Πένθιμος μάλλον και θλιβερός ο λόγος για τον οποίο έρχεται ξανά φέτος στην επικαιρότητα το φεστιβάλ του Γούντστοκ που έγινε τέτοιες ημέρες πριν από 44 χρόνια, αφού τον τελευταίο ενάμιση χρόνο έφυγαν από τη ζωή τρεις από τους πιο σημαντικούς μουσικούς που εμφανίστηκαν στο θρυλικό «τριήμερο ειρήνης και μουσικής».

Πρώτος «υποκλίθηκε και αποχώρησε» ο Λέβον Χελμ, ο ντράμερ (ενίοτε και τραγουδιστής) των Band, τον Απρίλιο 2012. Φέτος τον ακολούθησαν ο Αλβιν Λι των Ten Years After στις 6 Μαρτίου και ο Ρίτσι Χέιβενς στις 22 Απριλίου. Η απουσία του τελευταίου είναι ίσως η πιο συμβολική, αφού ήταν αυτός που άνοιξε με την εμφάνισή του τη σημαντικότερη από όλες τις εκδηλώσεις που συνδέθηκαν με τη λεγόμενη «αντικουλτούρα» εκείνης της εποχής και οπωσδήποτε αυτή που έχει χαραχτεί πιο έντονα στη συλλογική πολιτισμική μνήμη. Το Γούντστοκ αποτελεί επίσης εδώ και σχεδόν μισό αιώνα το πιο ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο της (βραχύβιας) σύνδεσης μεταξύ ροκ και πολιτικής, σε ιδεολογικό, καλλιτεχνικό αλλά και οπτικοακουστικό επίπεδο. Τόσο η ομώνυμη ταινία-καταγραφή που προβλήθηκε την επόμενη χρονιά (στην Ελλάδα των συνταγματαρχών, εν μέσω αστυνομικής παρουσίας και επεισοδίων) όσο και το ομώνυμο τραγούδι της Τζόνι Μίτσελ (που δεν ήταν στο Γούντστοκ αλλά συνέλαβε ιδανικά την ατμόσφαιρα και τους απόηχους του φεστιβάλ, πριν από τη διασκευή του κομματιού από τους Crosby, Stills, Nash & Young που ήταν εκεί) διέδωσαν τη σημασία εκείνων των «τριών ημερών ειρήνης και μουσικής» σε πολλαπλάσιους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο από αυτούς (οι διαφορετικοί υπολογισμοί τους φέρνουν από 300.000 έως 500.000) που βρέθηκαν εκείνες τις ημέρες στη φάρμα του κτηματία Μαξ Γιασγκούρ στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης.

Το τραγούδι της Μίτσελ ήταν (είναι;) μια ωδή σε μια νέα Εδέμ, σε μια εφικτή ουτοπία –όσο οξύμωρο σχήμα κι αν μοιάζει η φράση –δομημένη με βάση τις αξίες των «παιδιών των λουλουδιών»: «Θα πάω εκεί στη φάρμα του Γιασγκούρ / Θα γίνω μέλος σε ροκ μπάντα / Θα κατασκηνώσω έξω στη γη / Θα αφήσω την ψυχή μου ελεύθερη / Είμαστε σκόνη απ’ τα αστέρια / είμαστε χρυσοί / και πρέπει να γυρίσουμε πίσω στον κήπο…». Τις ημέρες του φεστιβάλ, οι λίγοι δημοσιογράφοι που το κάλυπταν ελάχιστες αναφορές αφιέρωσαν στη μουσική, στους συμβολισμούς και στις προεκτάσεις του γεγονότος, κάνοντας λόγο κυρίως για «το μέγεθος του πλήθους, το ατέλειωτο μποτιλιάρισμα, τη ρύπανση και τα προβλήματα της διοργάνωσης». Η διάσταση που πήρε εκ των υστέρων αυτή η μεγαλειώδης συνάθροιση των «φρικιών» της εποχής είναι τέτοια ώστε φράσεις όπως «γενιά του Γούντστοκ», «πνεύμα του Γούντστοκ», ακόμα και «έθνος του Γούντστοκ», έχουν γίνει προ πολλού σταθερά κλισέ, συχνά δε και σαρκαστικοί προσδιορισμοί, στο διεθνές λεξιλόγιο κοινωνικού σχολιασμού.

