Για πέντε χρόνια ακολουθούσε το ίδιο δρομολόγιο. Κάθε Δευτέρα, Τρίτη και Παρασκευή έκανε στάση στις Φυλακές Ανηλίκων για να βοηθήσει ή να συντροφέψει στο διάβασμα τους ανήλικους παραβάτες. Οι ιστορίες τους, των παιδιών δηλαδή για τα οποία έγινε η γέφυρα με την κοινωνία, μεταφέρθηκαν σε ένα εξομολογητικό βιβλίο

Ο Γιώργος, ο Νίκος, ο Σπυριδούλης, ο Αλφρέδος, ο Μάξιμος, ο Φοίβος, ο Νάσος, ο Αμπντούλ είναι μόνο μερικά από τα παιδιά που μοιράστηκαν τη ζωή τους στη «μικρή φυλακή», με τη Νίνα Τζέλη. Αυτά τα παιδιά έγιναν πρωταγωνιστές στο βιβλίο της, που το έγραψε για χάρη τους και θα κυκλοφορήσει σε λίγες ημέρες από τον εκδοτικό οίκο Λιβάνη, με τον τίτλο «Επισκεπτήριο τέλος».

Ολα άρχισαν το 1994 όταν η νεαρή τότε δικηγόρος πληροφορήθηκε τυχαία ότι οι περισσότεροι ανήλικοι κατηγορούμενοι έφταναν στο δικαστήριο χωρίς να έχουν συνήγορο να τους υπερασπιστεί. Η αιτία ήταν πάντοτε η ίδια: η οικονομική αδυναμία τους. Με τη συνδρομή λοιπόν της Εταιρείας Προστασίας Ανηλίκων Αθηνών, στο Διοικητικό Συμβούλιο της οποίας θα συμμετείχε ύστερα από χρόνια ως ένα από τα πλέον ενεργά μέλη, και τη σύμφωνη γνώμη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, άρχισε να υπερασπίζει ανήλικους κατηγορουμένους χωρίς αμοιβή. Το μόνο που έκανε ήταν να προσκομίζει κάθε φορά μια απλή βεβαίωση.

ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ ΧΩΡΙΣ ΑΜΟΙΒΗ. Η σύμπραξη αυτή ήταν αναγκαία, καθώς την περίοδο εκείνη δεν υπήρχε ο θεσμός του δικηγόρου με αμοιβή. Και κάπως έτσι της δόθηκε η δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τον κόσμο της «μικρής φυλακής», όπως συνηθίζει πλέον να αποκαλεί τη φυλακή των ανηλίκων. Χωρίς βέβαια να παραγνωρίζει πως από εκείνα τα κελιά έχουν περάσει παραβάτες που σε μικρή ηλικία βρέθηκαν να έχουν διαπράξει πολύ βαριά κακουργήματα. Σκέφτηκα, όπως λέει και στο βιβλίο της, ότι το επάγγελμά μου είναι και «λειτούργημα» και ότι αυτά τα παιδιά δικαιούνται υπεράσπιση. Γρήγορα όμως συνειδητοποίησα ότι το «λειτούργημα» δεν είχε θέση και δυστυχώς κανένας δικηγόρος δεν αναλάμβανε υπόθεση χωρίς χρήματα. Αλλωστε, όπως λέγεται στη γλώσσα μας, «είναι πιο εύκολο να ανοίξεις ένα στρείδι χωρίς μαχαίρι, παρά το στόμα ενός δικηγόρου χωρίς αμοιβή».

Οσο για τα έσοδα από τις πωλήσεις αυτού του βιβλίου της, θα διατεθούν για τους σκοπούς της Εταιρείας Προστασίας Ανηλίκων. Κάτι που δεν ξάφνιασε κανέναν από όσους δικαστές, εισαγγελείς, κοινωνικούς λειτουργούς και σωφρονιστικούς υπαλλήλους γνωρίζουν τη δικηγόρο και έχουν συνεργαστεί στενά μαζί της όλα αυτά τα χρόνια.

Το οξύμωρο στη σχέση που έχει αναπτύξει με τους πρωταγωνιστές της ζωής της είναι πως όσο κοντά τους είναι όταν την έχουν ανάγκη, άλλο τόσο μετά φροντίζει να αποφεύγει να βρίσκεται σε διαρκή και στενή επαφή μαζί τους. Το γιατί; Το εξηγεί η ίδια: «Δεν θέλω να συναντώ τα παιδιά που έχουν προχωρήσει στη ζωή τους, δεν θέλω να τους θυμίζω την «κακιά» στιγμή του παρελθόντος, αρκετά η ζωή τα έχει στιγματίσει ψυχικά. Ούτως ή άλλως, η βία που έζησαν υπάρχει μέσα τους, δε, χρειάζεται να την αναμοχλεύουμε. Θα ήταν ματαιόδοξο κάτι τέτοιο από μένα και εγωιστικό και δεν θέλω να με ευχαριστούν τα παιδιά, από τα οποία πήρα το μάθημά μου».

