύζυγος του πρίγκιπα Αγά Χαν) άρχισε να σπάει ποτήρια και να χορεύει». «Την επιτυχία», αναφέρει η Μελίνα σε μεταγενέστερη συνέντευξή της, «πουθενά δεν την αισθάνεσαι όπως στην Αμερική. Περνούσα από τα μαγαζιά και έπαιζαν όλα το «Ποτέ την Κυριακή». Παντού άκουγα την φωνή μου. Ηταν παράκρουση».

Το «Ποτέ την Κυριακή» ταυτίζεται στο εξής απόλυτα για το αμερικανικό κοινό με την Ελλάδα και γίνεται ο καλύτερος πρεσβευτής της χώρας στο εξωτερικό –αν και δεν γλιτώσαμε και τη ρετρό-φολκλόρ του διάσταση τα επόμενα χρόνια.

Πόλεμος στα Οσκαρ

Το 1961 η ταινία είναι υποψήφια για πέντε Οσκαρ: η Μελίνα για το Οσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου, ο Ντασσέν για το Οσκαρ σκηνοθεσίας και το Οσκαρ σεναρίου, ο Χατζιδάκις για το Οσκαρ μουσικής και η Ντένη Βαχλιώτη για το Οσκαρ κοστουμιών.

Ενας πόλεμος δημοσιευμάτων ξεσπά, κυρίως από σκανδαλοθηρικές στήλες, κατά των ξένων ηθοποιών που κλέβουν τα Οσκαρ από τους αμερικανούς ηθοποιούς. Συζήτηση γίνεται επίσης για το θέμα της ταινίας, που θεωρούν ότι δίνει μια θετική εικόνα της πορνείας.

Η αρνητική ατμόσφαιρα που έχει διαμορφωθεί ωθεί τη Μελίνα και τον Ντασσέν να παραμείνουν στο Παρίσι και να μην παραστούν στην απονομή. Οι αρμοί του μύθου όμως έχουν μπει για τα καλά στον κόσμο της δημοσιότητας και του θεάματος. Μερικές προκλητικές για την εποχή συνεντεύξεις της συμβάλλουν λίγο παραπάνω.

Τον Απρίλιο του 1961 το περιοδικό «Esquire» φιλοξενεί συνέντευξή της εννέα σελίδων με θέμα τον έρωτα. Οι απαντήσεις της Μελίνας μπορεί να ακούγονται ανώδυνες, αλλά για την τότε εποχή ξεχωρίζουν για την τόλμη τους: «Χωρίς πάθος αρχίζουν οι απιστίες. […] Πιστεύω ότι για να υπάρξει αγάπη πρέπει να υπάρξει σεξουαλική έλξη […] Σε ό,τι αφορά τους άνδρες, δέχομαι την απιστία. Δεν ανησυχώ όταν έπειτα από μια περιπέτεια έρχεται και μου λέει ότι κοιμήθηκε με κάποιαν άλλη. Οταν [ένας άνδρας] σου μιλάει για αυτό, [η απιστία] φαντάζει γελοία… Αν όμως μου πει: «Είναι υπέροχη, είναι αισθησιακή», τότε γίνομαι θηρίο».

Τον Ιανουάριο του 1965 η Μελίνα υπογράφει για την επόμενη ταινία της. Τη χρονιά αυτή, ελλείψει νέων, προβάλλονται ξανά οι ταινίες «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ποτέ την Κυριακή» και «Τοπκαπί». Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μέσα σε δέκα χρόνια η ταινία «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» διανέμεται τρεις φορές στην Αμερική –μία το 1957, μία μετά την επιτυχία του «Ποτέ την Κυριακή» και μία το 1965. Από την άλλη, το «Ποτέ την Κυριακή» και το «Τοπκαπί» επαναπροβάλλονται ταυτόχρονα. Είναι φανερό ότι οι εταιρείες διανομής προσπαθούν να ανταποκριθούν στη ζήτηση του κοινού για ταινίες της Μελίνας.

