Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τζορτζ Πελεκάνος βάζει σε μυθιστόρημά του έναν ήρωα Ελληνοαμερικανό. Εχουν προηγηθεί ο ντετέκτιβ των πρώτων βιβλίων του Νικ Στέφανος και ο Ντιμίτρι Καράς, πρωταγωνιστής στον «Βασιλιά του πεζοδρομίου».

Ωστόσο ειδικά ο Σπύρο Λούκας είναι φορτωμένος με πολλές παράξενες οικογενειακές «αποσκευές».

Προέρχεται από μια οικογένεια καθόλου συνηθισμένη, «ένα αλλόκοτο τσούρμο για τους άλλους, αλλά απόλυτα φυσιολογικό για τους ίδιους –δύο ελληνοαμερικανοί ενήλικοι, δύο μαύρα παιδιά, δύο λευκά παιδιά και κάμποσα κιτρινωπά σκυλιά».

Ο Σπύρο είναι υιοθετημένος γιος του Ευάγγελου Βαν και της Ελένης Λούκας, όπως και τα άλλα δύο, μαύρα, αδέλφια του: «Στη φωτογραφία πάνω από το τούβλινο τζάκι υπήρχαν φωτογραφίες της μεγάλης διασκορπισμένης οικογένειάς τους: η Αϊρίν, δικηγόρος τώρα πια στο Σαν Φρανσίσκο, το μεγαλύτερο παιδί των Λούκας και το μόνο βιολογικό τέκνο τους, απόμακρο γεωγραφικά και συναισθηματικά· ο Ντιμίτριους, εδώ και χρόνια εθισμένος στα ναρκωτικά και στις κλοπές, που μπαινόβγαινε στις φυλακές, έπαιρνε τηλέφωνο τη μητέρα του μόνο όταν χρειαζόταν λεφτά, τώρα χαμένος στον άνεμο, σε άγνωστη τοποθεσία· και ο Λίο με τον Σπύρο, τα δύο παιδιά που είχαν παραμείνει κοντά στην οικογένεια».

Ο Σπύρο διατηρεί στενές σχέσεις μόνο με τον Λίο, τον κατά ένα χρόνο μεγαλύτερο αδελφό του, που διδάσκει φιλολογικά στο Λύκειο Καρντόζο. «Λεωνίδα τον έλεγαν, όλοι όμως τον φώναζαν Λίο με εξαίρεση τη μητέρα του όποτε ήθελε να το παίξει αυστηρή μαζί του.

Ο Λίο είχε βαφτιστεί με το όνομα Νάιτζελ, όμως ο Βαν και η Ελένη Λούκας το είχαν αλλάξει, όπως ακριβώς είχαν αλλάξει το όνομα του Σον σε Σπύρο».

Τα δύο αδέλφια χρησιμοποιούσαν «ένα μείγμα ελληνικών και αγγλικών όταν ήταν σπίτι. Για να ευχαριστήσουν τη μητέρα τους. Ούτε ο Σπύρο ούτε ο Λίο είχαν ελληνική καταγωγή, παρ’ όλα αυτά, σχεδόν προκλητικά, θεωρούσαν ότι ήταν επίτιμοι Ελληνες. Και οι δύο ήταν ορθόδοξοι χριστιανοί, μεγαλωμένοι με την εκκλησιαστική παράδοση».

Ο Σπύρο φοράει στον λαιμό του σταυρουδάκι και ματάκι από μπλε γυαλί και ασήμι, ξέρει απέξω το «Πιστεύω» και το «Πάτερ Ημών».

Τις Κυριακές πηγαίνει «στην άλλη άκρη της πόλης, στην Αγία Σοφία, τον ελληνορθόδοξο καθεδρικό στη γωνία 36ης και Μασατσούσετς».

Τρώει με τη φίλη του στο «Μουράγιο» (ένα ελληνικό εστιατόριο στη δυτική πλευρά της Λεωφόρου Κονέτικατ, πάνω από το Ντιπόν Σερκλ) «μαριναρισμένες αντσούγες, ψητό χταποδάκι με φάβα, χαλούμι πασπαλισμένο με σουσάμι και σταφύλια και μια σαλάτα του βοσκού, με πολλές ντομάτες, φέτα, πιπεριές και κόκκινα κρεμμύδια, σουτζουκάκια με ρύζι και μοιράζονται ένα μπουκάλι Μπουτάρη ερυθρό, ελαφρά δροσερό».

Οπως συμβαίνει σε όλα τα βιβλία του, έτσι και στην «Προμήθεια» ο Τζορτζ Πελεκάνος δανείζει στους ήρωές του πολλά δικά του αυτοβιογραφικά στοιχεία. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν το γεγονός ότι ο δεύτερης γενιάς ελληνοαμερικανός συγγραφέας είναι ένας οικογενειάρχης με τρία έγχρωμα υιοθετημένα παιδιά στα οποία έχει δώσει ελληνική ανατροφή.

Ο Πελεκάνος και η σύζυγός του Εμιλι έχουν δύο γιους από τη Βραζιλία, τον Νίκολας και τον Πέτρο, 22 και 20 ετών αντίστοιχα, και μία κόρη από τη Γουατεμάλα, τη δεκαεξάχρονη Ρόζα.

Κάθε Κυριακή η οικογένεια εκκλησιάζεται στον ελληνορθόδοξο Ναό της Αγίας Σοφίας όπου βαφτίστηκε ο Πελεκάνος και ήταν κάποτε παπαδάκι, όπως αργότερα οι δύο γιοι του που νιώθουν Ελληνοαμερικανοί αν και δεν έχουν ελληνικό αίμα.