Το κορυφαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ, ένας εκ των τεσσάρων του περίφημου μυστικού δείπνου που έγινε στις 13 Νοεμβρίου 1994 στην οικία της Βάσως Παπανδρέου, εκείνη τη νύχτα που συμφωνήθηκε η προώθηση του Κώστα Σημίτη ως διαδόχου του Ανδρέα Παπανδρέου, ο Παρασκευάς Αυγερινός καταγράφει με εντυπωσιακές λεπτομέρειες την προσωπική του σχέση με τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. Μιλάει χωρίς περιστροφές για τις διακυμάνσεις της, γιατη στιγμή που αυτές διερράγησαν με αφορμή το νομοσχέδιο για το ΕΣΥ, όπως επίσης και για την κατάθλιψη από την οποία έπασχε ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ.

Το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου φέρει τον τίτλο «Επτά χρόνια χωρίς πυξίδα». Η ιστορία του Αυγερινού ξεκινά από την 3η Σεπτέμβρη του ’74, όταν ο Ανδρέας ανακοίνωσε την ίδρυση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος (ΠΑΣΟΚ). «Εμοιαζε περισσότερο με κοινωνική συμμαχία φτωχών στρωμάτων και των ανθρώπων που ενδιαφέρονταν για τα ανθρώπινα δικαιώματα» αναφέρει ο συγγραφέας, με την επισήμανση ότι «την ενότητα εξασφάλιζε η κοινή αναφορά στον Αντρέα, ο οποίος δεν επέτρεψε ποτέ να δοθεί στο ΠΑΣΟΚ συγκεκριμένη ιδεολογική ταμπέλα, τη δε διαφορετικότητα την κάλυπτε ο όρος «Κίνημα»».

Εκείνη την περίοδο το ΠΑΣΟΚ προτιμούσε την πολιτική απομόνωση και ένιωθε πιο κοντά στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. «Αρνιόταν να αναπτύξει σχέσεις με το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) το οποίο χαρακτήριζε συντηρητικό, απέρριπτε την ΕΟΚ, κατάγγειλε την επανένταξη της χώρας μας στο ΝΑΤΟ. (…) Ακόμη και τη Σοσιαλιστική Διεθνή, ο Ανδρέας τη χαρακτήριζε ως «σφηκοφωλιά του ψυχρού πολέμου»».

Ο Παρασκευάς Αυγερινός δεν παραλείπει όμως να αναφερθεί στην «προοδευτική διαφοροποίηση της θέσης μας για την ΕΟΚ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε την δύναμη να προσαρμόσει τις θέσεις του. (…) Στη Σύνοδο της ΚΕ του ΠΑΣΟΚ, νομίζω το 1984, αναφερόμενος στις σχέσεις μας με την ΕΟΚ επισημοποίησε την αλλαγή της θέσης μας με λίγες λέξεις λέγοντας: «Δεν χρεωνόμαστε την ένταξη, χρεωνόμαστε όμως την παραμονή, άλλωστε η αποχώρηση έχει πολύ μεγάλο κόστος». Αυτά και μόνον αυτά είπε, χωρίς στη συνέχεια να επιτρέψει να ακολουθήσει επ’ αυτού συζήτηση».

Η πορεία προς την εξουσία δεν ήταν ανέφελη. Τους πρώτους μήνες του ’75 αναδείχθηκαν οι αντιθέσεις με τα στελέχη της Δημοκρατικής Αμυνας που οδήγησαν τελικώς σε διάσπαση, στο προσυνέδριο του Μαρτίου της ίδιας χρονιάς. «Ο Ανδρέας δεν επρόκειτο ποτέ να εκχωρήσει κομμάτι της εξουσίας-ιδιοκτησίας του, δεν θα δεχόταν το ΠΑΣΟΚ που ίδρυσε να εξελιχθεί σε ένα ομοσπονδιακό πολιτικό μόρφωμα. Ηθελε και του ανήκε να ορίζει το παιχνίδι χωρίς συνιδιοκτήτες»

Είχαν προηγηθεί οι εκλογές του Νοεμβρίου του ’74 που προκάλεσαν απογοήτευση. Ποσοστό 13,5% και μόλις 13 έδρες. Ομως ο Ανδρέας βρήκε το κουράγιο να πει τότε: «Αυτό ήταν, ξεκινάμε από την αρχή». Στις εκλογές του ’77 το ΠΑΣΟΚ διπλασίασε το ποσοστό του με το 25,34% και 93 βουλευτές και πέρασε στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Το ίδιο βράδυ στη Μεγάλη Βρεταννία ο Ανδρέας δήλωσε: «Φτάσαμε στην πόρτα της εξουσίας, η επόμενη φορά θα είναι δικιά μας. Θα είμαστε κυβέρνηση».

