Είναι από τους βασικούς συντελεστές της Ταινιοθήκης Κινηματογραφικής Λέσχης που ίδρυσε πριν από δύο εβδομάδες η Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Πρόκειται για έναν ιερέα με σπουδές σκηνοθεσίας και μακρά πείρα στη διδασκαλία κινηματογράφου. Στόχος του πλέον είναι έπειτα από κάθε προβολή να γίνεται διάλογος αλλά και ένα άτυπο σεμινάριο σινεμά

Εχει γυρίσει ντοκιμαντέρ και ταινίες. Εχει γράψει σενάρια. Εχει διδάξει κινηματογράφο. Πριν από πέντε χρόνια έγινε κληρικός. Οι υπεύθυνοι της Αρχιεπισκοπής δεν δυσκολεύτηκαν να του εμπιστευτούν ένα βασικό πόστο στην Ταινιοθήκη – Κινηματογραφική Λέσχη της Αρχιεπισκοπής, που ξεκίνησε τη λειτουργία της την προπερασμένη Πέμπτη. Ο ιερέας και σκηνοθέτης Πέτρος Μινώπετρος ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση: θα προλογίζει τις ταινίες και θα ασχολείται με την επιλογή τους.

Αλλωστε, όπως τονίζει ο ίδιος, τον κινηματογράφο τον έβλεπε πάντα «ως ιεραποστολή». Τώρα, σημειώνει στα «ΝΕΑ», προσπαθεί να γίνει «ένας γεφυροποιός του χώρου των τεχνών με τον χώρο της Εκκλησίας». Στην πρεμιέρα της Ταινιοθήκης, στο Πολιτιστικό Κέντρο της Αρχιεπισκοπής στο Ρουφ, η αίθουσα προβολής ήταν γεμάτη. Γεγονός που δείχνει ότι ο σκηνοθέτης-ιερέας δεν διέψευσε τις προσδοκίες του καθηγητή και διευθυντή του Ιδρύματος Ποιμαντικής Επιμόρφωσης της Αρχιεπισκοπής, π. Αδαμάντιου Αυγουστίδη, που είχε την ιδέα της ίδρυσης της Ταινιοθήκης και του εμπιστεύτηκε ρόλο-κλειδί σ’ αυτήν. «Τον ευγνωμονώ που με εμπιστεύτηκε», λέει με σεμνότητα αλλά και ικανοποίηση για την πρώτη επιτυχημένη προβολή.

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΙΝΕΜΑ. Οι θεατές ήταν νέοι άνθρωποι από διάφορους χώρους. Θεολόγοι, νομικοί, ψυχολόγοι, οικονομολόγοι. Μετά το τέλος της προβολής μάλιστα ακολούθησε συζήτηση για την ταινία. «Είναι και ένα άτυπο μάθημα κινηματογράφου όλο αυτό», σημειώνει ο π. Πέτρος. Το καινοτόμο, αναφέρει, είναι ότι οι θεατές μπορούν να εκφράζουν ελεύθερα την άποψή τους. Συμπληρώνει δε ότι η Εκκλησία πρέπει να έχει ανοιχτό διάλογο με την κοινωνία. Εχει μάλιστα εμπειρία σ’ αυτόν τον τομέα. Εδώ και τέσσερα χρόνια, ως παραγωγός και παρουσιαστής της εκπομπής «Από τέχνη σε τέχνη», στο ραδιόφωνο της Εκκλησίας, φιλοξενεί ανθρώπους από τον χώρο των παραστατικών τεχνών. «Ανεξαρτήτως αν πιστεύουν ή όχι».

Ο 57χρονος ιερέας, που συνδυάζει αρμονικά την έβδομη τέχνη με την ιεροσύνη, γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Σε ένα οικογενειακό περιβάλλον έντονα πολιτικοποιημένο. Ο πατέρας του ήταν κομμουνιστής, η μητέρα του βενιζελική. Αργότερα ο ίδιος ακολούθησε το ΚΚΕ εσωτερικού και ήταν στέλεχος της Νεολαίας ΕΔΑ.

Στην οικογένειά του όμως υπήρχε ανέκαθεν το μικρόβιο της τέχνης. Ο πατέρας του λάτρευε την όπερα «σαν θρησκεία». Αλλά και το σινεμά. «Με έπαιρνε μαζί του στον κινηματογράφο, κυρίως στις ξένες ταινίες που έβλεπε». Μία απ’ αυτές που τον «σημάδεψαν» –όπως λέει –είναι η ταινία «Kραυγές και ψίθυροι» του Ινγκμαρ Μπέργκμαν. Την είδε σε ηλικία 13 ετών. «Τότε κατάλαβα ότι ο κινηματογράφος μπορεί να απαντήσει στην εσωτερική μου ανάγκη. Οχι απλώς ως τέχνη».

Λίγο νωρίτερα είχε ανάψει μέσα του η πρώτη σπίθα για την ιεροσύνη. Σε ηλικία 8-9 ετών θυμάται ότι τον συνάρπαζαν οι ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας στον ναό της Αγίας Παρασκευής, στον Πειραιά. Ειδικά του Επιταφίου. «Ισως από τότε είχα την κλίση να γίνω ιερέας», λέει.