Melina-mania

Για την ερμηνεία της στο «Τοπ Καπί», η Μελίνα κερδίζει το ιταλικό βραβείο Ντονατέλο, το ιταλικό αντίστοιχο των Οσκαρ. Το «Ιλια Ντάρλινγκ» όμως, όπως είπαμε, ήταν η κορύφωση. Επειτα από εννέα εβδομάδες και είκοσι δύο παραστάσεις στις ΗΠΑ και στον Καναδά, το μιούζικαλ φτάνει στο Μπρόντγουεϊ. Η πρεμιέρα γίνεται στις 9 Απριλίου 1967 στο θέατρο Mark Hellinger. Ανάμεσα το κοινό μπορεί κανείς να δει την Τζόαν Κρόφορντ, τη Λορίν Μπακόλ, την Μπάρμπαρα Στάνγουικ, τον Εντουαρντ Αλμπι, τον Μιχάλη Κακογιάννη, την Ειρήνη Παππά, τον Χάρι Μπελαφόντε, τον Βαν Τζόνσον, τον Ροντ Στάιγκερ. Η αυλαία ανοίγει. Πενιές ακούγονται να παίζουν την ουβερτούρα του μιούζικαλ και ένα πάλκο με μπουζούκια κατεβαίνει από ψηλά, με σκοινιά πλεγμένα με λουλούδια. Ο Κούρκουλος κάνει την εμφάνισή του πάνω σε μια άγκυρα. «Τη στιγμή εκείνη», λέει η Μελίτα Κούρκουλου, «πραγματικά έπεσε το θέατρο. Ηταν τόσο εντυπωσιακό να βλέπεις μια τεράστια άγκυρα να κατεβαίνει σιγά σιγά και πάνω της να είναι σκαρφαλωμένος ένας άνδρας με δικτυωτό μπλουζάκι. Οταν δε εμφανίστηκε η Μελίνα, δεν μπορώ να περιγράψω αυτό που έγινε. Μπήκε στη σκηνή τρέχοντας, με ένα μαύρο μπικίνι, με τα μακριά της πόδια και όλο το σώμα της υπέροχα μακιγιαρισμένο σαν να την έχει δει ο ήλιος, και όλοι να τρέχουν από πίσω της κραυγάζοντας: «Ιλια! Ιλια!». Το κοινό παραληρούσε».

Η Μελίνα ζει το αμέρικαν ντριμ, κανονικά. Εξοικειωμένη πλέον με τη Νέα Υόρκη, προσαρμόζεται στη ζωή της πόλης. Παρίσταται σε κοσμικά γεγονότα με συναδέλφους της από τον κόσμο του θεάματος: Σίρλεϊ Μακλέιν, Μπάρμπρα Στράιζαντ, Τζούλι Αντριους, καθώς και σε δεξιώσεις όπως εκείνη του Ρεξ Ριντ όταν εκείνος εγκαθίσταται στο καινούργιο του διαμέρισμα στο περίφημο Dakota Building. Εκεί συναντά τον Τρούμαν Καπότε και τη Λότε Λένια.

«Ενα βράδυ ήμασταν μαζί στου Τζορτζ Πέπαρντ και της Ελίζαμπεθ Ασλεϊ», λέει η Μελίτα Κούρκουλου στο βιβλίο των Αρχιμανδρίτη – Αρσένη. «Ηταν επίσης ο Χένρι Φόντα, ο Πίτερ Ουστίνοφ, ο Ροκ Χάντσον –ο Χάντσον ήταν τόσο όμορφος που δεν το πίστευες. Ενας θεός. Ελαμπε ολόκληρος. Ολοι γνωρίζονταν μεταξύ τους και όταν συναντιούνταν σε τέτοιες δεξιώσεις, συζητούσαν συχνά για τα συμβόλαια και τα επαγγελματικά τους σχέδια. Η Μελίνα ήταν συνήθως το κέντρο της προσοχής. Κάποια στιγμή, θυμάμαι, καθώς ήταν περιτριγυρισμένη από τους άνδρες της βραδιάς, δίπλωσε λοξά τα υπέροχα πόδια της και έγειρε νωχελικά στον καναπέ».

Ομως, από τους ανθρώπους του θεάματος που συναντά, δύο μόνο η Μελίνα αναφέρει ως προσωπικά της ινδάλματα, τον Μάρλον Μπράντο και την Τζόαν Κρόφορντ. «Με τον Μπράντο», θα πει σε μεταγενέστερη συνέντευξή της, «υπήρχε κάτι παραπάνω από μια γνωριμία. Αγαπούσε πάρα πολύ τον Τζούλι, αγαπούσε και μένα».

