Πέθανε την Κυριακή σε ηλικία 96 ετών, μια από τις πιο λαμπερές ηθοποιούς της χρυσής εποχής του Χόλιγουντ, η βραβευμένη με Οσκαρ και πρωταγωνίστρια σε δύο καταπληκτικά έργα του Αλφρεντ Χίτσκοκ, Τζόαν Φοντέιν.

Οπως ανακοίνωσε η βοηθός της, Σούζαν Φάιφερ, ηΦοντέιν πέθανε από φυσικά αίτια στο σπίτι της στο Χόλιγουντ.

Γεννημένη στην Ιαπωνία από βρετανούς γονείς στις 22 Οκτωβρίου του 1917, μετακόμισε οικογενειακώς στην Καλιφόρνια το 1919 για να κάνει τελικά, όπως και η αδελφή της, η Ολίβια ντε Χάβιλαντ, λαμπρή καριέρα στον κινηματογράφο.

Η Τζόαν και η Ολίβια εξάλλου, είναι οι μοναδικές αδελφές που βραβεύτηκαν και οι δύο με Οσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου. Και ο μεταξύ τους ανταγωνισμός υπήρξε ένα από τα αγαπημένα αναγνώσματα του Χόλιγουντ.

Tην άκρως ανταγωνιστική τους σχέση περιέγραψε η ίδια Τζόαν Φοντέν στην αυτοβιογραφία της «No Bed of Roses».

Η Τζόαν Φοντέιν έγινε διάσημη από τους δύο πρωταγωνιστικούς της ρόλους στις ταινίες του Aλφρεντ Χίτσκοκ, «Ρεβέκκα» (1940) και «Υποψίες» (1941).

Η Φοντέιν κέρδισε το Οσκαρ ερμηνείας για τον ρόλο στις «Υποψίες»: Είναι η μόνη ηθοποιός που της απονεμήθηκε το βραβείο για πρωταγωνιστικό ρόλο σε ταινία του Χίτσκοκ.

Είχε ξεκινήσει την καριέρα της με μικρούς ρόλους στο θέατρο και μπήκε στην κινηματογραφική βιομηχανία με ρόλους σε δεύτερης διαλογής ταινίες, μέχρι τη συνάντησή της με τον Χίτσκοκ, δέκα χρόνια αργότερα.

Γοητευμένος από το εκφραστικό της βλέμμα, ο Χίτσκοκ της έδωσε το 1940 τον πρώτο ρόλο στην ταινία «Ρεβέκα», στο πλευρό του Λόρενς Ολίβιε. Για την ερμηνεία της αυτή στον ρόλο της νεαρής γυναίκας θύματος της ασφυκτικής ανάμνησης της πρώην συζύγου του άνδρα της θα κερδίσει μία υποψηφιότητα για Οσκαρ.

Το «Ρεβέκκα» από την άλλη, χάρη και στη δική της εύθραυστη ερμηνεία δίπλα στον κολοσσό Λόρενς Ολίβιε, απέσπασε το Οσκαρ καλύτερης ταινίας.

Για την ίδια την Φοντέιν τοΟσκαρ ήρθε στην επόμενη ταινία του Χίτσκοκ για την ερμηνεία της στις «Υποψίες» στο πλευρό του Κάρι Γκραντ.

Την ίδια χρονιά η Ολίβια ντε Χάβιλαντ ήταν επίσης υποψήφια για Οσκαρ για την ερμηνεία της στην ταινία «Hold Back the Dawn» («Αύριο δεν θα ξημερώσει») του Μίτσελ Λέιζεν.

Αν και η Ολίβια κέρδισε πρώτη τη διασημότητα στο Χόλιγουντ, η αδελφή της ήταν η πρώτη που βραβεύθηκε με το χρυσό αγαλματίδιο. Στην τελετή απονομής εκείνη τη χρονιά, ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο γυναικών έφθασε στα άκρα.

«Οταν ανακοινώθηκε ότι το βραβείο απονέμεται στην πρωταγωνίστρια της ταινίας «Υποψίες», έμεινα παγωμένη. Κοίταξα προς την άλλη άκρη του τραπεζιού όπου καθόταν η Ολίβια. «Ανέβα πάνω», σφύριξε αυταρχικά», διηγήθηκε η Τζόαν Φοντέιν στο βιβλίο της.

«Ολος ο ανταγωνισμός που διακατείχε την μία για την άλλη από όταν ήμαστε παιδιά… όλα ήρθαν σαν εικόνες από καλειδοσκόπιο… Νόμισα ότι η Ολίβια θα πηδήξει επάνω από το τραπέζι και θα με αρπάξει από τα μαλλιά».

Η Ολίβια ντε Χάβιλαντ πήρε τελικά το Οσκαρ το 1946 για την ερμηνεία της στην ταινία «To Each His Own» του Μίτσελ Λέιζεν.

Αργότερα η Τζόαν Φοντέιν θα αποκαλύψει ότι τότε η αδελφή της δεν δέχθηκε τα συγχαρητήριά της.

«Μού έρριξε ένα βλέμμα, αγνόησε το χέρι μου, άρπαξε το Οσκαρ και έφυγε», έγραψε.

Οι αδελφές ήταν ανταγωνίστριες και στον έρωτα. Ο εκκεντρικός εκατομμυριούχος Χάουαρντ Χιουζ είχε για κάποιο διάστημα σχέση με την Ολίβια ντε Χάβιλαντ, αλλά ζήτησε επανειλημμένα από την Τζόαν Φοντέν να τον παντρευτεί.

«Παντρεύτηκα πριν από την Ολίβια, βραβεύτηκα με Οσκαρ πριν από εκείνη, και αν πεθάνω πρώτη, θα γίνει χωρίς αμφιβολία έξαλλη μαζί μου που την κέρδισα», είπε μία ημέρα με πικρία η Τζόαν Φοντέιν.

Το 1943 είχε ακόμη μία υποψηφιότητα για Οσκαρ και δούλεψε με ιερά τέρατα του Χόλιγουντ, όπως ο Μπίλι Γουάιλντερ, ο Φριτς Λανγκ, ο Μάξ Οφιλς και ο Ρόμπερτ Ρόσεν. Αποσύρθηκε το 1966 κάνοντας σποραδικές εμφανίσεις στην τηλεόραση και σε σόου του Μπρόντγουέι.

Η Τζόαν Φοντέιν δεν ήταν μία συνηθισμένη γυναίκα. Υπήρξε πιλότος αεροπλάνου, πρωταθλήτρια στην πτήση αεροστάτου, λαμπρή γκόλφερ, είχε πτυχίο αρχιτεκτονικής εσωτερικών χώρων και ήταν εξαιρετική μαγείρισα.

Εκανε τέσσερις γάμους και, αφού πήρε διαζύγιο από τον τελευταίο της σύζυγο, τον Αλφρεντ Ράιτ το 1969, δήλωσε: «Ο γάμος ως θεσμός είναι τόσο νεκρός όσο και το ντόντο».

Εχει μία κόρη την Ντέμπορα. Το 1952 υιοθέτησε μία μικρή από το Περού, τη Μαρτίτα, η οποία έφυγε από το σπίτι 11 χρόνια αργότερα.