«12 χρόνια σκλάβος». Ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ είχε πει κάποτε ότι ο καλύτερος τρόπος για να κάνει κανείς κριτική σε μια ταινία είναι, πολύ απλά, να κάνει μια άλλη ταινία. Και το «12 years a slave», η νέα ταινία του Στιβ ΜακΚουίν «ανοίγει» τα μάτια μας όχι μονάχα σε σχέση με το ζήτημα της δουλείας στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και στο πώς δείχνουν πια όλες οι ταινίες που προηγήθηκαν επί του θέματος.

Βαρύ αυτό που λέω ίσως, αλλά και αληθές. Γιατί σε όλα εκείνα τα φιλμ ο θεατής ήταν –κακά τα ψέματα –ένας προφυλαγμένος αστός που παρακολουθούσε, από το «οχυρό» του, κάποια χρήσιμα μαθήματα ιστορίας με ολίγη από δράμα και συγκίνηση. Εδώ, η καρδιά σου σφίγγεται, νιώθεις σκλάβος ο ίδιος. Στο προεμφυλιακό τοπίο των Ηνωμένων Πολιτειών, λοιπόν, ο Σόλομον Νόρθαπ (ναι, πρόκειται για μια πέρα ως πέρα αληθινή ιστορία), ελεύθερος αμερικανός πολίτης, καλλιεργημένος οικογενειάρχης και ταλαντούχος μουσικός, απάγεται και πωλείται σκλάβος στον οπισθοδρομικό Νότο επειδή τυγχάνει… έγχρωμος.

Το τι συμβαίνει από εκεί και πέρα μοιάζει με κατάβαση στην κόλαση, μια ανταπόκριση από ένα «μέτωπο» στο οποίο κανείς δεν θα ήθελε να είναι παρών. Και παρά τις όποιες ακαδημαϊκές παραχωρήσεις (ένα μουσικό score που παραπέμπει, καλώς ή κακώς, σε πιο «ασφαλείς» καταστάσεις), υπάρχει μια φιλμική πολυσυλλεκτικότητα που λειτουργεί: το παρατεταμένο βασανιστήριο του ήρωα, τον οποίο κρεμάνε από ένα δέντρο με τα πόδια του μόλις να αγγίζουν το έδαφος, μοιάζει σαν ένα μακάβριο video art στιγμιότυπο, τα δε μεγάλα σε διάρκεια μονοπλάνα σχεδόν καταργούν την παρουσία του κινηματογραφικού συνεργείου, αφήνοντας έκθετο τον θεατή μπροστά στο δράμα.

Οταν, στο τελευταίο μέρος, εμφανίζεται ο Μπραντ Πιτ προσφέροντας μια διαφυγή προς την ελευθερία, ο πόνος δεν διαφέρει. Ενώ, πέραν της συγκλονιστικής κεντρικής ερμηνείας του Τσιούιτελ Ιτζίοφορ, ο Μάικλ Φασμπέντερ, μόνιμος πλέον «συνεργάτης» του ΜακΚουίν, μας θυμίζει πως η ψυχοπαθολογική συνθήκη του «αφέντη» καταστρέφει τόσο τους «σκλάβους» του αλλά και τον ίδιο. Επώδυνο να το βλέπεις. Αλλά απαραίτητο.

Βαθμοί: 8

«Χόμπιτ: η ερημιά του Νοσφιστή»: Η λογική του κινηματογραφικού σίριαλ κρατά από την εποχή του βωβού, όπου οι ημίωρες ταινίες συχνά «έκλειναν» με τον κεντρικό ήρωα σε κίνδυνο (τα λεγόμενα cliffhanger). Ο θεατής λοιπόν επισκεπτόταν κάθε εβδομάδα τους κινηματογράφους για να δει πώς θα τη σκαπουλάρει ο αγαπημένος του πρωταγωνιστής –λογική που πέρασε στην τηλεόραση και δείχνει να είναι ακόμη κυρίαρχη.

Ετσι, και το πρώτο αυτό σίκουελ κλείνει σχεδόν προτού… ολοκληρωθεί, προετοιμάζοντας τους φανατικούς για το επερχόμενο τρίτο μέρος. Μέχρι να φτάσουμε εκεί όμως, ο Πίτερ Τζάκσον έχει παραθέσει ένα θέαμα που, στ’ αλήθεια, απέχει πολύ από τη χλιαρότητα του πρώτου φιλμ.

Εδώ, μετά την επιτυχή διέλευση από τα Ομιχλώδη Ορη, ο Τόριν και η παρέα του πρέπει να ζητήσουν βοήθεια από έναν άγνωστο με πολλές δυνάμεις πριν να ρισκάρουν την είσοδό τους στο επικίνδυνο Δάσος Μίρκγουντ –χωρίς τον οδηγό τους.

Ακούγεται «χαριτωμένο και αφελές»; Κι όμως, οι χαρακτήρες είναι σαφέστατα πιο καλοστημένοι, ενώ το 3D, έτσι όπως είναι δουλεμένο, προσφέρει άφθονο (και αγωνιώδες) θέαμα, με σεκάνς που ανήκουν πλέον στις κορυφές του ιδιώματος. Το σουξέ είναι εξασφαλισμένο.

Βαθμοί: 7