Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα…

τούς πληρώνει

Αγαπητή Φοίβη,

Δύσκολοι καιροί για ανθρώπους που έχουν τα νεύρα τους από οκτώ χρόνων… Κι εκεί που λες, σαν ωραίος μανιοκαταθλιπτικός που είσαι, να έρθεις σε επαφή με την τέχνη που και να σε κατευνάσει μπορεί και να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο μπορεί, έρχεται το αλαλούμ με τις τιμές εισιτηρίων του Ηρωδείου και ξαναγυρίζεις ολοσούμπιτος στις παιδικές σου νευρασθένειες…

Δεν ξέρω με τι είδους μετρητή καλλιτεχνικής αξίας μετράνε τις παραστάσεις (και ποιος αποφασίζει για την κοστολόγηση των εισιτηρίων), ό,τι και να ‘ναι όμως να το πάνε για σέρβις γιατί χάνει λάδια. Πολλά λάδια.

Γιατί μόνο ξεχαρβαλωμένη ταρίφα μπορεί να κοστολογήσει τα εισιτήρια μίας από τις πιο επιτυχημένες παραστάσεις της χρονιάς, όπως ο «Αγαμέμνονας», προς 35 ευρώ τα διακεκριμένα και 30 τα της α’ ζώνης και για την παράσταση περί τη Μελίνα Μερκούρη προς 90 και 70 ευρώ αντίστοιχα. Οτι δηλαδή ο Χατζησάββας και η Καραμπέτη είναι καλλιτέχνες της διατίμησης ενώ η Ναυπλιώτου και η Πασπαλά το καλλιτεχνικό φιλέτο, ποιος νους το χωράει;

Στον κατιμά και η Λυδία Κονιόρδου αφού αντίστοιχες με του «Αγαμέμνονα» είναι και οι τιμές των εισιτηρίων του «Κοινού Λόγου» όπου πρωταγωνιστεί. Ενώ στη συναυλία της Φαραντούρη το τεχνόμετρο γράφει πάλι 90άρια και 70άρια.

Στις «Βάκχες» πάλι, ίσως λόγω Ρουβά, επικρατεί η λογική μπουζουξίδικου: τα πρώτα τραπέζια 90 ευρώ και τα της α’ ζώνης 40 (η θέση, όχι το μπουκάλι).

Τελικά στην Ελλάδα είσαι ό,τι… πληρώνει ο ανυποψίαστος θεατής. Εξάλλου, το σλόγκαν της παράστασης περί τη Μελίνα (διότι με τη Μελίνα καμία σχέση) είναι «Οπου και να ταξιδέψω…». Ο παραγωγός ξέχασε προφανώς να συμπληρώσει: …η Ελλάδα με πληρώνει!

Με πολλά νεύρα,

Δημήτρης Γιντής,

Μπραχάμι

Δεν είναι τυχαίο, αγαπητέ Δημήτρη, ότι είναι ελληνικό και μόνον το ρητό «Ο,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι εισπράξει…». Σοφός ο λαός που το επελέκησε. Διότι άλλο είναι να ποιείσαι –και μόνον –μια μοναδική σταρ ή να τα βγάζεις όλα για να μένεις με το σλιπ (για να σου το συζητάνε) και άλλο να κάνεις κανονικό, σοβαρό θέατρο. Αφήστε που το ντεμέκ είναι περιζήτητο. Αυτό, σου λένε, ζητιέται από το συνοικιακό πιστολάκι και τη νεόπλουτη κυράτσα –για να βάλουμε χαριτωμένα και ταξικό μέτρο στο τεχνόμετρο των κυρίων κυρίων. Ή μήπως όχι;

«Εκείνο το πρωί στην Κηφισιάααααα»

Αξιότιμη κυρία

Ευελπιστώ στη μεγαλοψυχία και γενναιοδωρία σας να μου επιτρέψετε να επικοινωνήσω με την κυρία Μάρα Σ. μέσω της σελίδας σας, επειδή άλλον τρόπο δεν έχω διαθέσιμο. Ευχαριστώ. Κυρία Μάρα, γιατί νιώθετε ενοχές που μένετε στην Κηφισιά; Για όνομα του Θεού! Ενα τοπωνύμιο είναι και αυτό. Εξάλλου και η ηγερία του νεοκομμουνισμού στην Εκάλη ή κάπου εκεί μένει, νομίζω.

