Σ’ ένα από τα πρώτα βιβλία του (1987), ο Ιαν ΜακΓιούαν μπαίνει στα χωράφια της κβαντικής φυσικής προκειμένου να διαχειριστεί τον πόνο από την απώλεια ενός παιδιού, τη διάλυση του γάμου, την ανάδυση των παράλληλων πραγματικοτήτων της μνήμης. Αυτά, σε μια δυστοπική Αγγλία του τέλους του αιώνα, όπου ο θρίαμβος του θατσερισμού δεν αποτρέπει την πρωθυπουργό από το να ερωτευθεί παλιμπαιδίζοντα υφυπουργό της

Δύσκολο θέμα για έναν μυθιστοριογράφο. Καταθλιπτικό, από χέρι. Η απώλεια ενός παιδιού εμπεριέχει από μόνη της όλο τον παραλογισμό της ύπαρξης. Το πράγμα γίνεται χειρότερο στη σημερινή ευρωπαϊκή οικογένεια του ενός, άντε δύο απογόνων, και ακόμη πιο δύσκολο όταν δεν πρόκειται για τον θάνατο, αλλά για την απώλεια, ας πούμε, της κόρης σου. Τότε δεν έχεις καν την δυνατότητα επιλογής της αυτοκτονίας, αφού υπάρχει πάντα η ελπίδα ότι το παιδί μπορεί να αποδειχθεί ζωντανό. Αρα, μετεωρίζεσαι εσαεί μεταξύ αποδοχής του γεγονότος και ελπίδας ότι ίσως κάποια μέρα γίνει το θαύμα.

Ο Στίβεν Λιούις, επιτυχημένος συγγραφέας παιδικών βιβλίων, και η σύζυγός του Τζούλι, μουσικός, βρίσκονται λοιπόν αντιμέτωποι με την άμετρη σκληρότητα της μοίρας τη στιγμή που όλα δείχνουν να βαίνουν καλώς στη ζωή τους. Η τρίχρονη κόρη τους διαφεύγει από την προσοχή του Στίβεν ένα πρωί στο ταμείο του σουπερμάρκετ και από κει και πέρα όλα ανατρέπονται. Η απεγνωσμένη αναζήτηση της μικρής, η παράδοση στην κατάθλιψη, η καταστροφή της οικογενειακής εστίας, η καταφυγή της Τζούλι σ’ ένα ίδρυμα και η αποτυχημένη προσπάθεια επανασυγκόλλησης της σχέσης τους δίνονται με διαρκείς αναδρομές κατά τις ώρες της ανίας στο υπουργείο Παιδείας, όταν ο Στίβεν συμμετέχει σε μια από τις επιτροπές σοφών που έχουν συσταθεί από την πρωθυπουργό προκειμένου να προτείνουν βελτιώσεις του εκπαιδευτικού συστήματος προς συντηρητικότερη κατεύθυνση.

Στο συγχυσμένο μυαλό του ήρωά μας το παρόν συμπλέκεται με το παρελθόν, οι μνήμες με τις προσδοκίες, ο χρόνος με τη βιωμένη ιστορία, επεισόδια της ζωής του με παράλληλες πραγματικότητες που γίνονται αυθύπαρκτες. Σε μια περίσταση, όταν ο Στίβεν επισκέπτεται την Τζούλι στην αγροικία όπου έχει αποσυρθεί, βιώνει την παράξενη εμπειρία μιας σκηνής σε ένα οικείο τοπίο, μια γνώριμη παμπ, όπου ένα ζευγάρι αποδεικνύεται πως είναι οι γονείς του πριν ακόμη παντρευτούν, λίγο μετά τον πόλεμο, όταν, όπως αποδεικνύεται αργότερα, συζητούσαν το εάν η εγκυμονούσα μητέρα του θα κρατούσε το παιδί –δηλαδή τον ίδιον. Σε μια άλλη περίσταση, ο Στίβεν επισκέπτεται τον φίλο και μέντορά του, πρώην εκδότη και ανερχόμενο αστέρα της πολιτικής, που τα έχει παρατήσει όλα προκειμένου να αποσυρθεί στην εξοχή με την γυναίκα του Θέλμα, θεωρητικό φυσικό. Εκεί θα διαπιστώσει ότι ο φίλος του έχει απορρίψει τον απαιτητικό κόσμο των ενηλίκων και συμπεριφέρεται σαν παιδί, που παίζει στο δάσος, πίνει το γάλα του και κοιμάται στις εννιά, διασχίζοντας τις άπειρες διαστάσεις του χρόνου προς την μοναδική κατεύθυνση που τον ανακουφίζει.

