Μολονότι ο ίδιος αποκαλούσε απλώς «σημειώματα» αυτές τις εβδομαδιαίες παρουσίες, είναι βέβαιο ότι η επιφυλλιδογραφία, με την αυτοπειθαρχία και τη νοηματική πύκνωση που απαιτούσε, συνέβαλε στη διαμόρφωση της συγγραφικής του ταυτότητας και στην προώθηση των ειδικότερων γραμματολογικών ενδιαφερόντων του. Aλλωστε, το γεγονός ότι έστερξε προς το τέλος του βίου του να σχεδιάσει τη σειρά των Συμμίκτων που θα φιλοξενούσαν μέρος αυτού του συγγραφικού όγκου, αποδεικνύει ότι κάθε άλλο παρά πάρεργα κείμενα τα θεωρούσε· αντίθετα, από πολύ νωρίς τα εντάσσει στον προγραμματισμό του χρόνου του και στη στρατηγική των κινήσεών του. Στις ελάχιστες αλλά μεστές συνεντεύξεις του πάντα αναφέρεται στις επιφυλλίδες και εξηγεί τι τον οδήγησε στη σταθερή εβδομαδιαία συχνότητα. Ο Δημαράς πιστεύει στον παιδευτικό ρόλο της εφημερίδας και υπηρετεί συνειδητά την «υψηλή εκλαΐκευση», τη μεθοδική κατάρτιση ενός προγράμματος επιμόρφωσης, διαφωτισμού του κοινωνικού συνόλου με στόχο την κατάκτηση της αυτογνωσίας και της ιστορικής συνείδησης. Ακάματος και συνεπής επιφυλλιδογράφος, σταθερός επί χρόνια στις συναντήσεις του με τον αναγνώστη, τίμησε όσο λίγοι τη βραχύλογη αυτή γραφή που προϋποθέτει εγρήγορση, ενημερότητα, αφηγηματική χάρη και πειθώ, διακριτική τήρηση σαφών προσωπικών αρχών δίχως να προβάλλει αμέτρως το «μισητό εγώ».

Η παρούσα δίτομη έκδοση των Συμμίκτων, Δ’ έρχεται να συμπληρώσει τα καβαφολογικά Σύμμικτα, Γ’ (1992), επιμελημένα από τον Γ. Π. Σαββίδη και τα Σύμμικτα, Α’. Από την παιδεία στη λογοτεχνία (2000), που επιμελήθηκε ο Αλέξης Πολίτης. Ο γενικός υπέρτιτλος τούτων των επιφυλλίδων (Λόγια περί μεθόδου) κρατά κάτι από την ανάλαφρη ειρωνεία που διάνθιζε το ύφος του Δημαρά, προφορικό και γραπτό. Παράφραση του πασίγνωστου καρτεσιανού πονήματος, η επιλογή πληθυντικού και η δημοτικοφανής εκδοχή (όχι λόγοι, αλλά λόγια, κουβέντες, οιονεί έπεα πτερόεντα, εφήμερα, πλάσματα της μιας ημέρας, όπως θεωρούνται τα κείμενα της εφημερίδας) δηλώνει μετριοφρόνως τον δοκιμαστικό χαρακτήρα αυτών των προτάσεων. Σε πρώτο επίπεδο· γιατί ο Δημαράς πάντα κρατά κι ένα δεύτερο –και ο νοών νοείτω. Ο συγγραφέας συνδηλώνει, λοιπόν, ότι δεν πρόκειται να επιδοθεί σε βαρύγδουπες αναλύσεις και σχολαστικούς συλλογισμούς, θα πλαισιώνει τις σκέψεις του με απλά λόγια, οικείο ύφος, αλλά αυτό θα γίνεται μεθοδικά, με σύστημα, με κανόνες, όπως το απαιτεί κάθε σοβαρή προπόνηση. Το πρόγραμμα της εφημεριδογραφίας, λοιπόν, δεν απέχει από το γενικότερο δημαρικό ερευνητικό πρόγραμμα· εντάσσεται οργανικά σε αυτό, διαπνέεται από την ίδια πειθαρχία και αυστηρότητα, όσο και αν ενδύεται το σχήμα της άμεσης επικαιρότητας, του παρεμπίπτοντος.

