Για πρώτη φορά, τόσα χρόνια στο Πανεπιστήμιο, η αίθουσα με τους πρωτοετείς στο πρώτο μάθημα ασφυκτικά γεμάτη. Ευχάριστη έκπληξη. Εντάξει, λέω, μην ενθουσιάζεσαι, την επόμενη εβδομάδα θα πέσουν στο μισό. Την επόμενη εβδομάδα, όμως, πάλι η αίθουσα γεμάτη με φοιτητές. Το ίδιο ακριβώς και την τρίτη φορά. Ενώ παλαιά η προσέλευση έπεφτε με ταχύτητα στο 1/5 περίπου των εισαγομένων, εφέτος, και όχι μόνο στο τμήμα μου, η συμμετοχή στα μαθήματα των πρωτοετών είναι εντυπωσιακή. Εως τώρα τουλάχιστον παρακολουθούν με ενδιαφέρον και σοβαρότητα. Η ενεργός παρουσία τους δίνει στους διδάσκοντες χαρά και ικανοποίηση, τους γεμίζει ευθύνες, να ανταποκριθούν στις προσδοκίες τους, να γίνουν καλύτεροι δάσκαλοι γι’ αυτούς, να τους προσφέρουν όλα τα εφόδια που έχουν ανάγκη και δικαιούνται. Αυτή είναι η ζωντανή ακαδημαϊκή λειτουργία που τόσο λείπει από τα ελληνικά πανεπιστήμια που καταδυναστεύονται χρόνια τώρα από τη διαλυτική πρακτική των κομματικών εγκάθετων, οι οποίοι με τις αυθαιρεσίες των καταλήψεων, την υποκατάσταση και χειραγώγηση των οργάνων και γενικά μια στάση περιφρόνησης προς τις σπουδές έχουν μετατρέψει τα πανεπιστήμια σε αρένα για την προώθηση μη ακαδημαϊκών επιδιώξεων.

Αλλά και η γενική κατάσταση στη χώρα, πριν από την κρίση, ήθελε τα πανεπιστήμια οργανισμούς απονομής πτυχίων, τα οποία μπορούσαν οι φοιτητές να αποκτήσουν εξ αποστάσεως προσβλέποντας σε κάποιου τύπου διορισμό. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν. Σε ένα περιβάλλον γενικευμένης ανασφάλειας και δυσπραγίας, οι φοιτητές καταλαβαίνουν ότι δεν αρκεί το χαρτί, χρειάζεται και το περιεχόμενο. Δεν χάνουν την ανεμελιά της ηλικίας τους, αλλά δεν ξεχνούν τους κόπους τους και τα έξοδα των γονιών τους, ούτε φεύγει από τον ορίζοντά τους το μέλλον τους. Και η κοινωνία παρακολουθεί.

Το δεύτερο εντυπωσιακό γεγονός των ημερών στα πανεπιστήμια είναι η αθρόα συμμετοχή στις εκλογές για τα συμβούλια των ΑΕΙ: ποσοστά της τάξεως του 75%, 85% και 95% σε όσα ιδρύματα έγιναν με ηλεκτρονική ψηφοφορία για να παρακαμφθούν τα απομεινάρια των αντιδράσεων από αυτούς που αυθαίρετα και εργολαβικά μιλούν εξ ονόματος των πανεπιστημίων. Επί τρία σχεδόν χρόνια ακούμε ότι ο νόμος Διαμαντοπούλου είναι ανεφάρμοστος, ότι οι πανεπιστημιακοί τον απορρίπτουν και δεν θα τον εφαρμόσουν ποτέ. Αποδείχθηκε ότι το μόνο που χρειαζόταν για να εφαρμοστεί ήταν να δοθεί η δυνατότητα στους πανεπιστημιακούς να εκφράσουν απευθείας και αυθεντικά τη γνώμη τους, χωρίς αυτόκλητους σωτήρες και μεσολαβητές. Δεν υποστηρίζουν όλοι όσοι ψηφίζουν τον νόμο, αλλά λένε με σαφήνεια πως δεν στοιχίζονται πίσω από ακραίες πρακτικές και τα ράκη μιας άλλης περιόδου. Οι δυνάμεις του αναχρονισμού και της καθήλωσης δεν είναι παρά μια οικτρή μειοψηφία που κρατούσε σε ομηρεία το πανεπιστήμιο. Οι πανεπιστημιακοί που ενδιαφέρονται για τη δουλειά τους, τους φοιτητές τους και το πανεπιστήμιο βάζουν τέλος στις μάχες οπισθοφυλακών.

