Κάποτε το σύστημα των πανηγυριών ήθελε μια ζυγιά (κομπανία) στο ένα καφενείο και μια στο απέναντι. Χωρίς μικρόφωνα, μόνο κλαρίνο, βιολί, σαντούρι, λαούτο και λίγο μετά  κιθάρα. Τα πανηγύρια κρατούσαν δύο μέρες. Την παραμονή παίζανε στα καφενεία, την άλλη μέρα αμέσως μετά την εκκλησία και το απόγευμα στην πλατεία (στον γενικό χορό) ενώ σχηματίζανε κοινό ταμείο.

«Τώρα με μια άδεια συλλόγου ενός χωριού παίζουμε μέχρι και σε χωράφι. Το μεροκάματο βγαίνει αλλά θέλει πολλά χιλιόμετρα, παλιά αρκούσε μια βόλτα στα Μεσόγεια που οι Αρβανίτες ήταν τρομεροί γλεντζέδες κι άφηναν λεφτά», μας λέει ο Κώστας Πίτσος, που μετράει πάνω από τέσσερις δεκαετίες στα πανηγύρια και έχει γράψει πάνω από 900 λαϊκοδημοτικά τραγούδια, ανάμεσά τους πολλές επιτυχίες. Σήμερα, το μπουκάλι το ουίσκι έχει 80-100 ευρώ, το πλαστικό πιάτο με λουλουδικό στα 10 ενώ και η σαμπάνια είναι στα νέα ήθη που εισήχθησαν τις δεκαετίες ’80-90, αν και όλο σε πιο φθίνουσα πορεία (κρίση γαρ).

Το ρεπερτόριο βέβαια έχει αλλάξει, αν και θρυλικά σουξέ όπως ο «Σελήμπεης» ή το «Μαραίνομαι ο καημένος» ακόμη συγκινούν τη νέα γενιά, που αποτελεί τον βασικό κορμό στα πανηγύρια – συλλογική πράξη κάποτε υψηλής αισθητικής και ιερότητας όπου μπορούσες να ακούσεις μεγάλες φωνές (ρωτήστε έναν Ξηρομερίτη για τον Τάκη Καρναβά) ή μεγάλους μουσικούς (ρωτήστε έναν Ηπειρώτη για τον κλαριντζή Τάσο Χαλκιά ή έναν Στερεοελλαδίτη για τον Βασίλη Σούκα). Αυτές οι συναθροίσεις που πάντως καλά κρατούν αποτελούν ίσως το τελευταίο ζωντανό κύτταρο διασκέδασης παρά τις υπερβολές, τις στρεβλώσεις και τις παραχαράξεις.