«Με έχουν παρεξηγήσει», δηλώνει ο Νίκολας Κέιτζ στη βρετανική εφημερίδα «Γκάρντιαν» με αφορμή τη δημόσια εικόνα του. Παρεξηγημένος και ως ηθοποιός και ως άνθρωπος, σπεύδει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους μια για πάντα διότι μάλλον φαίνεται ότι η κατάσταση τον ενοχλεί.

«Επικρατεί η αίσθηση ότι στον κινηματογράφο μπορώ να κάνω μόνον εκκεντρικούς χαρακτήρες ή τύπους που είναι στο όριο». Κάνει μια μικρή παύση, σαν να θέλει να προσδώσει βαρύτητα στην επόμενη φράση και συνεχίζει: «Λοιπόν, αυτή η αντίληψη είναι εντελώς λανθασμένη».

Μόλις έχει πάρει φόρα: «Μια άλλη παρεξήγηση είναι ότι κάνω ταινίες μόνον για τα λεφτά. Οτι, επίσης, έχω εμμονή με ταινίες κόμικς. Α, υπάρχει και κάτι ακόμη: μια μεγάλη παρεξήγηση, η οποία πρέπει να λυθεί, είναι για το βίντεο κατά παραγγελία» (η πρόσφατη ταινία «Frozen Ground», στην οποία πρωταγωνιστεί, βγήκε σε ελάχιστους κινηματογράφους και θα είναι διαθέσιμη για ιδιωτική θέαση κατά παραγγελία, κίνηση που ελπίζει να πάψουν οι κριτικοί στο εξής να τη θεωρούν στοιχείο κινηματογραφικής αποτυχίας)…

Θέλει, επίσης, να αποβάλει από πάνω του την ταμπέλα του μανιώδους καταναλωτή που του έχουν κολλήσει, όχι όμως αδίκως. «Για ένα διάστημα στη ζωή μου κυριαρχούσαν τα τρία C: δηλαδή κάστρα, κόμικς και αυτοκίνητα (σ.σ.: Castles, Comic Books and Cars). Δεν μπορώ να αποβάλω αυτή την εικόνα από πάνω μου».

Ο Κέιτζ είχε σημαντική ακίνητη περιουσία, η οποία αποτελούνταν από κάστρα στη Γερμανία και στη Βρετανία, μία έπαυλη στη Νέα Ορλεάνη και μία στην Πολιτεία Ρόουντ Αϊλαντ, καθώς και ένα νησί στις Μπαχάμες. «Κάπου έπρεπε να επενδύσω τα χρήματα που έβγαζα», εξηγεί. «Πίστευα ότι η αγορά ακινήτων και γης είναι ασφαλής επένδυση, εν αντιθέσει με τις μετοχές ή τις τραπεζικές καταθέσεις που δεν τις εμπιστεύομαι».

Σήμερα όλα αυτά τα ακίνητα δεν υπάρχουν, έχει πουλήσει τα περισσότερα, χάνοντας στις περισσότερες περιπτώσεις χρήματα, και πλέον κάνει μια σεμνή και χωρίς προκλήσεις ζωή. «Εχω μόνον ένα μικρό –αληθινά μικρό –εξοχικό στο Σόμερσετ, κοντά στο Γκλάστονμπερι, το οποίο μου αρέσει. Το απολαμβάνω».

Τον θυμώνει, λέει, η εύκολη κριτική κάποιων ανθρώπων που του καταλογίζουν ότι κάνει οποιαδήποτε δουλειά για να ξεπληρώσει τα χρέη του και υποστηρίζει ότι είναι από εκείνους που πιστεύουν στη δουλειά.

Θέλει, επίσης, να ανατρέψει την αντίληψη ότι επιλέγει να παίζει σε εμπορικές ταινίες και σε ταινίες δράσης. «Οταν επέλεξα να παίξω στο «Φιλί του βρικόλακα» το έκανα διότι θέλω ακόμη να ζω τα πανκ – ροκ όνειρά μου. Δεν με ενδιαφέρει να παίζω σε γλυκανάλατες κομεντί, όπως το «Κάτω από τη λάμψη του φεγγαριού»».