Τα δύο αυτά στοιχεία από τα πανεπιστήμια είναι, κατά τη γνώμη μου, μια μικρογραφία για όσα συμβαίνουν στην κοινωνία. Πέρασαν τρία χρόνια από το ξέσπασμα της κρίσης και στο διάστημα αυτό κόμματα, διαδοχικές κυβερνήσεις και πρόσωπα διαχειρίστηκαν τις τύχες μας. Λίγοι είναι αυτοί που προσπάθησαν να κρατήσουν ζωντανή τη χώρα. Οι περισσότεροι προσπάθησαν και προσπαθούν να κρατηθούν πεισματικά από τα ερείπια και το αποστεωμένο κέλυφος μιας άλλης εποχής που τους εξασφάλιζε προνόμια και πελατεία. Νομίζουν ότι με παλιά κόλπα θα αποφύγουν τη σύγκρουση με την πραγματικότητα και θα διασωθούν, έστω ως απολιθωμένα μνημεία. Φροντίζουν όπως πάντα για τον εαυτό τους και εγκαταλείπουν την κοινωνία στην τύχη της, η οποία, μετά το σοκ, την άρνηση και τον θυμό, γνωρίζει πλέον και αναγνωρίζει τα προβλήματα.

Αυτή η αποσβολωμένη και πολυτραυματισμένη κοινωνία στήριξε με στωικότητα και εγκαρτέρηση μια πλειοψηφία για να τη σώσει από τον γκρεμό και να την οδηγήσει σε ένα πιο ασφαλές και δημιουργικό μέλλον. Αλλά δεν υπάρχει σχέδιο να παρουσιαστεί στην κοινωνία ώστε αυτή να πεισθεί και να κινητοποιηθεί, να βγει στο προσκήνιο και να σωθεί. Την κρατούν στο σκοτάδι και την αγνοούν. Φροντίζουν ακόμη τις συντεχνίες και τους πελάτες τους. Η αντιπολίτευση είναι ανηλεώς ιδιοτελής ή ανίδεη, αλλά και η κυβερνητική πλειοψηφία, με ευθύνη κυρίως των μικρών εταίρων, χάθηκε στους βυζαντινισμούς της αναδιαπραγμάτευσης, της απαγκίστρωσης, των ανόητων κόκκινων γραμμών που χαράσσονταν με συμπαθητική μελάνη μόνο και μόνο για να διασώσει διαφανή και φτηνά προσχήματα. Αντί να ασχοληθεί με τη δική της στρατηγική για την ανάταξη της χώρας εξασφαλίζοντας γρήγορα τη χρηματοδότηση, βουλιάζει από τα τερτίπια, τις αγκυλώσεις και την ανευθυνότητα μικρών πολιτικών.

Σέβομαι εκείνους τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, και τώρα και της ΝΔ, που με αίσθημα εν τέλει ευθύνης έχουν την παρρησία να κάνουν το καθήκον τους απέναντι στον λαό. Στην πλάτη τους κάνουν οι υπόλοιποι επικίνδυνη και ιδιοτελή μικροπολιτική. Ωστόσο το πολιτικό μας προσωπικό αποδεικνύεται, εν πολλοίς, κατώτερο των περιστάσεων. Επί τρία χρόνια κυρίως κωλυσιεργεί κρατώντας τη χώρα σε ομηρεία. Δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των νέων φοιτητών που γεμίζουν τα αμφιθέατρα, των πανεπιστημιακών που επιβάλλουν τη νομιμότητα, της κοινωνίας που συναισθάνεται τα προβλήματα και θέλει να βγει από το τέλμα. Τη θέλουν λένε ορισμένοι όρθια, αλλά φροντίζουν να την κρατούν με κάθε τρόπο καθηλωμένη. Αλλά τα ψεύτικα αναχώματα δεν μπορούν να αντισταθούν στη φορά των πραγμάτων, θα σαρωθούν. Οσοι στρέφονται στο μέλλον αντί για το παρελθόν δεν πρέπει να αφήσουν τη χώρα να καταρρεύσει.

Η Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών