Οση σχέση έχουν τα φαστ φουντ με την υγιεινή διατροφή άλλη τόση έχουν τα hedge fund με τις υγιείς επενδύσεις. Στα πρώτα μπορεί να τραφεί κανείς φθηνά. Αν του γίνουν συνήθεια, όμως, και είναι επιστημονικώς εξακριβωμένο ότι το λεγόμενο τζανκ φουντ είναι εθιστικό, θεωρείται βέβαιο ότι αρχικώς θα παχύνει θεαματικά. Και, εφόσον συνεχίσει, θα χαλάσει την υγεία του και θα βρεθεί στο νοσοκομείο για θεραπεία.

Στα hedge fund είναι αλήθεια ότι χοντραίνει εύκολα το πορτοφόλι των επενδυτών και κυρίως των διαχειριστών κεφαλαίων. Αλλά οι μεν επενδυτές ενδέχεται να χάσουν ξαφνικά (εφόσον είναι άπληστοι) την οικονομική τους υγεία, ενώ οι διαχειριστές (εφόσον, επίσης, είναι άπληστοι) κινδυνεύουν να βρεθούν στη φυλακή για σωφρονισμό.

Η τελευταία περίπτωση αφορά τον ισχυρό άνδρα του γιγαντιαίου hedge fund SAC Capital Advisors LP, τον Στίβεν Κοέν. Από το 1992 που ίδρυσε την SAC ο Κοέν απέκτησε τεράστια πλούτη και φήμη. Η εταιρεία του διαχειρίζεται περί τα 15 δισ. δολάρια, ενώ η βρετανική «Ιντιπέντεντ» έγραψε ότι η αξία της συλλογής έργων τέχνης του ηλικίας 57 ετών αμερικανού μάνατζερ φθάνει στο 1 δισ. δολάρια.

Ωστόσο… sic transit gloria mundi, που έλεγαν και οι Ρωμαίοι. Οι ημέρες δόξας του Κοέν και της εταιρείας φαίνεται ότι τελειώνουν, αφού την περασμένη εβδομάδα οι αμερικανικές εισαγγελικές Αρχές κατηγόρησαν την SAC για τη δημιουργία ενός «σχήματος λειτουργίας που επί μία δεκαετία στηριζόταν στην εσωτερική πληροφόρηση με τρόπο ουσιαστικό, διαβρωτικό και σε έκταση δίχως προηγούμενο». Προ μηνών το hedge fund του Κοέν είχε καταβάλει πρόστιμο 600 εκατ. δολαρίων που του επέβαλε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς για εσωτερική πληροφόρηση. Η Επιτροπή είχε επίσης εισηγηθεί να απαγορευθεί διά βίου στον Κοέν η διαχείριση κεφαλαίων για λογαριασμό τρίτων.

Τώρα τα πράγματα είναι ακόμη πιο σοβαρά. Η κυβέρνηση επιδιώκει την κατάσχεση όλων ανεξαιρέτως των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης.

Είναι πρωτοφανείς οι κατηγορίες που διατύπωσε ο ινδικής καταγωγής νεοϋορκέζος εισαγγελέας Πριτ Μπαράρα κατά της SAC. Κατηγορεί την εταιρεία ότι με την πάροδο των ετών έχει αποκτήσει μια επιχειρηματική κουλτούρα που βασίζεται απολύτως στον χρηματισμό και στις παράνομες συναλλαγές με «πρόθυμα στελέχη» των εισηγμένων επιχειρήσεων. Την κατηγορεί, επίσης, ότι επί σειρά ετών προσλάμβανε συνεργάτες «μόνον αφού διαβεβαίωναν» τον Κοέν και τους επιτελείς του ότι η επίτευξη υψηλών αποδόσεων αποτελεί προτεραιότητα και ότι υπερτερεί του νόμου και των συναλλακτικών ηθών.

«Οι υποψήφιοι όφειλαν να πείσουν τους υπευθύνους της SAC για τις επιδόσεις τους στην εσωτερική πληροφόρηση», αναφέρει στο κατηγορητήριό του ο Πριτ Μπαράρα.

Το αποτέλεσμα ήταν η SAC να απασχολεί διαχειριστές κεφαλαίων και εν γένει εργαζομένους οι οποίοι είναι «ιδιοσυγκρασιακά διαποτισμένοι» με επενδυτικές πρακτικές που βασίζονται στην παράνομη συλλογή πληροφοριών και στον χρηματισμό. «Η εταιρεία είχε μετατραπεί σε μαγνήτη για τους απατεώνες της αγοράς», απεφάνθη ο εισαγγελέας.