Από τα γυμνασιακά του χρόνια η αγάπη του για το σινεμά γίνεται εντονότερη. «Πήγαινα στο Μοναστηράκι και έβρισκα ό,τι βιβλίο και περιοδικό μιλούσε για τον κινηματογράφο». Το 1977 πήγε στη Ρουμανία και σπούδασε στο Τμήμα Σκηνοθεσίας Κινηματογράφου του Ινστιτούτου Θεατρικών και Κινηματογραφικών Τεχνών Ion Luca Caragiale του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου. Εμεινε εκεί έξι χρόνια και έκανε έξι ταινίες.

Κατά την παραμονή του εκεί βίωσε τα δεινά του καθεστώτος Τσαουσέσκου. Μια ταινία που είχε ετοιμάσει για να συμμετάσχει στο Φεστιβάλ των Καννών τού την έκαψε η Σεκουριτάτε, η μυστική αστυνομία. Οπως σημειώνει, «σ’ αυτόν τον εφιάλτη του κομμουνιστικού καθεστώτος γνώρισα αρκετούς απ’ τους διαφωνούντες που ήταν όλοι χριστιανοί. Ιερείς απ’ όλα τα δόγματα που τους απαγόρευαν να λειτουργούν, έκαναν όλοι μαζί μυστικές ακολουθίες. Εκεί συνειδητοποίησα αυτό που λέγεται οικουμενικός χριστιανισμός. Κατάλαβα πως αν δεν υπήρχε ο χριστιανισμός, η κοινωνία θα είχε καταστραφεί εντελώς. Από τότε έκανα ουσιαστικά την επιλογή μου να ακολουθήσω την ιεροσύνη», τονίζει.

Από το 1983 που επιστρέφει στην Ελλάδα ασχολείται ενεργά με τη σκηνοθεσία και το ντοκιμαντέρ. Γύρισε 30 ντοκιμαντέρ με θέματα πολιτιστικά και αγροτικά για την ΕΡΤ. Επίσης, είναι ο δημιουργός (σενάριο, σκηνοθεσία, έρευνα) του ντοκιμαντέρ για την ιστορία της ελληνικής ποπ μουσικής, που προβλήθηκε το 1986, «Κυνηγοί του ουράνιου τόξου». Επίσης έκανε ταινίες-αφιερώματα για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Ασχολήθηκε με τη συγγραφή σεναρίων και έκανε σκηνοθεσία για μια όπερα.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 ο Πέτρος Μινώπετρος είχε την ευκαιρία να μάθει τα μυστικά του αρχαίου δράματος και του ελισαβετιανού θεάτρου με μια θητεία δίπλα στον κορυφαίο έλληνα σκηνοθέτη-δημιουργό Μίνωα Βολανάκη. Τη θεωρεί σταθμό στη ζωή του. «Δεν έμαθα μόνο θέατρο, αλλά να ζω. Ο Βολανάκης μού έμαθε πώς να σκέφτομαι, πώς να ζω. Την τέχνη της ζωής».

Το 1999-2000 ιδρύει και διευθύνει τη Cinematheque – Ταινιοθήκη – Κινηματογραφική Λέσχη. Για περισσότερα από 20 χρόνια μετέδιδε τις γνώσεις και την πείρα του για το σινεμά στη νέα γενιά, αφού δίδαξε Σινεμά και Σκηνοθεσία στην ιδιωτική και δημόσια εκπαίδευση.

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. Η σπίθα της ιεροσύνης ανάβει και πάλι μέσα του ύστερα από τέσσερα ταξίδια στο Αγιον Ορος τη δεκαετία του ’90. Ενιωσε ξανά, λέει, το αίσθημα που είχε όταν παρακολουθούσε τις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας στον Πειραιά. Η απόφασή του να γίνει κληρικός ήταν πλέον θέμα χρόνου.

Δύο πρόσωπα που θεωρεί κλειδιά για την πορεία του στην Εκκλησία είναι ο πνευματικός του πατέρας, π. Σταμάτης Σκλήρης και ο Μητροπολίτης Δημητριάδος Ιγνάτιος που τον χειροτόνησε. «Ο Ιγνάτιος είναι ιεράρχης ανοιχτός προς τις άλλες Εκκλησίες. Ανθρωπος του διαλόγου, με ευρύτητα σκέψης. Συμφωνώ και πνευματικά με τις απόψεις του», σημειώνει. Αλλά και με τον π. Σταμάτη «έχω κοινή γλώσσα. Μιλάμε τη γλώσσα της τέχνης. Είναι ιερέας, γιατρός και ζωγράφος. Είναι άνθρωπος της καταλαγής των παθών, της ανεκτικότητας».

Αισθάνεται επίσης τυχερός, λέει, διότι δίπλα στον ιερέα Παύλο Κουμαριανό μυήθηκε «στην τέχνη του λειτουργού της Θείας Ευχαριστίας. Στην ιερά τέχνη της Λειτουργικής».