Συνολικά, τα κείμενα που φιλοξενούν οι δύο τόμοι είναι 301. Ο πρώτος καλύπτει περίπου μια τριακονταετία (1931-1963) και ο δεύτερος μια εικοσιπενταετία (1964-1989). Ο βασικός κορμός αποτελείται από την επιφυλλιδογραφία του Βήματος, πλην ορισμένων πρώιμων επιφυλλίδων της Πολιτείας (1931-1933) ή μικρών δημοσιευμάτων στον περιοδικό Τύπο (Νέα Εστία, Εποχές). Η ροή είναι χρονολογική, μολονότι ο συγγραφέας θα προτιμούσε μάλλον τη θεματική ομαδοποίηση των κειμένων. Ο Φίλιππος Ηλιού, επιφορτισμένος με την επιλογή και επεξεργασία των δημοσιευμάτων, δεν πρόλαβε να τα κατατάξει σε συγγενείς ενότητες –και η Πόπη Πολέμη, αδυνατώντας να αποκαταστήσει την ταξινομική λογική του αφενός, θέλοντας αφετέρου να αποφύγει τη μεγάλη κατάτμηση στην οποία θα οδηγούσε η πολυθεματικότητα του υλικού, προέκρινε την ημερολογιακή παράθεση. Αυτό, τελικά, λειτουργεί και ως πλεονέκτημα για τον αναγνώστη καθώς έτσι μπορεί ασφαλέστερα και εναργέστερα να ιχνηλατήσει την πνευματική πορεία του Δημαρά και να παρακολουθήσει την κρυστάλλωση (αλλά και τη μεταβολή) των απόψεών του εν χρόνω.

Είναι σαφές, λόγου χάριν, ότι ο ιδανισμός, ο ευσεβισμός ή ο αισθητισμός των πρώτων χρόνων, ας πούμε χονδρικά των προπολεμικών, αφανίζονται βαθμηδόν· οι προδιαγραφές αλλάζουν, μετασχηματίζονται σε κριτικό ορθολογισμό, ελευθεροφροσύνη, αγνωστικισμό. Ο ιδεολογικός αναπροσανατολισμός συντελείται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 και πυκνώνει ιδιαίτερα στα χρόνια της Κατοχής και της Απελευθέρωσης, με πρώτη ορατή συνέπεια τη μεταστροφή από την αισθητική στην ιστορία της λογοτεχνίας, ακριβέστερα στην ιστορία της παιδείας. Στη διαδοχή των επιφυλλίδων διαμορφώνονται νέες ζητήσεις, ακονίζονται άλλες μεθοδεύσεις επίλυσης των προβλημάτων, εντοπίζονται βλαβερές συνήθειες (η ασάφεια και ο αυτοσχεδιασμός, η ρητορεία, ο ερασιτεχνισμός της νεοελληνικής λογιοσύνης), προτείνονται δραστικές θεραπείες.

Επανερχόμενα μοτίβα στις επιφυλλίδες ξετυλίγουν ένα ολόκληρο παρεμβατικό πρόγραμμα: το πρόβλημα των βιβλιοθηκών και της επείγουσας οργάνωσής τους· η μετάφραση ως γεφύρωση με άλλους πολιτισμούς, η γνωριμία με τους λογίους και την ιστορία της Τουρκοκρατίας· η πάταξη της «αστυνομικής κριτικής»· η λειτουργία των νεολογισμών· ο «συγκριτισμός», οι κίνδυνοι της αυτοπεψίας και της εθνικής αυτάρκειας· η επιστολογραφία· η αντιπαράθεση Ανατολής και Δύσης· η στηλίτευση του «μικρού», της μικρής διάρκειας, του μικροαστισμού, της μικρολογίας. Αυτά περίπου είναι τα εβδομαδιαία ερεθίσματα του αναγνώστη που καλείται να παρακολουθήσει τις προτάσεις του Lucien Febvre, να αμφισβητήσει τον μύθο του «κρυφού σχολειού, να εθιστεί στις «άγονες», περιττές αναγνώσεις, να μη διαβάζει δηλαδή μόνο «χρησιμοθηρικά».