Το 1995, σε ηλικία εξήντα δύο ετών, ο αμερικανός συγγραφέας δημοσιεύει μια επική σάτιρα που τον εισάγει στην ύστερη φάση του – αυτήν της επεξεργασίας των γηρατειών, της απώλειας, της αρρώστιας και της αυτογνωσίας. Αλλά και του σεξ, ως εμμονής και ιδεολογίας

Ο Μίκι Σάμπαθ είναι στα εξήντα τέσσερά του, βραχύσωμος, στιβαρός, όχι πλέον ελκυστικός. Δεν εργάζεται, καθώς τον συντηρεί επί δεκαετίες η δεύτερη σύζυγός του με την οποία αλληλομισείται απερίφραστα. Δεν διαβάζει, δεν βλέπει ειδήσεις, δεν γνωρίζει το όνομα του αμερικανού προέδρου, απλώς ομφαλοσκοπεί γύρω από την προ πεντηκονταετίας κατάρριψη του αεροπλάνου του αδελφού του στον Πόλεμο και τη νευροπάθεια της μητέρας του που άφησε αργότερα αυτό τον κόσμο, όπως συνηθίζουν να κάνουν οι μητέρες. Εχει εγκαταλείψει την πολλά υποσχόμενη καριέρα του στο Μανχάταν για αδιευκρίνιστους λόγους που αναδρομικά αποδίδονται στην αιφνίδια εξαφάνιση της πρώτης συζύγου του, της ελληνοαμερικανίδας ηθοποιού Νίκης. Είναι λαλίστατος όπως του καταλογίζει η επί δεκατρία χρόνια ερωμένη του, η Ντρένκα, μια κροατικής καταγωγής πανδοχέας, που έχει αποδράσει στην Αμερική για να ξεφύγει από τον τιτοϊκό ολοκληρωτισμό και η οποία πηδιέται ασυστόλως με σειρά άλλων ανδρών (ενίοτε και γυναικών), έχει ρεκόρ οργασμών δεκατρείς στη σειρά και του περιγράφει με το νι και με το σίγμα την ανατομία και την ερωτική συμπεριφορά των υπολοίπων. Ο Σάμπαθ δεν υποφέρει, δεν ζηλεύει, δεν κάνει σκηνές, έχει και αυτός πλευρικές περιπέτειες, η ζωή του έχει ως επίκεντρο –φαντασιακό και ρεαλιστικό –το πήδημα και στον ελεύθερο χρόνο του υποκλέπτει κιλοτάκια και γυμνές φωτογραφίες, κάνει μπανιστήρι, τηλεφωνιέται με σπουδάστριές του –ώσπου να χάσει τη δουλειά του –και αυνανίζεται συστηματικά. Εχει κάνει το σεξ ιδεολογία και αφορμή για να ξιφουλκήσει κατά του συντηρητισμού. Διατηρεί πάντως ως κόρην οφθαλμού αυτό τον δεσμό που περιέργως δεν γίνεται αντιληπτός στην ορεινή κοινότητα της Νέας Αγγλίας όπου έχει καταφύγει -και που θα αποτελέσει και σκηνικό για το κατά πολύ ωριμότερο έργο του Ροθ «Το ανθρώπινο στίγμα» (επίσης από τις Εκδόσεις Πόλις όπου και όλο πρακτικά το μεταφρασμένο στα ελληνικά έργο του).

Ωσπου, κάποια στιγμή, η Ντρένκα προσπαθεί να του αποσπάσει υποσχέσεις μονογαμίας. Ο Σάμπαθ αρνείται με σειρά ευφυών επιχειρημάτων, κουκούτσι των οποίων είναι η άποψη ότι μόνο η ανανέωση συντρόφων κρατάει ζωντανό τον έρωτα. Οταν όμως είναι έτοιμος να υποχωρήσει, η Ντρένκα του λέει κλαίγοντας ότι έχει καρκίνο και ότι δεν προσπαθούσε παρά να του αποσπάσει μια ομολογία αγάπης.

