Τυροπιτάκια –σπιτικά –και συμπάθεια. Αντε και σπανακοπιτάκια! Ετσι συνοψίζεται το κλίμα στη συνάντηση Σαμαρά, Βενιζέλου και Κουβέλη την περασμένη Πέμπτη το βράδυ στην οικία του πρώτου στην Κηφισιά. Τύποις, έγινε για να ενημερωθούν οι κυβερνητικοί εταίροι από τον υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα για την εξέλιξη της κυπριακής κρίσης. Στην ουσία, τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Αν δεν επήρχετο συμφωνία το Σαββατοκύριακο και η Κύπρος χρεοκοπούσε, δηλαδή έβγαινε από το ευρώ, τότε η Αθήνα θα έπρεπε να πάρει κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις.
Τι πολιτικές αποφάσεις; Είναι ανατριχιαστικά απλό. Το σχέδιο της πώλησης στην Τράπεζα Πειραιώς των υποκαταστημάτων των κυπριακών τραπεζών εν Ελλάδι δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί για οικονομικούς, τεχνικούς και νομικούς λόγους. Εμενε η –ακραία αλλά μοναδική –λύση της εθνικοποίησης των κυπριακών υποκαταστημάτων. Γι’ αυτό όμως χρειαζόταν η συναίνεση των κυβερνητικών εταίρων, δηλαδή του Βενιζέλου και του Κουβέλη. Αυτή εδόθη ασμένως –οπότε συντάχθηκε την Παρασκευή η σχετική Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου κατόπιν συνεργασίας νομικών στελεχών του υπουργείου Οικονομικών και της Τραπέζης της Ελλάδος. Εντατικές ήταν οι επαφές και με το ευρωσύστημα ώστε να υπάρχει πλήρης κάλυψη από τη Φρανκφούρτη. Αυτή ήταν αναγκαία καθώς ακόμη και η εθνικοποίηση είχε κάποια γκρίζα –από νομικής απόψεως –σημεία.
Την Κυριακή το βράδυ είχαμε άλλο ένα ξενύχτι του Eurogroup στις Βρυξέλλες. Είχαμε όμως ανοιχτά φώτα και στο γραφείο του γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου στη Βουλή. Ο Τάκης Μπαλτάκος ήταν σε επιφυλακή, με έτοιμη την ΠΝΠ για την εθνικοποίηση των ελληνικών υποκαταστημάτων των κυπριακών τραπεζών και ανοιχτό το Εθνικό Τυπογραφείο που θα την τύπωνε σε φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Μάλιστα, λίγο μετά τα μεσάνυχτα της Κυριακής ο Στουρνάρας τηλεφώνησε από Βρυξέλλες στον Σαμαρά και τον προετοίμασε για τα χειρότερα. Του είπε χαρακτηριστικά ότι, με το κλίμα που επικρατούσε εκείνη τη στιγμή, το ενδεχόμενο να μην υπάρξει συμφωνία ήταν 60-40. Κοινώς, τα νέα δεν ήταν καλά. Αλλά η Αθήνα ήταν έτοιμη.
Πόση ήταν η έκθεση της Ελλάδας σε κυπριακό ρίσκο; Υπολογίσιμη. Οι κυπριακές τράπεζες αναλογούν σε 10% του εγχώριου τραπεζικού συστήματος. Αλλά η συνολική ζημιά λόγω του ρίσκου συναλλασσομένου –το γνωστό στον αγγλοσαξονικό κόσμο counterparty risk που στην περίπτωση της Λίμαν έφθασε τα 800 δισ. και έριξε τη διεθνή οικονομία σε ύφεση –που είχαν ελληνικές εταιρείες και άλλες ελληνικές τράπεζες μπορεί να ήταν και 40 δισ. Γι’ αυτό η Ελλάδα είχε μπει από την περασμένη εβδομάδα σε κλοιό προστασίας από την ΕΚΤ, που σήμαινε απεριόριστη χρηματοδότηση. Αλλά αυτό είναι το είδος της περιπέτειας στην οποία δεν θέλει να μπει καμία χώρα. Ηδη από την περασμένη Τρίτη ο Πρωθυπουργός είχε ζητήσει από τον υπουργό Δημόσιας Τάξης Νίκο Δένδια σχέδιο φύλαξης των τραπεζών συνολικά ώστε να αποφευχθεί γιουρούσι καταθετών και άλλα ακραία φαινόμενα. Στο τέλος τίποτε από αυτά δεν χρειάστηκε. Ο Σαμαράς στήριξε τον Αναστασιάδη, ενώ ο Στουρνάρας βοήθησε όσο μπορούσε τον ομόλογό του Σαρρή που πέρασε μετά τα μεσάνυχτα από την ελληνική Μόνιμη Αντιπροσωπεία για να ενημερώσει. Και η Αθήνα συμφώνησε να βάλει τελικά αυτή το ένα από το ενάμισι δισ. που θα χρειαστεί για να χρηματοδοτηθεί το πέρασμα των κυπριακών υποκαταστημάτων στην Πειραιώς. Ηταν μια κίνηση ουσιαστικής συμπαράστασης.