Η Θέλμα εξηγεί την παραδοξότητα του ζητήματος του χρόνου εγκαίρως μέσα στην αφήγηση και ο ΜακΓιούαν δράττεται της ευκαιρίας να καταφύγει στις φυσικές επιστήμες, κάτι που θα επαναλάβει αργότερα με εντυπωσιακή επάρκεια στα ώριμα έργα του, καταδυόμενος λ.χ. στο άβατο της ιατρικής και της νευροφυσιολογίας στο «Σάββατο» και στις περιβαλλοντικές επιστήμες στο «Σόλαρ». Εδώ η φυσικός Θέλμα λέει: «Αυτοί που αποτιμούν τον κόσμο δεν μπορούν πλέον να κρατάνε αποστάσεις, πρέπει να αποτιμήσουν και τον εαυτό τους. Υλη, χρόνος, χώρος, δυνάμεις –όλα όμορφες και περίπλοκες ψευδαισθήσεις στις οποίες πρέπει τώρα να συμμετάσχουμε κι εμείς… Ο Σαίξπηρ θα ‘πρεπε να ‘χει συλλάβει τη λειτουργία των κυμάτων, ο Ντον να ‘χε κατανοήσει την αλληλουχία και τη σχετικότητα του χρόνου». Και παρακάτω: «Εσείς, οι «άνθρωποι της τέχνης» όχι μόνο αγνοείτε αυτά τα θαυμάσια πράγματα, επαίρεστε από πάνω που δεν ξέρετε τίποτα… Νομίζετε πως μια τοπική, παροδική μόδα όπως ο μοντερνισμός –ο μοντερνισμός! –είναι το πνευματικό επίτευγμα της εποχής μας. Αξιολύπητοι!».

Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, ο Ιαν ΜακΓιούαν δράττεται της ευκαιρίας της απώλειας ενός παιδιού αλλά και της τάσης των ηρώων του να βρουν καταφύγιο στην παιδική ηλικία προκειμένου να διατυπώσει ένα πρόγραμμα δουλειάς στο οποίο θα μείνει πιστός στη συνέχεια. Η τέχνη, μας ψιθυρίζει, δεν έχει και πολύ νόημα αν αγνοείς τις επιστημονικές θεωρίες, τις αλλεπάλληλες ρήξεις στους ποικίλους τομείς της γνώσης και τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις. Ο συγγραφέας οφείλει να σκύβει με σεβασμό και ταπεινότητα μπρος στα όσα θαυμαστά ξετυλίγονται μπροστά στα μάτια του. Η αντικειμενικότητα δεν έχει νόημα, και ο παρατηρητής αναγκαστικά συντήκεται με το αντικείμενο της παρατήρησης –κατά την κβαντική θεωρία το τροποποιεί απλώς και μόνον παρατηρώντας το. Οπως εξηγεί και πάλι η Θέλμα στον Στίβεν, χρόνος και χώρος δεν είναι διαχωρίσιμες κατηγορίες αλλά εκφάνσεις η μία της άλλης, όπως ύλη και ενέργεια, κίνηση και χρόνος. Ή για να θυμηθούμε την εκλαϊκευμένη εκδοχή της Αρχής της Απροσδιοριστίας του Χάιζεμπεργκ, όσο περισσότερα ξέρεις για τη θέση ενός αντικειμένου τόσο λιγότερα ξέρεις για την ταχύτητα με την οποία κινείται –και βεβαίως το αντίστροφο.