Η Μελίνα θα συνεχίσει να παίζει την Ιλια εδραιώνοντας τη θέση της στο αμερικανικό σταρ σίστεμ, του οποίου πλέον αποτελεί μέρος. Η Μελίνα έχει φτάσει στο Μπρόντγουεϊ σε πλήρη ωριμότητα, έχοντας ήδη ζήσει μια πυκνή ζωή στην Ελλάδα, έχοντας πρωταγωνιστήσει στο παρισινό θέατρο και έχοντας κερδίσει την πιο υψηλή αναγνώριση με το βραβείο ερμηνείας της στις Κάννες. «Την εποχή εκείνη ήταν μεγάλη σταρ στην Αμερική», λέει ο Τέρενς Μακ Νάλι στο βιβλίο, «πράγμα σπάνιο για μια ηθοποιό που έχει περάσει τα σαράντα σε μια χώρα με τόσο μεγάλη εμμονή στη νεότητα», και προσθέτει: «Την εποχή του «Ιλια Ντάρλινγκ»», αν κάποιος έλεγε: «Η Μελίνα είναι στην άλλη μεριά του δρόμου!» ο κόσμος θα έτρεχε να τη δει. Τη Μελίνα θα τη φώναζες με το μικρό της όνομα, όπως έχω δει να κάνουν οι ταξιτζήδες της Νέας Υόρκης, και ποτέ «Κυρία Μερκούρη»!».

Σταρ και αγωνίστρια

Την ίδια περίοδο πολλοί ηθοποιοί και καλλιτέχνες, όπως η Τζόαν Μπαέζ, η Βανέσα Ρεντγκρέιβ, η Τζέιν Φόντα, μπαίνουν δυναμικά στην αρένα των κοινωνικών αγώνων και της πολιτικής. «Οταν με ρωτούν γιατί συμμετέχω τόσο ενεργά», απαντά η Μελίνα σε δημοσιογράφο, «δηλώνω ότι είμαι ηθοποιός λόγω επαγγέλματος και ταλέντου και πολίτης από υποχρέωση και ευθύνη».

«Ολο αυτό δεν ήταν απάτη», λέει ο Τέρενς Μακ Νάλι. «Η Μελίνα μπορεί να ήταν υπερβολική και ρομαντική με ό,τι ήταν ελληνικό, αλλά δεν ήταν κυνική. Δεν θα πήγαινε ποτέ στην τηλεόραση να μιλήσει για τη δημοκρατία στην Ελλάδα για να προωθήσει την καινούργια της ταινία ή το καινούργιο της έργο. Στη Νέα Υόρκη, ο αγώνας ενάντια στη χούντα κρατήθηκε ζωντανός χάρη στη Μελίνα. Κάθε εβδομάδα έδινε δύο και τρεις ομιλίες, και κάθε ημέρα πριν από την παράσταση δούλευε διαρκώς γι’ αυτό. Ετσι έμαθε ο κόσμος την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα». Η Μελίνα εισπράττει τη θετική στάση του κόσμου απέναντί της και συγκινείται από αυτή. Βλέποντας ότι οι ενέργειές της έχουν αποτελέσματα, ιδρύει την Ελληνική Επιτροπή Συμπαράστασης: πρόεδρος είναι ο Εντουαρντ Αλμπι και μέλη, μεταξύ άλλων, ο Πολ Νιούμαν με τη γυναίκα του Τζόαν Γούντγουορντ, η διάσημη συγγραφέας Λίλιαν Χέλμαν, ο Χάρι Μπελαφόντε, ο Τένεσι Ουίλιαμς και ο Σίντνεϊ Πουατιέ.

Την 1η Ιανουαρίου 1971 κυκλοφορεί η πολυαναμενόμενη αυτοβιογραφία της Μελίνας, «ένα βιβλίο ειλικρινές, φανταχτερό και παθιασμένο», σύμφωνα με τους «Νιου Γιορκ Τάιμς». «Κάθε παράγραφός του», λέει χαρακτηριστικά ο κριτικός της εφημερίδας, «επιβεβαιώνει τη γνώμη του Ρεξ Ριντ: «Στο μέλλον, όταν όλοι θα έχουμε πεθάνει, θα μιλάνε ακόμη για τη Μελίνα Μερκούρη. Θα λένε πως σε μια εποχή γεμάτη πλαστικούς ανθρώπους, εκείνη ήταν αληθινή»».

Στις συνεντεύξεις που δίνει η Μελίνα για το βιβλίο, αναφέρεται στον αγώνα ενάντια στη δικτατορία. H προσπάθεια ευαισθητοποίησης της διεθνούς κοινής γνώμης συνεχίζεται όλο και πιο έντονη, με την παρουσία καλλιτεχνών που ενώνουν τη φωνή τους με τη δική της. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, η Τζόαν Μπαέζ διοργανώνει τρεις συναυλίες στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, στις οποίες συμμετέχει και η Μελίνα και από τότε δεν θα αργήσει να περάσει στην ολοκληρωτική πολιτική στράτευση. Με τη λάμψη μιας «θεάς», πάντα, από τα δικά της πρότερα χρυσά καλλιτεχνικά χρόνια.