Η παρ’ ολίγον καταστροφή της Κύπρου, και η συνειδητοποίηση των εθνικών κινδύνων, έφεραν πιο κοντά τους τρεις της συγκυβέρνησης. Συγχρόνως θύμισε σε κάποιους τη δεκαετία του ’90. Αν τα Ιμια υπήρξαν το πρώτο σοκ, ήταν η υπόθεση Οτζαλάν που έριξε νερό στη χύτρα του ελληνικού εθνικισμού και βοήθησε να αλλάξει το κλίμα στην κοινή γνώμη ώστε η κυβέρνηση Σημίτη να αναστρέψει το υπόδειγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων και να πάει από την αντιπαράθεση στην προσέγγιση με την Αγκυρα. Με τον ίδιο τρόπο η κυπριακή τραγωδία μπορούσε να ξεφουσκώσει τον ανορθολογισμό των πολιτικών δυνάμεων, που είναι σε πλήρη αντίθεση με την οικονομική πολιτική.

Ούτως ή άλλως, η κυπριακή τραγωδία φωτίζει με διαφορετικό τρόπο τους εν Ελλάδι πολιτικούς συσχετισμούς. Την Πέμπτη το βράδυ στην Κηφισιά το κλίμα μεταξύ αυτών που συναντήθηκαν ήταν πολύ καλό, αφού αντελήφθησαν ότι αυτά που τους ένωναν ήταν πολύ σημαντικά –και ότι τελικά σήκωναν από κοινού μια ιστορική ευθύνη.

Και η διαπραγματευτική γραμμή των Κυπρίων; Προς τι το αδιέξοδο; Η ανάλυση της Αθήνας ήταν ότι υπερτιμήθηκε από τη Λευκωσία ο αντίκτυπος του «όχι» της κυπριακής Βουλής στο πρώτο πακέτο. Η κυπριακή διαπραγματευτική ομάδα λειτούργησε επίσης εκτός ευρωπαϊκού πλαισίου. Ας πούμε, οι Κύπριοι δεν εννοούσαν να καταλάβουν ότι τα 9 δισ. έκτακτης βοήθειας δεν θα μπορούσαν να μείνουν στη Λαϊκή για να αντισταθμίσουν τη ζημιά από το κλείσιμό της, αλλά θα πήγαιναν στην Κύπρο. Αυτό αναγκάστηκε να το εξηγήσει ο ίδιος ο Μάριο Ντράγκι στον Αναστασιάδη. Πάντως, η επιλογή τής μη εισαγωγής στο κυπριακό Κοινοβούλιο ενός νέου νομοσχεδίου δεν είναι χωρίς σημασία. Επελέγη η λύση της αναδιάρθρωσης των τραπεζών σύμφωνα με νομοσχέδιο που είχε ψηφιστεί την προηγούμενη εβδομάδα, ενώ εγκαταλείφθηκε πλήρως η αρχική ιδέα του δασμού, η οποία θα χρειαζόταν πάλι κοινοβουλευτική κάλυψη. Γιατί; Διότι, κατά την εκτίμηση των Βρυξελλών, η Κύπρος ήταν πλέον ακυβέρνητη. Δηλαδή, υπήρχε ο φόβος ότι ο Αναστασιάδης θα αδυνατούσε να περάσει νομοθετικά τη νέα λύση. Η διαπίστωση αυτή υποδεικνύει τους κινδύνους των επόμενων ημερών και εβδομάδων στο νησί.