Προβληματισμό δημιουργεί το έργο της επέκτασης της Εθνικής Πινακοθήκης, καθώς ο εντοπισμός του υδροφόρου ορίζοντα σε βάθος κατά οκτώ μέτρα μικρότερο από όσο αρχικά υπολογιζόταν εγείρει ερωτήματα για την ασφάλεια αποθήκευσης των θησαυρών της Πινακοθήκης.

Μεγάλα μουσεία του εξωτερικού που βρίσκονται δίπλα ή κάτω από το νερό δεν αντιμετωπίζουν κανένα πρόβλημα, υπογραμμίζει πάντως η διοίκηση της Πινακοθήκης.

Το θέμα απασχόλησε την Πέμπτη τα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων, που κλήθηκαν να γνωμοδοτήσουν εκ νέου για τη στατική μελέτη του έργου, που χρειάστηκε τροποποίηση, όταν ανακαλύφθηκε ότι ο ποταμός Ιλισός βρίσκεται σε βάθος από 4,5 έως 7,7 μέτρα (ανάλογα με την κλίση του εδάφους), δηλαδή τουλάχιστον οκτώ μέτρα πιο πάνω από τις εκτιμήσεις της αρχικής γεωτεχνικής μελέτης (που υπολόγιζε τον υδροφόρο ορίζοντα σε βάθος 15,85 έως 24,7 μέτρα).

Με τα νέα δεδομένα, η αίθουσα περιοδικών εκθέσεων και οι αποθήκες της Εθνικής Πινακοθήκης, όπου θα φυλάσσονται τα έργα τέχνης, θα περιβάλλονται από τα νερά του ποταμού.

Μέλη του Συμβουλίου διατύπωσαν ανησυχία για την ασφάλεια των έργων, που θα αποθηκεύονται σε αίθουσες κάτω από το νερό.

«Λάθος κολοσσιαίων διαστάσεων» χαρακτήρισε την αστοχία της προηγούμενης γεωτεχνικής μελέτης ο εκπρόσωπος του ΤΕΕ στο Συμβούλιο, Νίκος Νικολαΐδης, και πρόσθεσε: «Υπάρχουν ευθύνες γι’ αυτούς που έκαναν τις μελέτες».

«Μας εκπλήσσει το γεγονός της απόκλισης τόσων μέτρων της πρόβλεψης του υδροφόρου ορίζοντα σε μια περιοχή που αναμενόταν η ύπαρξη του ποταμού» συμπλήρωσε ο καθηγητής του ΕΜΠ, Παναγιώτης Τουρνικιώτης.

Σύμφωνα με τη νέα στατική μελέτη, η στάθμη σχεδιασμού του υδροφόρου ορίζοντα τίθεται στα 4,2 μέτρα, δηλαδή 30 εκατοστά πάνω από τη μετρηθείσα, στάθμη που σε σχέση με το δάπεδο του ισογείου του κεντρικού κτιρίου της Πινακοθήκης είναι στα -12,5 μέτρα. Για την ασφάλεια και στεγανότητα της κατασκευής, η μελέτη προβλέπει την προσθήκη φρεατίων άντλησης και τριών μόνιμων αντλιοστασίων που θα κατασκευαστούν εξωτερικά του κτιρίου της επέκτασης για λόγους ασφαλείας.

Επίσης, προβλέπεται η ενίσχυση της θεμελίωσης του νέου κτιρίου για την αντιστάθμιση της άνωσης, αλλά και η αύξηση του οπλισμού των περιμετρικών τοίχων για να προστατευθούν από τις πλευρικές ωθήσεις του νερού.

Τα νέα δεδομένα προβλημάτισαν το υπουργείο Πολιτισμού, που τελικά παρέμεινε στον αρχικό σχεδιασμό της κατασκευής των υπογείων, προκειμένου να μην αλλάξει το φυσικό αντικείμενο του έργου που θα θέσει σε κίνδυνο τη χρηματοδότησή του από το ΕΣΠΑ. «Εξετάσαμε και την πιθανότητα να αποθηκεύονται αλλού τα έργα, ωστόσο στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε η Πινακοθήκη να πηγαινοφέρνει έργα μισθώνοντας εταιρεία σεκιούριτι και θέτοντας τελικά σε κίνδυνο τα ίδια τα έργα» επισήμανε η γενική διευθύντρια Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών Έργων, Ευγενία Γατοπούλου.

Όσον αφορά στην ημερομηνία παράδοσης του έργου, η κ. Γατοπούλου υπογράμμισε ότι στόχος του υπουργείου είναι αυτό να ολοκληρωθεί εντός χρονοδιαγράμματος, δηλαδή ως το τέλος του 2015.

Τα μουσειολογικά ζητήματα που προκύπτουν από τα νέα δεδομένα της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα προβλημάτισαν έντονα και τη Διοίκηση της Εθνικής Πινακοθήκης, που διερεύνησε αντίστοιχες περιπτώσεις μουσείων του εξωτερικού που βρίσκονται μέσα στο νερό.

Όπως εξήγησε η επιμελήτρια της Πινακοθήκης και μέλος του ΚΣΝΜ, Όλγα Μεντζαφού, «διερευνήσαμε τι γίνεται σε άλλα μουσεία του εξωτερικού, όπου είδαμε ότι με τις κατάλληλες τεχνολογικές λύσεις υπάρχει η δυνατότητα να είναι ασφαλή τα έργα. Η ανάδοχη εταιρεία μας έχει διαβεβαιώσει ότι θα εφαρμόσει τις απαιτούμενες λύσεις».

Στα αντίστοιχα παραδείγματα του εξωτερικού περιλαμβάνονται τα μουσεία Ορσέ και Λούβρο στο Παρίσι, που έχουν τις αποθήκες τους κάτω από το νερό του Σηκουάνα, αλλά και τα μουσεία της Βενετίας που βρίσκονται μέσα στο νερό.

Η διευθύντρια της Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα παρατήρησε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «σε επισκέψεις μας στις αποθήκες των μουσείων του Λούβρου και Ορσέ, που ήταν και παλαιότερες κατασκευές είδαμε ότι δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Σήμερα υπάρχουν όλα τα μέσα για να στεγανοποιήσεις τις αποθήκες».

Τα μέλη του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων γνωμοδότησαν τελικά κατά πλειοψηφία υπέρ της έγκρισης της τροποποιημένης μελέτης, καθώς έκριναν ότι σύμφωνα με την αρμοδιότητά τους πρέπει να αποφανθούν για το κατά πόσο η μελέτη θέτει σε κίνδυνο το διατηρητέο υπάρχον κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης. Μειοψήφησε ο Νίκος Νικολαΐδης, με το σκεπτικό ότι δεν έχει πειστεί για την επάρκεια των λύσεων στεγανοποίησης που δίνει η στατική μελέτη.

Την επόμενη εβδομάδα η τροποποιημένη μελέτη θα εξεταστεί από το Τεχνικό Συμβούλιο του υπουργείου Πολιτισμού.