Για πολλούς από τους ανθρώπους όμως που σκέφτηκαν, έστησαν σε απίστευτα –για τα σημερινά δεδομένα –σύντομο χρόνο, διοργάνωσαν και επέβλεψαν (προφανώς δεν υπήρχε τρόπος ελέγχου τόσο τεράστιου πλήθος, κι όμως δεν συνέβη σχεδόν ούτε μια εγκληματική ενέργεια) τη διεκπεραίωση μιας μουσικής εκδήλωσης που είχε εξελιχθεί σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, η ιδέα της Εδέμ που αναφέρει η Τζόνι Μίτσελ στο τραγούδι δεν ήταν ένα ουτοπικό όραμα, αλλά η εικόνα νέων ανθρώπων που αποσπούν τη μοίρα τους από τις εξουσιαστικές δυνάμεις της εποχής: γονείς, πολιτικοί, υποχρεωτική στράτευση και αποστολή στο Βιετνάμ. Και το ροκ ήταν το ιδανικό όχημα γι’ αυτή τη γενιά, η ιδανική εκφραστική φόρμα: νέο, φρέσκο, ωμό, μαγικό και ακόμα τότε διψασμένο για κατοχύρωση και σεβασμό. Είναι δύσκολο να κατανοήσει κάποιος πολύ νέος μια εποχή κατά την οποία η μουσική ήταν η lingua franca των νέων, πολύ πριν φιλτραριστεί μέχρι ανυπαρξίας από το Internet, τα κινητά και την κατανάλωσή της ως «ταπετσαρίας» που δεν πρέπει να ενοχλεί. Σύμφωνα με τον Μάικλ Λανγκ, έναν από τους βασικούς υπευθύνους της διοργάνωσης, «το φεστιβάλ μίλησε εκ μέρους των νέων που ήθελαν να δηλώσουν την ισχυρή παρουσία τους, αλλά και την εξουσία που θα μπορούσαν να αποκτήσουν. Ηταν τελικά μια ισχυρή πολιτική δήλωση».

Από όλες τις μαρτυρίες των καλλιτεχνών που συμμετείχαν στο Γούντστοκ, αυτή που ίσως αποκρυσταλλώνει τόσο το μέγεθος όσο και τις ονειρικές διαστάσεις (ασχέτως των ψυχεδελικών ουσιών που τυχόν είχε καταναλώσει) της συνάθροισης εκατοντάδων χιλιάδων «ελεύθερων πνευμάτων» στον ίδιο χώρο ανήκει στον Τζον Φόγκερτι, τραγουδιστή των Creedence Clearwater Revival, οι οποίοι κλήθηκαν να παίξουν στις 3.30 το πρωί της δεύτερης ημέρας: «Το θέαμα που αντικρίσαμε όταν βγήκαμε να παίξουμε στη σκηνή ήταν απόκοσμο… Μισό εκατομμύριο κόσμος, ένα με το χώμα και τη λάσπη. Ηταν σαν πίνακας σκηνής από τον Δάντη, κορμιά στην Κόλαση σε κατάσταση λήθης να κοιμούνται με σκέπασμα λάσπες. Και τότε έγινε κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ όσο ζω: στο βάθος, μισό χιλιόμετρο μακριά στο σκοτάδι, διέκρινα κάποιον να αναβοσβήνει τον αναπτήρα του και ήταν σαν να ακούω μια φωνή να μου λέει, «μην ανησυχείς, είμαστε μαζί σου». Οσο κράτησε η εμφάνισή μας, εγώ έπαιζα γι’ αυτόν τον άνθρωπο».