Τρία χρόνια έχουν περάσει από την έναρξη της Αραβικής Ανοιξης. Ολη αυτήν την περίοδο της πολιτικής αναταραχής στη Μέση Ανατολή, η Σαουδική Αραβία έχει επιστρατεύσει κάθε μέσον προκειμένου να διατηρήσει την κυριαρχία της στην περιοχή. Το 2013, η βασιλική οικογένεια της Σαουδικής Αραβίας αναζήτησε συμμάχους στην ευρύτερη περιοχή και προσπάθησε να επαναφέρει στην εξουσία άλλους παλαιότερους –όπως στην Αίγυπτο. Το Βασίλειο επιστράτευσε επίσης τον τεράστιο πετρελαϊκό πλούτο του, ώστε να αποκαταστήσει τη σταθερότητα στην περιοχή.

Προς ανακούφιση των βασιλιάδων της Σαουδικής Αραβίας, η Αραβική Ανοιξη δεν οδήγησε στη δημιουργία λειτουργικών δημοκρατιών· ούτε στην Τυνησία ούτε στην Αίγυπτο, στην Υεμένη, στο Μπαχρέιν, στη Λιβύη ή στη Συρία. Απεναντίας, σε μια εξέλιξη καλύτερη των προσδοκιών του Ριάντ, τα ισλαμικά καθεστώτα που αναδείχθηκαν στην εξουσία αποδείχθηκαν είτε ανίκανα και επομένως εύκολο να ανατραπούν (όπως συνέβη με την κυβέρνηση του Μοχάμεντ Μόρσι στην Αίγυπτο) είτε μερικώς δυσλειτουργικά (όπως στην Τυνησία). Γι’ αυτόν τον λόγο δεν αποτέλεσαν πρότυπα για άλλες χώρες.

Σε κάθε περίπτωση, η Αραβική Ανοιξη κλόνισε τους στύλους του παλαιού καθεστώτος, το οποίο εξυπηρετούσε σε μεγάλο βαθμό τα συμφέροντα του Βασιλείου. Χάρις στην επανάσταση εκδιώχθηκαν παλαιοί έμπιστοι σύμμαχοι της Σαουδικής Αραβίας –ο Χόσνι Μουμπάρακ της Αιγύπτου και ο Ζίνε ελ Αμπιντίν Αλι της Τυνησίας (ο οποίος τώρα κρύβεται στο Ριάντ) –ενώ άλλοτε ανεκτά καθεστώτα –όπως του Μπασάρ αλ Ασαντ στη Συρία –μετατράπηκαν σε δολοφονικούς εχθρούς.

Η πρώτη αντίδραση της Σαουδικής Αραβίας στην κατάρρευση ενός συστήματος το οποίο είχε εδραιωθεί με πετροδολάρια ήταν να ενισχύσει την υποστήριξή της προς τους συμμάχους που ακόμη επιβιώνουν –Ιορδανία, Λίβανος, Μπαχρέιν. Η επόμενη κίνησή της ήταν να εξασφαλίσει την απομάκρυνση της κυβέρνησης του Μόρσι και της Μουσουλμανικής Αδελφότητας από τον στρατό, περιφρονώντας τις ΗΠΑ.

Οπως έγινε σαφές το 2013, το ενδιαφέρον πλέον της Σαουδικής Αραβίας στην περιοχή επικεντρώνεται στη Συρία –εκτός των άλλων, και για λόγους υπόστασης. Οι Σαουδάραβες θεωρούν τη μάχη ανάμεσα στον Ασαντ και τους αντιπάλους του ως πόλεμο ενάντια στον δικό τους βασικό αντίπαλο, το Ιράν. Το Βασίλειο υπήρξε η πρώτη πηγή χρηματοδότησης και εξοπλισμού για τους σουνίτες σύρους αντάρτες που πολεμούν το καθεστώς του Ασαντ, ο οποίος με τη σειρά του υποστηρίζεται από τους σιίτες του Ιράν και τη Χεζμπολάχ, τη σιιτική στρατιωτική οργάνωση με έδρα τον Λίβανο.

Είναι προφανές ότι στη μάχη τους ενάντια στο ιρανικό καθεστώς –το οποίο στηρίζεται από τη Ρωσία –οι σαουδάραβες βασιλείς θα ήθελαν να συνεχίσουν να απολαμβάνουν την προστασία του βασικού τους συμμάχου, των ΗΠΑ. Δεν αισθάνονται όμως πλέον υποχρεωμένοι ούτε να περιμένουν την έγκριση των ΗΠΑ για τις πράξεις τους ούτε να αποφύγουν οτιδήποτε δεν θα ήταν σύμφωνο με τις αμερικανικές προτιμήσεις. Η Σαουδική Αραβία βιώνει τον φόβο της εγκατάλειψης από τις ΗΠΑ και αντιδρά αναλόγως.

