Εγώ εγεννήθηκα στα Αλάτσατα. Από τον Τσεσμέ επήγαμε στη Σούδα! Σε μια αποθήκη. Ητανε χιλιάδες! Επήγαμε μετά στο Ηράκλειο, αλλά ήτανε κι εκεί χιλιάδες κόσμος. Πού να σταθούνε! Χιλιάδες χάμω. Πεθαμένοι, ζωντανοί, πεινασμένοι, κουρελιασμένοι. Και μας έφεραν εδώ με το καράβι. Σαν εμπήκαμε μέσα στο καράβι, πεινούσε ο κόσμος και εφέρνανε κουραμάνες κι ήτανε μουχλιασμένες και δεν τσι τρώγανε».

Ετσι περιγράφει τις ώρες της προσφυγιάς η ξεριζωμένη από την πατρογονική γη τής Μικράς Ασίας Μαρία Κάργατζη-Κυρατζή και αναδεικνύεται σε μια εκ των πρωταγωνιστών της έκθεσης «Η Αττική και η Κρήτη υποδέχονται τους πρόσφυγες του ’22», που διοργανώνει το Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία σε συνεργασία με τον Πολιτιστικό Αθλητικό Οργανισμό του Δήμου Αγίου Νικολάου και τον Σύλλογο Μικρασιατών και Ποντίων Μεραμπέλου στον Αγιο Νικόλαο και την Ιεράπετρα και η οποία ξυπνά μνήμες από μια εποχή δύσκολη, εκείνη της Μικρασιατικής Καταστροφής.

«Αλλά κι εδώ (σ.σ. Αγιος Νικόλαος) δεν είχε τίποτα. Διακόσια σπίτια. Γαϊδάροι, γουρούνια, κότες! Κι εδώ ήρθανε πολλοί, μα εφύγανε. Ηρθανε και φύγανε γιατί δεν ημπορούσανε να ζήσουνε.

Τότε κι οι άνθρωποι εδώ φορούσανε στιβάνια τρυπημένα. Υφαίνανε, εθερίζανε, αλωνεύγανε. Και κόβανε ένα γομαράκι ξύλα, χόρτα και τα φέρνανε εδώ, αλλά πού να τα πουλήσουνε που δεν είχενε ανθρώπους. Εκάνανε μια επιτροπή και δηλώναμε τι είχε ι καθένας κι εμοιράσανε.

Μετά η μάνα μου ήρθενε πάλι στον Αγιο Νικόλαο μαζί με τη θεία μου, την Παρασκευούλα, του Μάπα. Μια νοικοκερά! Αυτή μετά εδούλευε στη Νομαρχία καθαρίστρια και πήγαινε και στα σπίτια και καθάριζε. Στα σπίτια δούλευε κι η μάνα μου η κακομοίρα όλη μέρα. Αφού, οντέν επόθανε δεν είχε νύχια και το πλύσιμο και το άσπρισμα. Εδούλεψε σκληρά. Σκληρά, Σκληρά….Ε, μετά μεγαλώσαμε!», έλεγε η πρόσφυγας Μαρία Κάργατζη-Κυρατζή στη Μαρία Σωρού που έχει καταγράψει τη μαρτυρία στο βιβλίο της «Πρόσφυγες στο Μεραμπέλο (1914-1940)».

Οι πρώτες δύσκολες ημέρες της νέας ζωής των προσφύγων, η καινούργια καθημερινότητά τους και η προσπάθειά τους για αποκατάσταση είναι μερικά μόνο από τα θέματα που επιχειρεί να εξετάσει η έκθεση –συνέχεια εκείνης που είχε πραγματοποιήσει το Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων το 2006 στην Αθήνα με άξονα την υποδοχή των προσφύγων στην Αττική –την οποία επιμελούνται οι Αννα Ενεπεκίδου, Πόπη Τζωρτζάτου και Γιώργος Σταθακόπουλος από το τμήμα εκθέσεων του Ιδρύματος της Βουλής.

Και για να το πετύχει αυτό επιστρατεύει το πολιτικό και ιστορικό πλαίσιο της εποχής, φωτίζει πορτρέτα προσφύγων και προσωπικές ιστορίες προσφυγιάς αλλά και ένταξης στις τοπικές κοινωνίες της Κρήτης μέσα από έγγραφα, φωτογραφίες και χάρτες –υλικό που προέρχεται από πλήθος φορέων της Κρήτης, όπως οι προσφυγικοί σύλλογοι και οι Δημοτικές Βιβλιοθήκες Χανίων, Λασιθίου, Ρεθύμνου και Ηρακλείου, το Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, ιδιωτικές συλλογές προσφύγων, απογόνων προσφύγων και μελετητών, αλλά και της Αθήνας όπως το Μουσείο-Αρχείο ΕΡΤ, το υπουργείο Εξωτερικών, το Μουσείο Μπενάκη, το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, η ΧΕΝ, το Λύκειο Ελληνίδων και η Εστία Νέας Σμύρνης.

Υλικό που ανασυνθέτει την εικόνα της νέας πραγματικότητας που διαμορφώθηκε στην Κρήτη με την άφιξη των προσφύγων του ’22 και αποτυπώνει τη δυναμική της μικρασιατικής παρουσίας στην κρητική κοινωνία.

Κι αν η Αττική υποδέχθηκε μεγάλο μέρος των προσφύγων –υπολογίζεται πως το 25% των προσφύγων, περί τα 276.000 άτομα, εγκαταστάθηκε στα αστικά της κέντρα και τις γύρω περιοχές, με την Αθήνα να αυξάνει τον πληθυσμό της κατά 72% και ο Πειραιάς κατά 88% -, στην Κρήτη σύμφωνα με απογραφή του 1923 καταγράφηκαν 28.821 πρόσφυγες.

«Κατά την απογραφή πληθυσμού του 1928, στην Κρήτη βρίσκονταν 33.900 πρόσφυγες, το 70% των οποίων εγκαταστάθηκε στις τρεις μεγάλες πόλεις κι ένα μεγάλο μέρος από αυτούς πήραν γεωργικούς κλήρους στα περίχωρα», επισημαίνει ο ιστορικός Νίκος Ανδριώτης, ο οποίος έχει την επιστημονική επιμέλεια της έκθεσης.

Ολοι τούτοι οι ξεριζωμένοι, όμως, δεν έφτασαν στο νησί μόνο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, εξηγεί ο μελετητής. «Οι πρώτοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και τα Δωδεκάνησα κατέφυγαν στην Κρήτη κατά τη διάρκεια των πρώτων διωγμών τη δεκαετία του 1910. Αρκετοί από αυτούς παρέμειναν στο νησί και δεν παλιννόστησαν μετά το 1919», ενώ οι μουσουλμάνοι που αναχώρησαν για την Τουρκία κατά τα έτη 1923 και 1924 έφτασαν τις 23.000.