Στη συνέντευξη του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τη Ζωή Λάσκαρη στη σειρά «Αταίριαστοι», πριν από περίπου δύο χρόνια, είχαμε παραχωρήσει τη θέση μας στην πρόσφατα τιμημένη με το βραβείο της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου ηθοποιό. Με την έννοια, τιμής ένεκεν προς το πρόσωπο του επίτιμου προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, να κρατήσει η ίδια τον ρόλο του δημοσιογράφου και να του κάνει τις ερωτήσεις. Το ίδιο ακριβώς επιχειρούμε και σήμερα. Βέβαια, ούτε ο Μίμης Δομάζος είναι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης ούτε ο νεαρότατος ποδοσφαιριστής της ομάδας της Καλλιθέας (που αγωνίζεται στη Β’ Εθνική) Παντελής Θεολόγου είναι η Ζωή Λάσκαρη. Φτάνει και περισσεύει όμως ο σεβασμός μιας γενιάς προς μια προγενέστερή της για να διστάζει η πιο νεαρή να συνομιλήσει ως ίσος προς ίσον και να θέλει τελικά (ακόμη κι όταν θεωρεί την προγενέστερή της γενιλα δάσκαλο) να εκφράσει τις δικές της απόψεις, αγωνίες και προβληματισμούς με τη μορφή ερωτήσεων. Τώρα όσον αφορά στον Μίμη Δομάζο, τι να πρωτοπεί κανείς; Αυτός ο γλυκύτατος άνθρωπος ενώνει με τις ποδοσφαιρικές του επιδόσεις δεκαετίες ολόκληρες στη μνήμη των Ελλήνων (και όχι μόνο των φιλάθλων) με έναν μαγικό τρόπο. Γεγονός που έκανε τον ποιητή Βαγγέλη Χρόνη να τον χαρακτηρίσει ως «τον Νίκο Κούρκουλο του ελληνικού ποδοσφαίρου» καθώς θυμήθηκε ότι ο Αστραπόγιαννος του ελληνικού κινηματογράφου είχε παίξει πριν από τον Δομάζο, για σύντομο χρονικό διάστημα, με τη φανέλα του Παναθηναϊκού!

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΥ: Κύριε Δοµάζο, είστε ένα σηµαντικό κεφάλαιο της ιστορίας του ποδοσφαίρου στη νεότερη Ελλάδα. Θα έχετε πολλά να συζητήσετε ή µάλλον να πείτε σε έναν νεότερο ποδοσφαιριστή. Το πρώτο που θα ήθελα να σας ρωτήσω είναι πώς ξεκινήσατε. Επειδή όµως αυτό µπορεί να το φανταστεί ο καθένας, ότι το πρώτο σας «σχολείο» υπήρξε σίγουρα η γειτονιά, η αλάνα, πιστεύετε ότι µπορεί το ίδιο µέλλον µε το δικό σας να έχει ένας ποδοσφαιριστής που τελειώνει σήµερα µια σχολή ποδοσφαίρου ή µια ακαδηµία;

ΜΙΜΗΣ ΔΟΜΑΖΟΣ: Εχουμε σχολές, έχουμε ακαδημίες, αλλά δεν ξέρουμε ποιοι ακριβώς είναι αυτοί που κάνουν προπόνηση. Και εγώ ήθελα να γίνω προπονητής όταν σταμάτησα το ποδόσφαιρο, δεν το έκανα όμως γιατί αναρωτιόμουν τι σχέση μπορεί να έχω με τον μπακάλη, με τον μανάβη, με τον φούρναρη που γίνονταν προπονητές γιατί έπαιρναν ένα δίπλωμα. Τι δηλαδή μπορεί να ξέρανε περισσότερο οι άνθρωποι αυτοί σε σχέση με μένα. Και ο Κρόιφ όταν ήρθε στην Ελλάδα και τον ρωτήσανε γιατί δεν έχει δίπλωμα, τους είπε το ίδιο ακριβώς πράγμα: «Αυτοί ξέρουν καλύτερα από μένα;». Δεν θέλω να πω ότι δεν υπάρχουν στις μεγάλες ομάδες καλοί προπονητές, μην κοιτάτε που δεν λέω ονόματα, χρειάζεται όμως να δώσουμε εμπιστοσύνη στους έλληνες προπονητές.