Το Βασίλειο υποστηρίζεται από τις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά την άρνηση του αμερικανού προέδρου να στηρίξει την «κόκκινη γραμμή» που είχε θέσει σχετικά με τη χρήση χημικών όπλων από το καθεστώς του Ασαντ, οι αξιωματούχοι του Βασιλείου κατέληξαν ότι έχουν απέναντί τους μία άλλη Αμερική, πολύ διαφορετική από εκείνη που πριν από 22 χρόνια έστειλε μισό εκατομμύριο στρατιώτες για να εκδιώξουν τις δυνάμεις του Σαντάμ Χουσεΐν από το γειτονικό Κουβέιτ.

Το ερώτημα που τίθεται τώρα για τους σαουδάραβες βασιλείς είναι το εξής: τι θα κάνουν οι ΗΠΑ; Θα επιδείξουν μερική αδιαφορία στους βαθύτερους φόβους τους ή θα τους επιτείνουν με την πολιτική τους στην περιοχή; Το Ιράν θα είναι η λυδία λίθος για τις σχέσεις ΗΠΑ – Σαουδικής Αραβίας το 2014 και εφεξής.

Αντίπαλοι από την Ισλαμική Επανάσταση του 1979, Ιράν και ΗΠΑ ίσως και να βρίσκονται στα πρώτα στάδια εξομάλυνσης των σχέσεών τους. Οπως συχνά έλεγε ο Χένρι Κίσινγκερ, οι ΗΠΑ και το Ιράν έχουν στρατηγικά συμφέροντα, τα οποία στην ουσία επικοινωνούν. Πριν από την Ισλαμική Επανάσταση, το Ιράν είχε θέσει τα θεμέλια της αμερικανικής πολιτικής στη Μέση Ανατολή και τη Νότια Ασία. Οι βασιλείς της Σαουδικής Αραβίας θυμούνται πολύ καλά εκείνη την ιστορία και φοβούνται μήπως επαναληφθεί.

Το μείζον ζήτημα για τους Σαουδάραβες δεν είναι τόσο οι θεωρούμενες πυρηνικές δυνατότητες του Ιράν. Μια συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν θα νομιμοποιούσε την επιρροή του καθεστώτος στην περιοχή, όπως δεν έχει συμβεί εδώ και πολλές δεκαετίες. Η μεγαλύτερη απειλή ή φόβος λοιπόν είναι ότι βασικός στόχος του Ιράν θα είναι η ηγεσία στη Μέκκα, την κοιτίδα του Ισλάμ.

Το καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας ανησυχεί ακόμη περισσότερο για τις χρόνιες προσπάθειες του Ιράν να πείσει το μικρά εμιράτα του Κόλπου να προχωρήσουν σε οικονομικές συμφωνίες που θα αποκλείσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο το Βασίλειο αποφάσισε να στείλει στρατεύματα στο Μπαχρέιν, όταν άρχισε η Αραβική Ανοιξη –και γιατί οι ΗΠΑ, αφού πήραν το μάθημά τους στο Ιράκ, έδωσαν τη σιωπηλή συναίνεσή τους.

Την κατάσταση περιπλέκει ακόμη περισσότερο η μείωση της ισχύος του δυνατού χαρτιού της Σαουδικής Αραβίας –του πετρελαίου. Νέα αποθέματα ενέργειας –κυρίως κηροζίνη στις ΗΠΑ και την Αυστραλία –έχουν ελαττώσει σημαντικά την εξάρτηση της Αμερικής από το Βασίλειο. Η πιθανή επιστροφή του Ιράν ως μεγάλου εξαγωγέα πετρελαίου –εάν επιτευχθεί συμφωνία για το πυρηνικό του πρόγραμμα εντός του 2014 –θα υποχρεώσει τη Σαουδική Αραβία σε περαιτέρω μείωση των τιμών του πετρελαίου, την ώρα μάλιστα που το «σιιτικό» πετρέλαιο από το Ιράν και το Ιράκ πλημμυρίζει την αγορά. Σε αυτήν την περίπτωση, ακόμη και ο τίτλος που έχουν υιοθετήσει οι βασιλείς της Σαουδικής Αραβίας –«Φρουροί των δύο ιερών μουσουλμανικών ναών» –δεν θα μπορέσει να τους εγγυηθεί την ηγεσία στον μουσουλμανικό κόσμο.

Η Μάι Γιαμανί είναι συγγραφέας και ανθρωπολόγος από τη Σαουδική Αραβία. Το πρόσφατο βιβλίο της είναι «Η κοιτίδα του Ισλάμ»