Η τριλογία του Ατζακά δίνει φωνή στο έπος των αντιηρώων της μετεμφυλιακής εποχής: είναι οι μικροί αγωνιστές της επαρχιακής καθημερινότητας που «κράτησαν τον κόσμο στις πλάτες τους» για να τον φέρουν ώς εμάς, πολιτικοί εξόριστοι ή μετανάστες στις ξένες φάμπρικες με μοναδικό στήριγμα το παράπονο ενός Καζαντζίδη και τα αραιά χαιρετίσματα από την πατρίδα· μαυροφόρες γιαγιάδες, μανάδες, κόρες, αδελφές που σήκωσαν αγόγγυστα τα βάρη των κατεστραμμένων οικογενειών και πήραν ψίχουλα στο χέρι –αν τα πήραν κι αυτά· δάσκαλοι που μεταβίβαζαν σθεναρά την κριτική γνώση, όταν παντοδύναμη η Εκκλησία λειτουργούσε φωτοσβεστικά· ορφανά και αποπαίδια του Εμφυλίου, στερημένα και στιγματισμένα, που μπόρεσαν να διώξουν από πάνω τους τη σκιά, να μάθουν «γραμματούδια», να «τρανέψουν», να περηφανευτούν για το σόι τους.

Το βιβλίο είναι φόρος τιμής σε όλους αυτούς τους αφανείς και ταξιδεύει τον αναγνώστη στην ποίηση της ζωής, στο θάμβος για τα μικρά και τα μεγάλα. Ενα δάσος ανθρωπωνυμίων και τοπωνυμίων ή ιδιωματικών λέξεων συνθέτει τον κόσμο στο Φως της Φονιάς και αληθεύει την υπόστασή του. Το μεγάλο χάρισμα του συγγραφέα είναι ότι ισορροπεί πάνω στο σχοινί της αντίθεσης άσπρο / μαύρο, αποφεύγοντας τα συνθηματικά δίπολα που ταλάνισαν εκείνη την εποχή –ο Ατζακάς επιλέγει να κατανοήσει περισσότερο παρά να καταγγείλει, γνωρίζοντας πως η κοινωνική πραγματικότητα είναι πολύ πιο πολύπλοκη από ό,τι δείχνει.