Π.Θ.: Ποιον ποδοσφαιριστή θαυµάζατε όταν µπαίνατε στον χώρο του ποδοσφαίρου;

Μ.Δ.: Εκανα τα πρώτα μου βήματα όταν ήμουν ακόμη πολύ μικρός. Μου είχε προξενήσει μεγάλη εντύπωση την εποχή εκείνη ο Μπέμπης του Ολυμπιακού. Ηταν το ίνδαλμά μου. Δεν υπήρχαν χρήματα για να πηγαίνω να τον βλέπω. Τον έβλεπα μόνο όταν έπαιζαν Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός, γιατί το σπίτι μου ήταν δίπλα στο γήπεδο του Παναθηναϊκού. Ακουγα όμως στο ραδιόφωνο και καταλάβαινα πώς συμπεριφέρεται μέσα στο γήπεδο. Ακουγα και τους φίλους μου που λέγανε έτσι κάνει ο Μπέμπης, αλλιώς κάνει ο Μπέμπης. Ηθελα να πάρω από αυτόν ό,τι είχε και δεν είχε. Και έτυχε με αυτόν τον παίκτη που θαύμαζα να παίξουμε αντίπαλοι. Βεβαίως ήταν στο τελείωμά του εκείνη την εποχή, αλλά όταν με έβαλε ο προπονητής μου, ο Μυγιάκης, να πάω να «φυλάξω» τον Μπέμπη, του είπα «μα δεν μπορώ να τον φυλάξω, είναι το ίνδαλμά μου». Εκείνος είπε αυστηρά: «Θα πας να τον φυλάξεις». Και πήγα και τον «φύλαξα». Και ήταν εκεί ο Μπέμπης, κόλλαγε η μπάλα, πήγαινα του την έπαιρνα, έκανα ό,τι έκανε κι αυτός. Και όταν τελειώσαμε κι είχαμε χάσει 1-0, έρχεται –είχε έναν σταυρό, τον έβγαλε και μου τον φόρεσε –και μου λέει: «Μικρέ, από σήμερα είσαι εσύ». Μοναδική στιγμή, δεν την ξεχνώ ποτέ.

Π.Θ.: Κύριε Δοµάζο, πιστεύετε ότι οι παλαιότεροι ποδοσφαιριστές, οι µεγάλοι, οι σπουδαίοι, αποκαλύπτουν τα µυστικά της «δουλειάς» στους νεότερους, ακόµη και όταν συµβαίνει να τους διδάσκουν, ή τα κρατάνε για τον εαυτό τους;

Μ.Δ.: Για μένα αυτά που έχει ζήσει ο παλιός παίκτης για είκοσι ολόκληρα χρόνια χρειάζεται όχι μόνο να τα λέει στα νεότερα παιδιά, αλλά να τους ανοίγει την ψυχή του και να τα βάζει μέσα. Αν δεν το κάνει αυτό, το νέο παιδί δεν πρόκειται να αγαπήσει τις θυσίες που χρειάζονται για να γίνει ποδοσφαιριστής. Οταν άρχισα το ποδόσφαιρο ήμουν δεκάξι χρονών και έπεφτα για ύπνο στις 7 το απόγευμα. Δεν έπινα, δεν έκανα τσιγάρο. Θα μου πείτε ότι δεν μου αρέσανε, ίσως γιατί αγαπούσα πολύ αυτό που έκανα. Για να πω την αλήθεια, ήθελα κάθε Κυριακή να είμαι ο νικητής. Ακόμη και στην προπόνηση δεν ήθελα να χάνω. Βέβαια, τότε, στην προπόνηση είχαμε στον Παναθηναϊκό οκτώ χιλιάδες ανθρώπους, όσους πάνε σήμερα να δουν ένα κανονικό ματς. Γέμιζε ένα πέταλο. Γιατί λοιπόν ο παλιός παίκτης να μην πει στον νεότερο τα μυστικά της «δουλειάς»; Αφού κάποια στιγμή θα τελειώσει κι αυτός. Οπως τελείωσα κι εγώ. Ημουν ο πιο μικρός και έγινα ο πιο μεγάλος.

Π.Θ.: Θα ήθελα να σας ρωτήσω για τον τελικό µε τον Αγιαξ.

Μ.Δ.: Πόσων χρονών είσαι ακριβώς, Παντελή;

Π.Θ.: Είκοσι ενός.

Μ.Δ.: Παναγιά μου, να είχα τα χρόνια σου…

Π.Θ.: Μου έχει κάνει εντύπωση ο τελικός µε τον Αγιαξ, γιατί φαίνεται πως είναι ακατόρθωτο να το επαναλάβει ελληνική οµάδα σήµερα.

Μ.Δ.: Και εμείς οι ίδιοι σήμερα πια καταλαβαίνουμε τι ακριβώς κάναμε εκείνη την εποχή. Τότε μας φαινόταν σαν παραμύθι. Μπαίναμε μέσα στο γήπεδο και δίναμε αυτό που έπρεπε να δώσουμε, όπως μας το είχε διδάξει ένας μεγάλος ποδοσφαιριστής και σωστός άνθρωπος, ο Φέρεντς Πούσκας. Ετσι μπήκαμε στο Γουέμπλεϊ. Δεν φοβόμασταν τίποτε. Σας λέω την αλήθεια. Εχω παίξει με τους μεγαλύτερους παίκτες εκείνη την εποχή, τον Πελέ, τον Γκαρίντσα, τον Εουσέμπιο, τον Μπεκεμπάουερ, τον Κρόιφ. Εκείνοι μας φοβόντουσαν, όχι εμείς.

Π.Θ.: Τι συµβαίνει, κύριε Δοµάζο, και έχουµε µάθει εδώ στην Ελλάδα να παίρνουµε το ξένο, το έτοιµο; Αν δεν δηµιουργούνταν πέρυσι το θέµα µε τις αδειοδοτήσεις και αναγκαστικά οι ελληνικές οµάδες να µην µπορούν να κάνουν µεταγραφές ποδοσφαιριστών που είναι µεγαλύτεροι από είκοσι τεσσάρων χρονών, πολλά νέα παιδιά δεν θα είχαν προωθηθεί ώστε να δείξουν το ταλέντο τους.

Μ.Δ.: Είναι καλό αυτό που έγινε με τις αδειοδοτήσεις και παίζουν τώρα στις ομάδες νέα παιδιά, Ελληνες. Να έρθει ένας ξένος που είναι πιο καλός σε σχέση μ’ εμάς, το καταλαβαίνω. Θα πάρουμε στοιχεία, θα μας βοηθήσει. Αλλά να έρχονται ξένοι που είναι χειρότεροι από τους Ελληνες μόνο και μόνο για να πάρουν τα λεφτά και να σηκωθούν να φύγουν, αυτό δεν βοηθάει το ποδόσφαιρο. Είναι ντροπή να έρχονται παίκτες που δεν ξέρουν να σταματήσουν την μπάλα και να γράφουν οι εφημερίδες ότι έχουμε να κάνουμε με τον καινούργιο Πελέ. Αντίθετα όλοι χαιρόμαστε όταν έρχονται μεγάλοι παίκτες, όπως είχε γίνει με τον Ριβάλντο, λέω ένα όνομα, γιατί μπορούσε να μας δώσει πολλά πράγματα. Αυτή τη στιγμή το ελληνικό ποδόσφαιρο πάσχει από μεγάλους παίκτες. Εντάξει, φέτος μπορεί να μην πηγαίνει καλά το ελληνικό πρωτάθλημα, όμως με τη νέα χρονιά, όταν τα καινούργια παιδιά θα έχουν αποκτήσει πείρα και θα έχουν ψηθεί, θα παρουσιάσουμε κάτι καλό.

Π.Θ.: Δεν είναι λογικό ο έλληνας ποδοσφαιριστής να αγαπάει και να τιµάει περισσότερο τη φανέλα που φοράει σε σχέση µε τον ξένο;

Μ.Δ.: Βεβαίως. Οταν σε ενδιαφέρει να πάρεις το συνάλλαγμα και να φύγεις, επόμενο είναι να μην πονάς τη φανέλα που φοράς. Ή όταν δεν αρέσεις στο ένα αφεντικό και ξέρεις ότι είναι έτοιμο το επόμενο αφεντικό που θα σε πάρει. Τότε «αγαπάς» όποια φανέλα και αν φορέσεις.

Π.Θ.: Πριν αρχίσουµε τη συζήτησή µας, ρώτησε ο κ. Νιάρχος αν τροµάζει τον ποδοσφαιριστή το γεγονός ότι κάποια στιγµή θα σταµατήσει να παίζει, ότι έχει στην πλάτη του γραµµένη την ηµεροµηνία λήξης. Θα έλεγα όµως πως η πραγµατική στενοχώρια είναι ότι θα σταµατήσεις να παίζεις και όχι τόσο ο προβληµατισµός τι θα κάνεις µετά τα τριάντα πέντε σου χρόνια. Οταν αγαπάς κάτι πολύ δεν σε ενδιαφέρει το µετά. Ή µάλλον αν σε ενδιαφέρει, είναι γιατί δεν θα µπορείς να κάνεις όπως έκανες αυτό που αγαπάς.

Μ.Δ.: Οταν παίζεις δεν σκέφτεσαι ότι θα έρθει κάποια στιγμή που θα τελειώσεις. Αλλά όταν έρχεται η στιγμή και τελειώνεις είναι δύσκολο να το πιστέψεις. Προσωπικά έφτασα στα 39 και έπαιζα ακόμη. Και ένιωθα ότι μπορώ να συνεχίσω να παίζω και θα το έκανα αν δεν τσακωνόμουν. Ομως αρχίζουν πια τα δύσκολα. Αν και βλέπεις ότι τα πόδια σου δεν πηγαίνουν όπως πήγαιναν όταν ήσουν νέος, θέλεις να συνεχίσεις να παίζεις, αλλά ο προπονητής σε βγάζει καμιά φορά έξω. Κάποια στιγμή, κακά τα ψέματα, το συνηθίζεις και αυτό. Τα μεγάλα ονόματα σήμερα που παίρνουν τα πολλά λεφτά, γιατί εμείς δεν παίρναμε λεφτά, σκέφτονται μη χάσουν την καριέρα τους παίζοντας, γιατί δεν ξέρεις ποτέ τι θα σου τύχει μπαίνοντας μέσα στο γήπεδο. Εντάξει, εγώ ήμουν τυχερός, έπαιξα είκοσι χρόνια και δεν χτύπησα, ούτε γρατσουνιά. Ηξερα όμως κι έβαζα τα πόδια μου σωστά, δεν μπορούσαν να με χτυπήσουν, ή ήξερα ποιος θα με χτυπήσει, έπρεπε να πηδάω την ώρα που ντριμπλάρω. Εριχνα όμως πιο πολλές κλωτσιές απ’ όσες έτρωγα. Ετρωγα κιόλας. Οταν στα ενενήντα λεπτά κρατάς την μπάλα στα πόδια σου τα εξήντα και έχεις να ξεμαρκάρεις τον Αντωνιάδη, να χαλάσεις το παιχνίδι, να φτιάξεις το παιχνίδι ενώ την ίδια στιγμή σε κυνηγάνε δύο και ξέρεις ότι και στο καφενείο, ας πούμε, αν πήγαινες, οι δύο αυτοί θα έρχονταν από πίσω σου, το κεφάλι σου γίνεται σαν κομπιούτερ. Είχα και πάρα πολύ δυνατά πνευμόνια, δεν καταλάβαινα τίποτε.

Π.Θ.: Κύριε Δοµάζο, έχετε µια πλήρη καριέρα. Εχετε κατακτήσει πρωταθλήµατα, Κύπελλα, ρεκόρ, διακρίσεις, έχετε συµµετοχές στην εθνική οµάδα.