Γιατί τόσο ανάθεμα πια για τα βόρεια προάστια; Σάμπως και οι πλέον διαπρύσιοι ψέκτες τους, οι κάτοικοι των δυτικών, μόλις αλλάξουν εισοδηματική κλίμακα –οψίπλουτοι πια –εκεί δεν μετακομίζουν;

Μην απολογείσθε λοιπόν ΚΑΙ γι’ αυτό. Πρόσφατα σας ελοιδόρησαν κατά τρόπον ανάρμοστο για κυρία, για τα ακραία περί φυλών που είπατε, μην τύπτεσθε και για τον τόπο της διαμονής σας. Αν όμως είναι αλήθεια όλα όσα ισχυρίζεστε και τα έχετε υποστεί, τι έπρεπε να κάνετε δηλαδή; Να τα αποσιωπήσετε ή να τα καταπιείτε ωμά και αμάσητα, για να κριθείτε politically and socially correct. (Ας πω κι εγώ μια «αγγλικούρα», σήμα κατατεθέν για τους εκ-πολιτισμένους, απιστώντας στις λατρεμένες «αρχαιοελληνικούρες» μου με τις οποίες ομολογώ πως λαγγεύομαι και για τις οποίες έχω και εγώ λοιδορηθεί. Απορώ γιατί! Δεν ήταν η γλώσσα εκείνων των οποίων με υπερηφάνεια –ως απόγονοι –επικαλούμεθα τα κλέη; Προσωπικά τα αγαπώ πολύ και δεν τα αποκηρύσσω για τα άλλα, τα γνωστά του πιθηκισμού και της γλωσσικής παρενδυσίας).

Δεν βαριέστε λοιπόν. Νερό και αλάτι για όλους και για όλα, καθώς λέει και η σεπτή οικοδέσποινα που, καλή της ώρα, μας φιλοξενεί. Κατά τα έργα, μα και τα λόγια του, ας κριθεί έκαστος. Και αφού εμμέσως περί πλούτου εκάναμε νύξη, ένα εντελώς προσωπικό αποθησαύρισμα: κινούμαι και συγκινούμαι στην όγδοη πια δεκαετία μιας πολυκύμαντης διαδρομής. Στη ζούγκλα του ανελέητου ιδιωτικού τομέα αποκλειστικά οι δραστηριότητές μου. Μηδέποτε μηδεμία σχέση με το ευσπλαγχνικό, φιλόστοργο Δημόσιο και το θάλπος του. Εχουν δει τα μάτια μου και έχω βιώσει απίστευτα πράγματα.

Το ομολογώ λοιπόν απερίφραστα: καθόλου δεν φοβούμαι αυτούς που εγεννήθηκαν πλούσιοι. Φοβούμαι πολύ αυτούς που (αδοκήτως) έγιναν πλούσιοι. Και ακόμη περισσότερο φοβούμαι αυτούς που νομίζουν και φαντάζονται πως έγιναν πλούσιοι. Είναι οι χειρότεροι και πιο επικίνδυνοι όλων.

Ακαματεί, εν εγρηγόρσει διατελών,

Νίκος Δετοράκης,

Θεσσαλονίκη

Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ’ αυτό μου φέρνει τρόμο, που έγραφε και ο Καββαδίας, αγαπητέ Νίκο. Που θα πρέπει να αποδομήσουμε το ταξικό θέμα της Κηφισιάς αναφανδόν. Του νεόπλουτου χλιμίντζουρα που έχει κάνει την Ελλάδα συμπούρμπουλη με βίλες σε αιγιαλούς και δάση και 4×4 και τουρκομπαρόκ, άντε να το αποδομησουμε. Αλλά μέχρι εκεί… Basta! (όχι η Σάσα, η άλλη).