Στη ζωή κάθε ανθρώπου υπάρχει μια στιγμή καθοριστική. Εκείνη που τα αλλάζει όλα. Που του δείχνει τον δρόμο. Για τον Στίβεν Αντωνάκο –τον ελληνικής καταγωγής εικαστικό που κατάφερε να γράψει τη δική του σελίδα στη νεοϋορκέζικη μεταπολεμική πρωτοπορία –εκείνες οι στιγμές ήταν δύο: όταν το βλέμμα του έπεσε στις ζωγραφιές του μεγαλύτερου αδελφού του και θέλησε να δοκιμάσει κι εκείνος την τύχη του με το χαρτί και το μολύβι, και όταν μερικά χρόνια αργότερα έστρεψε το βλέμμα του ξαφνικά στις φωτισμένες διαφημιστικές πινακίδες του Μανχάταν, για να ανακαλύψει ένα νέο μέσο έκφρασης –τους σωλήνες νέον –που θα αποτελούσε πλέον την παλέτα του και θα τον οδηγούσε στις υψηλότερες θέσεις του εικαστικού στερεώματος.

Και τώρα, που ο κύκλος της ζωής έκλεισε έπειτα από 87 χρόνια για τον σπουδαίο δημιουργό που με τις εγκαταστάσεις του φώτισε όχι μόνο δημόσιους χώρους, μουσεία, αλλά κυρίως τις ψυχές όσων είχαν την τύχη να δουν τα έργα του –καθώς δεν κατάφερε να ανανήψει από την προγραμματισμένη εγχείρηση καρδιάς το Σάββατο στη Νέα Υόρκη -, δεν μένει πίσω μόνο το όνομά του γραμμένο σε περίοπτη θέση στην Ιστορία της Τέχνης και μια πλειάδα έργων από τη Νέα Υόρκη έως την Αθήνα και από την Ουκρανία έως την Ιαπωνία.

Μένει και η ανάμνηση ενός ανθρώπου που, αν και γνώριζε το μέγεθός του, κρατούσε πάντα χαμηλούς τόνους και χαμογελούσε ντροπαλά στα κομπλιμέντα. Και παρόλο που η όψη του πρόδιδε την ηλικία του, το βλέμμα του ζωηρό διαρκώς έμοιαζε να ψάχνει την επόμενη ιδέα, την επόμενη ευκαιρία για ένα νέο έργο, γεγονός που κρατούσε την ψυχή του σε εφηβική ηλικία.

Οταν ο μικρός Στυλιανός ξεκινούσε από τον Αγιο Νικόλαο Γυθείου μαζί με την οικογένειά του για την Αμερική, ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Ούτε τότε ούτε αργότερα –ως μαθητής του δημοτικού –φανταζόταν τι θα ακολουθούσε, παρόλο που σε ηλικία εννέα ετών αντέγραφε τα σχέδια του αδελφού του. «Γρήγορα κατάλαβα πως δεν υπήρχε κάτι άλλο που θα ήθελα να κάνω στη ζωή μου από το να γίνω καλλιτέχνης. Δεν το μετάνιωσα ποτέ όμως», έλεγε σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ».