Η Μάργκαρετ Θάτσερ δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα αγαπητή, αν και πίστευε ότι επειδή προερχόταν από τη μεσαία τάξη την εκπροσωπούσε κιόλας –και το πίστευε ακόμη και όταν με την πολιτική της κατηγορήθηκε ότι πρόδωσε την τάξη της. Αν και υπήρξε επί πολλά χρόνια απόλυτη κυρίαρχος τόσο στο κόμμα της, τους Συντηρητικούς, όσο και στον κυβερνητικό μηχανισμό, αισθανόταν πάντα ότι πάλευε το πολιτικό κατεστημένο που δεν την αποδεχόταν πλήρως επειδή ήταν γυναίκα, δεν ανήκε στην αριστοκρατία και είχε πολύ ισχυρές απόψεις.
Το γεγονός ότι ήταν γυναίκα αποτελούσε επιχείρημα εναντίον της. Τα μέλη του κόμματός της –άνδρες υπουργοί κυρίως –αναρωτιούνταν συχνά «αν είναι πράγματι γυναίκα», ενώ το αγαπημένο σύνθημα των αντιπάλων της ήταν «ditch the bitch» (διώξτε τη σκύλα). Αν και η στάση της απέναντι στους ανθρακωρύχους, στους ανέργους ή ακόμη και στον πόλεμο με την Αργεντινή για τα Φόκλαντ αρκούσε για να της δοθεί το προσωνύμιο Σιδηρά Κυρία, η αλήθεια είναι ότι ο χαρακτηρισμός αυτός της αποδόθηκε πολύ νωρίς στην πολιτική της καριέρα, τον Ιανουάριο του 1976, όταν ήταν επικεφαλής των Τόρις. Τότε η ρωσική εφημερίδα «Ερυθρός Αστέρας» έγραψε ότι «Η Σιδηρά Κυρία της Βρετανίας απειλεί» την ΕΣΣΔ, μια φράση που υιοθετήθηκε από τους ξένους ανταποκριτές στη Μόσχα και έμεινε στην Ιστορία.
Η Μάργκαρετ Χίλντα Ρόμπερτς γεννήθηκε το 1925, δεύτερη κόρη του Αλφρεντ και της Μπέατρις, στο Γκράνθαμ του Λίνκολνσαϊρ. Η ατμόσφαιρα στην οικογένεια του μπακάλη Αλφρεντ ήταν αυστηρή και θρησκευόμενη –ως μεθοδιστές, πήγαιναν τρεις φορές στην εκκλησία την Κυριακή. Στο σπίτι της δεν υπήρχε ζεστό τρεχούμενο νερό ούτε εσωτερική τουαλέτα. Στα εκτενή απομνημονεύματά της η Μάργκαρετ δεν αναφέρθηκε καθόλου στη μητέρα της ή στην αδελφή της, αλλά μόνο στον πατέρα της, «τον άνθρωπό από τον οποίο πήρα τη βάση της οικονομικής μου φιλοσοφίας». Στα 12 χρόνια της πρωθυπουργίας της επέλεξε μόνο μία γυναίκα υπουργό ενώ δεν έκρυβε ότι προτιμά να συνεργάζεται με άνδρες και κυρίως με όσους είχαν διάθεση για φλερτ. Η ιστορία της ζωής της έγινε μιούζικαλ στο Λονδίνο και ταινία από το Χόλιγουντ, που χάρισε μάλιστα και Οσκαρ ερμηνείας στη Μέριλ Στριπ που υποδύθηκε την Θάτσερ έως τα βαθιά γεράματα, όταν είχε χτυπηθεί από άνοια.
Σπούδασε χημεία στην Οξφόρδη και ακολούθησε η Νομική. Στις εκλογές του 1950, σε ηλικία μόλις 25 ετών, ήταν υποψήφια των Συντηρητικών για την έδρα του Ντάρφορντ. Τότε γνώρισε και τον Ντένις Θάτσερ, με τον οποίο απέκτησαν δύο παιδιά: τον Μαρκ και την Κάρολ.
«ΑΡΠΑΧΤΡΑ ΤΟΥ ΓΑΛΑΚΤΟΣ». Το 1970 έγινε υπουργός Παιδείας, ενώ ευρύτερα γνωστή έγινε από την απόφασή της να σταματήσουν τα σχολεία να χορηγούν δωρεάν γάλα σε παιδιά ηλικίας μεταξύ 8 και 11 ετών, που της έδωσε το προσωνύμιο «Θάτσερ, η αρπάχτρα του γάλακτος». Ακολούθησαν τρεις εκλογικές ήττες των Συντηρητικών υπό τον Εντουαρντ Χιθ, ο οποίος στη διάρκεια όλων αυτών των ετών της ανέθετε θέσεις στο κόμμα και σκιώδη υπουργεία. Η Θάτσερ έβαλε υποψηφιότητα απέναντί του για την ηγεσία των Τόρις τον Φεβρουάριο του 1975 και τον νίκησε –εκείνος δεν τη συγχώρησε ποτέ και έκανε 20 χρόνια να της μιλήσει.
Το 1977 συνέγραψε τη «Σωστή προσέγγιση στην οικονομία», μία κομματική έκθεση στην οποία περιέγραφε τον περιορισμό των δημοσίων δαπανών και τον χαλαρό έλεγχο των επιχειρήσεων, ενώ προειδοποιούσε για την αύξηση των μεταναστών. Δύο χρόνια αργότερα εξελέγη για πρώτη φορά πρωθυπουργός, κάνοντας επίθεση στους Εργατικούς για την ανεργία. Η ανεργία όμως ήταν υψηλότερη στα χρόνια που ακολούθησαν και το 1980 προστέθηκαν στους καταλόγους των ανέργων 836.000 άνθρωποι –η μεγαλύτερη αύξηση σε μία χρονιά από το 1930.
Η πρώτη της πράξη ως πρωθυπουργού ήταν να μειώσει τον φόρο των πλουσίων και να αυξήσει τον ΦΠΑ για όλους. Ξεκίνησε τις άγριες περικοπές που έφεραν εξεγέρσεις, όπως εκείνη του Μπρίξτον το 1981 και πολλές άλλες. Στα τέλη του 1981 ήταν η λιγότερο δημοφιλής πρωθυπουργός στην Ιστορία. Νωρίτερα εκείνη τη χρονιά είχε πεθάνει από απεργία πείνας στις φυλακές το στέλεχος του ΙRΑ Μπόμπι Σαντς με εκείνην να αρνείται να υποχωρήσει στα αιτήματά του, αποκαλώντας τον «καταδικασμένο εγκληματία».
ΠΟΛΕΜΟΣ ΓΙΑ ΤΑ ΦΟΚΛΑΝΤ. Το 1982 δεν εισάκουσε τις προτάσεις των συνεργατών της και διέταξε την ανακατάληψη των νησιών Φόκλαντ από τους Αργεντινούς, με τη χρήση στρατιωτικής βίας. Και κάπως έτσι κέρδισε τις εκλογές του 1983. Ο θατσερισμός έχει αρχίσει και μπαίνει στο λεξιλόγιο των Βρετανών καθώς προχωρά σε ιδιωτικοποιήσεις με κάθε κόστος, περικόπτει και άλλο δημόσιες δαπάνες και φιμώνει τα συνδικάτα. Το 1984 γλιτώνει από απόπειρα δολοφονίας του ΙRΑ, στο Μπράιτον. Στο μεταξύ οι άνεργοι έχουν ξεπεράσει τα τρία εκατομμύρια και η απεργία των ανθρακωρύχων προσκρούει στην αδιαλλαξία της. Αυτή η αδιαλλαξία τελικά στράφηκε εναντίον της. Η απόρριψη του λεγόμενου «κεφαλικού φόρου», τον οποίο δεν κατάφερε να επιβάλει, σήμανε το τέλος. Παραιτείται με δάκρυα στα μάτια τον Νοέμβριο του 1990 και αποσύρεται.