Ομως ο συγγραφέας θεωρεί ότι το ΠΑΣΟΚ βαδίζοντας προς την εξουσία έκανε ένα μοιραίο λάθος αποδεχόμενο την ένταξη σε αυτό στελεχών της Ενωσης Κέντρου.

«Το ΠΑΣΟΚ φτάνοντας στην πόρτα της εξουσίας, αντί να αναβαπτιστεί στις αρχές που το γέννησαν προτίμησε να επιστρέψει στο παρελθόν. (…) Επικράτησε η λαθεμένη αντίληψη, ή μάλλον μας επέβαλαν να δεχτούμε τη βλακώδη άποψη, να πάρουμε, λέει, το 10% που είχε η Ενωση Κέντρου στις εκλογές του ’77, δεχτήκαμε δηλαδή ότι εκείνο το ποσοστό ήταν προσωπική πελατεία αυτών που προσχώρησαν στο ΠΑΣΟΚ και θα το μετέφεραν σε μας. (…) Είμαι βέβαιος ότι ο Ανδρέας ήθελε να δικαιώσει ιστορικά την Ενωση Κέντρου».

Για τη μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ ο Π. Αυγερινός αποδίδει σοβαρότατες ευθύνες στο κεντρώας καταγωγής και αντίληψης περιβάλλον του που προσπαθούσε να τον συγκρατήσει «να μην τρομάζει τον κόσμο, να μη διώχνουμε τους νοικοκυραίους».

Οι φορείς αυτών των αντιλήψεων έπεισαν τον Παπανδρέου «όχι μόνο να δεχτεί την υιοθεσία των ορφανών της Ενωσης Κέντρου, αλλά και να τους εξασφαλίσει βουλευτική έδρα, αποκλείοντας, όπως απαίτησαν, να μπουν στους εκλογικούς συνδυασμούς μέλη της ΚΕ, μέλη των Νομαρχιακών Επιτροπών και άλλα ικανά και επώνυμα στελέχη του ΠΑΣΟΚ». Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει σε άλλο σημείο του βιβλίου του, «δεν επιτρέψαμε ούτε στον Κώστα Σημίτη να είναι υποψήφιος στον Πειραιά, παρότι είχε ξεκινήσει τον εκλογικό αγώνα».

Μετά τις εκλογές του ’77 όλα έδειχναν ότι το ΠΑΣΟΚ καλπάζει προς την εξουσία. Ακόμη και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, σε μία προσωπική συνάντηση που είχε με τον Ανδρέα Παπανδρέου, είχε υπονοήσει ότι στις επόμενες εκλογές το ΠΑΣΟΚ επρόκειτο να αναδειχθεί πρώτη εκλογική δύναμη. Για τους περισσότερους το 1981 αποτελεί «ορόσημο» στην ιστορία του ΠΑΣΟΚ. Ο συγγραφέας όμως αντιμετωπίζει υπό άλλο πρίσμα τις εξελίξεις και θεωρεί ότι το 1981 τελείωσε το ΠΑΣΟΚ της 3ης του Σεπτέμβρη: «Το 1981 τελείωσε το κόμμα των οραμάτων, της αμφισβήτησης και της ανατροπής. (…) Περάσαμε στην κυβερνητική λογική, στη λογική της εξουσίας. Από ‘δώ και πέρα στόχος μας θα είναι να κερδίζουμε τις επόμενες εκλογές κι αυτό βέβαια θα μας υποχρεώνει σε συνεχείς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις. Προσαρμοστήκαμε στο «άσ’ το γι’ αργότερα» και στο «να μην ενοχλήσουμε», να τα ‘χουμε καλά με όλους».