Μ.Δ.: Δεν είμαι ο ρέκορντμαν, γιατί παίζαμε μόνο ένα παιχνίδι τον χρόνο.

Π.Θ.: Στο ελληνικό ποδόσφαιρο όµως είστε ο πρώτος σε συµµετοχές.

Μ.Δ.: Τριάντα έξι συμμετοχές. Είναι πολύ δύσκολο να τις φτάσει κανείς. Αλλά μακάρι να τις φτάσει.

Π.Θ.: Σε σχέση µε όλα αυτά που έχετε κάνει στην καριέρα σας, ποιο θεωρείτε το πιο σηµαντικό παιχνίδι;

Μ.Δ.: Για να πω την αλήθεια, στα τριάντα παιχνίδια του πρωταθλήματος στα οποία συμμετείχα, στα είκοσι επτά ήμουν πρώτος. Και στα τρία που δεν ήμουνα καλός, ήμουν καλύτερος σε σχέση με τους άλλους. Αλλά δεν μου έχει μείνει κανένα παιχνίδι ιδιαίτερα. Οπωσδήποτε η πορεία προς το Γουέμπλεϊ έχει μια ξεχωριστή θέση μέσα μου, αλλά αυτή ήταν η καλύτερη στιγμή όχι μόνο για τον Παναθηναϊκό αλλά για όλο το ελληνικό ποδόσφαιρο και για όλους τους έλληνες παίκτες. Εμείς κάναμε τότε γνωστό το ελληνικό ποδόσφαιρο, δεν μας ήξερε κανείς. Ηξερε κανείς τον Παναθηναϊκό, τον Ολυμπιακό, τον ΠΑΟΚ, την ΑΕΚ, το ελληνικό πρωτάθλημα; Οταν ο Παναθηναϊκός έκανε αυτό το μεγάλο βήμα, άρχισαν να σέβονται τους έλληνες παίκτες και το ελληνικό ποδόσφαιρο στο εξωτερικό.

Π.Θ.: Μπορείτε να φανταστείτε τη ζωή σας, κύριε Δοµάζο, χωρίς το ποδόσφαιρο, τι θα κάνατε;

Μ.Δ.: Τίποτε δεν θα έκανα. Ζωή μου υπήρξε μόνο το ποδόσφαιρο. Το πρώτο παιχνίδι που έπαιξα ήταν φιλικό με την ΑΕΚ. Δεκαπεντέμισι χρονών, με κοντά παντελόνια, έπαιζα με την Αμυνα Αμπελοκήπων, όταν με πήρε ο Παναθηναϊκός με υποσχετική. Ηταν τρεις οι προπονητές στον Παναθηναϊκό, ο Μυγιάκης, ο Σούτσος και ο Σίμος. Μάλλον ο Μυγιάκης ήταν ο πρώτος προπονητής, ο Σούτσος ήταν ο βοηθός και ο Σίμος ήταν ο γυμναστής. Και οι τρεις παίζανε παλιά στον Παναθηναϊκό. Το Συμβούλιο τότε της Αμυνας δούλευε στο μπαρ του Παναθηναϊκού. Και με έβαζαν και μένα μέσα να βλέπω το παιχνίδι. Λέει το Συμβούλιο στον Σίμου: «Δεν βάζετε και τον πιτσιρίκο να παίξει, φιλικό είναι». «Καθήστε να πάω να το πω στον Μυγιάκη» λέει ο Σίμος. Ετσι άρχισαν όλα.

«Οταν σε ενδιαφέρει να πάρειςτο συνάλλαγμα και να φύγεις, επόμενο είναι να μην πονάς τη φανέλα που φοράς. Ή όταν δεν αρέσεις στο ένα αφεντικό και ξέρεις ότι είναι έτοιμοτο επόμενο αφεντικό που θα σε πάρει» –Μίμης Δομάζος

«Οταν αγαπάς κάτι πολύ,δεν σε ενδιαφέρει το μετά. Ή μάλλον αν σε ενδιαφέρει,είναι γιατί δεν θα μπορείς να κάνεις όπως έκανες αυτό που αγαπάς»– Παντελής Θεολόγου