Τα τελευταία στατιστικά για την αγορά εργασίας των Ηνωμένων Πολιτειών σκόρπισαν αισιοδοξία στην κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα και στις διεθνείς χρηματαγορές. Το τρίμηνο Απριλίου – Ιουνίου δημιουργήθηκαν σχεδόν 590.000 νέες θέσεις εργασίας.

Βέβαια οι επενδυτές, οι αναλυτές και οι κάθε είδους ειδήμονες περί τα χρηματοοικονομικά θα όφειλαν να κάνουν λίγη αυτοκριτική (τουλάχιστον) για την αδυναμία τους να προβλέψουν σωστά την αύξηση των θέσεων εργασίας, η οποία ξεπέρασε τις μετριοπαθείς εκτιμήσεις τους. Εν μέσω κλίματος ευφορίας η αρθρογράφος των «Νιου Γιορκ Τάιμς» Κάθριν Ράμπελ κάνει κάποιες δυσάρεστες πλην σημαντικές επισημάνσεις.

Εγραφε λοιπόν την περασμένη Παρασκευή ότι οι Αμερικανοί που βρίσκονται στην ανεργία αντιμετωπίζουν όλο και μεγαλύτερη δυσκολία να βρουν δουλειά.

Το συμπέρασμα είναι κάθε άλλο παρά αυθαίρετο, καθώς βασίζεται στην αύξηση του διαστήματος που μεσολαβεί ανάμεσα στην απόλυση και την πρόσληψη σε νέο εργοδότη.

Ακόμη πιο δυσάρεστο είναι το ότι μοιάζει πλέον πιθανότερο για έναν άνεργο να εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια επανένταξης στην αγορά εργασίας παρά να βρει καινούργια δουλειά. Αυτή βέβαια είναι μία τάση που καταγράφεται σταθερά τα τελευταία χρόνια, μετά την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς και τη συνακόλουθη ύφεση.

Το γεγονός ότι παρά την οικονομική ανάκαμψη το πρόβλημα αυτό παραμένει άλυτο, μαρτυρά μια αδυναμία της αμερικανικής οικονομίας που τείνει να εξελιχθεί σε δομική.

Πώς όμως να καταπολεμηθεί το φαινόμενο όταν από τον περασμένο Μάρτιο έχουν ξεκινήσει οι περικοπές δημοσιονομικών δαπανών και οι «εθελούσιες» αποχωρήσεις δημοσίων υπαλλήλων έχουν φτάσει ήδη τις 40.000ς; διερωτάται η αμερικανίδα δημοσιογράφος.