Ο θάνατος επέρχεται γρήγορα και αίφνης η απώλεια της ερωμένης διαταράσσει τις ισορροπίες. Η Ντρένκα αποδεικνύεται αναντικατάστατη και ο Σάμπαθ θα την επισκέπτεται τις νύχτες στο μνήμα της όπου και θα εκσπερματώνει μες στην παγωνιά –προς το τέλος, επίσης θα ουρεί. Αλλά το ίδιο αποδεικνύεται πως διαπράττουν και άλλοι πρώην εραστές, μέχρι που ο μπάτσος γιος της Ντρένκα σπάει το κεφάλι ενός από αυτούς, ενώ ο Σάμπαθ έχει εκδιώξει έναν άλλο την ώρα της εκσπερμάτωσης υποκλέπτοντας την περιχυμένη με σπέρμα ανθοδέσμη του και γλείφοντας την.

Μην πείτε μπλιαχ, πρόκειται για σάτιρα, όχι για κωμωδία. Ο συγγραφέας δεν απαιτεί να γελάσετε, και ευτυχώς. Μάλιστα, η συχνή επίκληση του Σαίξπηρ, ακόμη και με το μπανάλ αμλετικό «να ζει κανείς ή να μη ζει» (τίτλος του δεύτερου και μεγαλύτερου μέρους) δίνει τον τόνο της στο βιβλίο, εκμαιεύοντας σοβαρότητα. Αυτό σημαίνει ότι προγραμματικά ο συγγραφέας έχει κατά νου μια τραγικού χαρακτήρα αυτοενδοσκόπηση υιοθετώντας την περσόνα του Σάμπαθ και παίζοντας με τις προσωπικές εμμονές του. Και πάλι το Νιούαρκ του Νιου Τζέρσι, η καταφυγή στα ορεινά του Βερμόντ ή της Μασαχουσέτης, ο ιουδαϊκός μικροαστισμός εν μέσω της θάλασσας των Αγγλοσαξόνων της Ανατολικής Ακτής. Και πάλι το σεξ σε ατέρμονες ακροβατικές επαναλήψεις, κυρίως όμως η περί αυτό εξαντλητική συζήτηση. Και βέβαια το φάντασμα της μάνας αλλά και η εβραϊκότητα ως ανώδυνος εξωτισμός.

Φυσικά, όταν είσαι ο Ροθ, δικαιούσαι να πεθάνεις όρθιος συγγραφικά και αυτό ακριβώς κάνει. Δικαιούσαι επίσης, όπως και οι λοιποί θνητοί, να εγκαταλείψεις την απέλπιδα προσπάθεια να διατηρήσεις τη στύση σου, και αυτό είναι που δεν κάνει.

Ο εύκολος νατουραλισμός τραβιέται εδώ ώς τα άκρα –δεν είναι απαραίτητο να μας θυμίζει κάθε τόσο ότι οι ανθρώπινοι χυμοί καταλήγουν σε υπονόμους –και οι επιθέσεις κατά της πολιτικής ορθότητας –ανώνυμοι αλκοολικοί, φεμινισμός, προστασία της φύσης –μετά βίας καταφέρνουν εδώ να εκμαιεύσουν κάποιο χαμόγελο. Εχουμε την αίσθηση ότι ο 33χρονος Πορτνόι, που μας είχε σαγηνεύσει δεκαετίες πριν, γέρασε και μυαλό δεν έβαλε. Κυρίως όμως ότι, τώρα στα γηρατειά, ο Πορτνόι-Ροθ επανεπεξεργάζεται τα ίδια μοτίβα, ανίκανος να συμφιλιωθεί με όσα προσκομίζει ο χρόνος και εισάγοντάς μας στον μετά την ολική εκτομή προστάτη βίο του. Ο Πορτνόι, γηρασμένος σε Σάμπαθ, μοιάζει εδώ αναίτια πικραμένος, μεμφόμενος διαρκώς το Σύμπαν για τη φθορά που επιφέρει στα όντα απανταχού της Γης, ναρκισσευόμενος για τη μοναδικότητα των κοινότοπων παθών του και προσποριζόμενος ένα κομμάτι γης όπου θα καταφύγει. Αλλά ενώ κάποτε ο Πορτνόι, αναπτύσσοντας τη διονυσιακή πλευρά του, βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση μεταξύ αλτρουιστικών / ηθικών παρορμήσεων και επιθυμίας να εξεγερθεί, ο Σάμπαθ δεν μοιάζει να έχει κανένα πρόβλημα επιζώντας επί δεκαετίες εις βάρος των άλλων και προκαλώντας συνειδητά τη γενική αντιπάθεια. Η διαφορά στον τραγικό τόνο και η απουσία εσωτερικών διχοτομήσεων αποδίδουν ξεκάθαρα και τη διαφορά στην ποιότητα των δύο βιβλίων.