Κάποια από τα παιδιά αυτά δεν κατάφεραν να βγουν νικητές στον αγώνα που έδωσαν. Ορισμένα από αυτά, δυστυχώς, δεν βρίσκονται καν στη ζωή πια. Δύο από τους ανηλίκους αφού εξέτισαν την ποινή τους και ξεπλήρωσαν το χρέος τους προς την πολιτεία αναζήτησαν την τύχη τους στο εξωτερικό. Ο ένας στη Γερμανία και ο άλλος στην Αμερική, όπου για ένα διάστημα εργάστηκε σε υπηρεσία της NASA.

Οταν πρωτοπέρασε την κεντρική πύλη των φυλακών, πίστευε θα κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους και θα προσέγγιζε τις ψυχές τους. Θα διάβαζε μαζί τους και θα τους εξηγούσε πως υπάρχει ζωή και μετά τη φυλακή. Ωστόσο, όλα αυτά τα προσωπικά στοιχήματα σύντομα αποδείχθηκε πως κάθε άλλο παρά δεδομένα ήταν. Κάθε παιδί ήταν και ένα διαφορετικό «κεφάλαιο». Η σιωπή, η απομόνωση, η α-μιλησιά –κατά τα γραφόμενα στο βιβλίο –γινόταν τείχος, ανάμεσα στην «κυρία», τη Νίνα δηλαδή, και τους ανήλικους κρατουμένους.

Η ουσιαστική γνωριμία της φυλακής ομολογεί ότι την ξάφνιασε. Ποια είναι η εικόνα που κουβαλάει από εκείνη την πρώτη επαφή; Χώρος στεγνός, τοίχοι άχρωμοι, τσιμεντένιοι, τεράστιοι διάδρομοι, μικρά κελιά όπου ζούσαν από 9 έως 15 παιδιά, με μία τουαλέτα «τούρκικη» στον ίδιο χώρο και σε κοινή θέα, χωρίς διαχωριστικό, όπου στοιβάζονταν οι δίσκοι με το φαγητό τους μεσημέρι – βράδυ.

Η Νίνα Τζέλη γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Τρίκαλα. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης και όλα αυτά τα χρόνια είναι δικηγόρος Αθηνών, ασχολούμενη με τις υποθέσεις του γραφείου της. Ωστόσο, από το 1994 το ενδιαφέρον της στράφηκε στον τομέα των ανηλίκων, από το 1996 προσφέρει τις υπηρεσίες της εθελοντικά και από το 1997 ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Προστασίας Ανηλίκων Αθηνών, όπου και έμεινε μέχρι τον περασμένο Μάρτιο.

Ωστόσο ακόμα και τώρα, αν τη ρωτήσεις, «και τι σημαίνει αυτό; Αν ζητήσουν τη βοήθειά σου θα πεις όχι;», εκείνη απαντά σταθερά: «Οχι βέβαια». Γνωρίζει εξάλλου πως όλα αυτά τα χρόνια στη χώρα μας το σωφρονιστικό σύστημα για τους ανήλικους παραβάτες κάθε άλλο παρά ενδείξεις βελτίωσης δίνει. Το μόνο ενθαρρυντικό είναι το σχολείο που λειτουργεί πλέον στις φυλακές και έχει γίνει το σκαλοπάτι για να περάσουν αρκετά παιδιά σε πανεπιστημιακές σχολές ή σε κάποιο ΤΕΙ.

ΠΡΟΝΟΙΑ Ή ΚΑΤΑΣΤΟΛΗ. Ενας από τους στόχους που εξακολουθεί να επιδιώκει και μετά την αποχώρησή της από την Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων είναι να θυμίζει στους ιθύνοντες ότι «η πρόνοια κοστίζει λιγότερο από την καταστολή». Και ας γνωρίζει πολύ καλά πως τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατά κανόνα ασχολούνται με υποθέσεις ανηλίκων και με τα προβλήματά τους όταν «το θέμα, κατά το κοινώς λεγόμενο, πουλάει».

«Το πέρασμα από τη φυλακή, γράφει στο βιβλίο της, όποιος το έζησε πονάει… Δεν είναι λίγες οι φορές που το βουητό της φυλακής άλλοτε φτάνει μέσα μου σαν ένα απελπισμένο τραγούδι και άλλοτε σαν μια κραυγή γεμάτη από τα ένστικτα της βίας των ανθρώπων και είναι τόσο απωθητική που κάθε υγιής νους τη διώχνει». Εμαθε πράγματι πολλά σε αυτόν τον χώρο που μπήκε και βγήκε αμέτρητες φορές. Αλλα τα μαρτυρά στο βιβλίο της και άλλα τα κρατά για την ίδια.

Την τελευταία πάντως φορά παραδέχεται πως έφυγε μόνη της από τη φυλακή. «Δεν περίμενα το μεγάφωνο, φθάνοντας στην έξοδο άκουσα από μακριά κάτι να λέει, κ.κ. συνήγοροι για αποχώρηση. Με άφησε αδιάφορη, Ούτε να κλάψω είχα δύναμη ούτε να σκεφθώ». Επισκεπτήριο τέλος.