Στις 16 Φεβρουαρίου 1963, δηλαδή πριν από μισό αιώνα, το αμερικανικό περιοδικό «New Yorker» αφιέρωσε 73 σελίδες στις οποίες η γερμανοεβραία φιλόσοφος Χάνα Αρεντ περιέγραφε τα όσα παρακολούθησε στη δίκη του αντισυνταγματάρχη των Ες Ες Αντολφ Αϊχμαν. Ο πρώην αξιωματούχος της Γκεστάπο είχε συλληφθεί τον Μάιο του 1960 από ισραηλινούς πράκτορες στην Αργεντινή όπου είχε καταφύγει και μεταφέρθηκε στο Ισραήλ. Εκεί δικάστηκε ως υπεύθυνος για την οργάνωση της μεταφοράς εκατομμυρίων Εβραίων από όλη την Ευρώπη στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η δίκη του διήρκεσε από τις 11 Απριλίου έως τις 14 Αυγούστου 1961.

Το κείμενο της Αρεντ, το οποίο δημοσιεύθηκε τον Φεβρουάριο του 1963, ήταν το πρώτο από τα πέντε συνολικά που έγραψε για τη δίκη. Αργότερα περιελήφθησαν στο βιβλίο της «Ο Αϊχμαν στην Ιερουσαλήμ – Η κοινοτοπία του κακού», ένα έργο που προκάλεσε μεγάλες διαμάχες στους κύκλους της διανόησης.

Τα άρθρα αυτά προκάλεσαν από την πρώτη στιγμή αντιδράσεις. Η ιδέα ότι ο Αντολφ Αϊχμαν δεν ήταν ένας δαίμονας αλλά ένας αξιωματικός που εκτελούσε με ιδιαίτερη επιμέλεια όσα του είχαν ανατεθεί, ένας αναγνώστης του Καντ, αλλεργικός στη βία αλλά πιστός στην εκτέλεση εντολών, ένα ον κοινότοπο «με την προδιάθεση να μετατραπεί στον μεγαλύτερο εγκληματία της εποχής του». Η διαπίστωση της γερμανίδας φιλοσόφου ότι ο Αϊχμαν δεν ήταν ένας σκληρός εγκληματίας ή παρανοϊκός δολοφόνος, εξού και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για έναν κοινό άνθρωπο, ανίκανο τις περισσότερες φορές να αναρωτηθεί τι ήταν αυτό που έπραττε, λειτούργησε ως μια επιβεβαίωση ότι το κακό μπορεί να γίνει κοινότοπο, δηλαδή προσιτό στους συνηθισμένους ανθρώπους. Το συμπέρασμά της, το οποίο εξακολουθεί να προκαλεί σοκ, ήταν ότι απορρίπτοντας την καθησυχαστική πεποίθηση που θεωρεί τους εγκληματίες τέρατα, ανθρώπους με έμφυτη κακία, οδηγείται στο ενδεχόμενο όλοι οι υπόλοιποι που θεωρούνται «φυσιολογικοί» να μην είναι a priori προστατευμένοι από τον πειρασμό του κακού.

Η ταινία. Μισόν αιώνα αργότερα η διαμάχη γύρω από αυτό το έργο της Αρεντ αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της ταινίας «Χάνα Αρεντ» της Μαργκαρέτε φον Τρότα, μούσας του Φασμπίντερ. Η ταινία ξεκινά με την απαγωγή του Αϊχμαν από τις ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες και χρησιμοποιεί αρχειακό υλικό για να αναπαραστήσει τη δίκη, καθώς και φλας μπακ για να περιγράψει τη σχέση της Αρεντ με τον (δάσκαλο και εραστή της) Μάρτιν Χάιντεγκερ προτού εκείνος εκφράσει την υποστήριξή του προς το ναζιστικό κόμμα και εκείνη διαφύγει στη Γαλλία. «Εκδιωχθήκαμε από τη Γερμανία διότι ήμασταν Εβραίοι», έγραψε η Αρεντ. «Ομως μόλις περάσαμε τα γαλλικά σύνορα γίναμε γερμαναράδες. Προφανώς κανείς δεν θέλει να ξέρει ότι η σύγχρονη ιστορία έχει δημιουργήσει μια νέα κατηγορία ανθρώπων, εκείνων που περιορίζονται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους εχθρούς τους και σε στρατόπεδα συγκέντρωσης από τους φίλους τους».