Η εικόνα του «ηρωικού αντάρτη», το αέναο σύμβολο της καθολικής επανάστασης, για πρώτη φορά μετά τον θάνατό του το 1967, εκτός από τα μπλουζάκια και τις σημαίες, τους μπερέδες και τις πάσης φύσεως προκηρύξεις, τους αναπτήρες, τις κούπες και τα πιάτα, τα ημερολόγια και τα χιλιάδες άλλα αντικείμενα επάνω στα οποία είναι τυπωμένο το πρόσωπό του, θα αρχίσει να υπάρχει ξανά – έστω και νοερά – στα μέρη τα οποία τον κατέστησαν αθάνατο. Η Αργεντινή, η Βολιβία και η Κούβα αποφάσισαν να επαναφέρουν στο προσκήνιο – τουριστικό πλέον και σαφώς όχι επαναστατικό – τη φιγούρα του δόκτορα Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα. Οι τρεις χώρες της Λατινικής Αμερικής συμφώνησαν να αναδείξουν νέες τουριστικές διαδρομές στις χώρες τους, διαδρομές ή μάλλον μονοπάτια στα οποία πριν από δεκαετίες και κατά τη διάρκεια της σύντομης αλλά εξαιρετικά έντονης ζωής του ο Κομαντάντε Τσε ξεδίπλωσε το επαναστατικό του ταμπεραμέντο.

«Ο Στρατός διέδωσε μια περίεργη πληροφορία αναφορικά με την παρουσία 250 ανδρών στο Σεράνο με στόχο να εμποδίσουν τη διάβαση των καταζητουμένων, 37 στο σύνολο, υποδεικνύοντας την περιοχή του δικού μας καταφυγίου μεταξύ του ποταμού Aσέρο και Ελ Oρο. Η πληροφορία μοιάζει με κίνηση αντιπερισπασμού». Το ημερολόγιο γράφει 7 Οκτωβρίου 1967 και τα λόγια αυτά είναι τα τελευταία που ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα σημείωσε στο ημερολόγιό του. Δύο ημέρες μετά η κυβέρνηση της Λα Παz θα ανακοινώσει ότι ο αντάρτης Τσε έπεσε νεκρός κατά τη διάρκεια ανταλλαγής πυρών.

Δεκατέσσερα χρόνια νωρίτερα, στις 7 Ιουλίου 1953, από τον σιδηροδρομικό σταθμό Ρετίρο του Μπουένος Αϊρες ξεκινούσε ένα ταξίδι που θα μεταμόρφωνε τον νεαρό γιατρό από την Αργεντινή στον μεγαλύτερο επαναστάτη του κόσμου. Μαζί με έναν παιδικό του φίλο ο Τσε αναχώρησε για τη Βολιβία με σκοπό στη συνέχεια να φτάσει έως το Καράκας στη Βενεζουέλα, όπου θα συναντούσε τον Αλμπέρτο Γκρανάδο, τον φίλο και συνεργάτη του μαζί με τον οποίο είχε διασχίσει επάνω σε μια μοτοσυκλέτα το μεγαλύτερο μέρος της Αργεντινής, της Χιλής, του Περού και της Κολομβίας. Τα πράγματα όμως εξελίχθηκαν διαφορετικά: ο Τσε τελικά έφτασε στο Μεξικό, στη συνέχεια πέρασε στη Γουατεμάλα και από ‘κεί κατέληξε στην Κούβα όπου η ζωή του άλλαξε ριζικά.

Κανένας τον χειμώνα του 1953 δεν μπορούσε να φανταστεί ότι εκείνος ο νεαρός γιατρός – ντροπαλός, αδύνατος, προικισμένος με έντονη κοινωνική ευαισθησία, αλλά δίχως να είναι πολιτικά καταρτισμένος, προσκείμενος στους «Μοντονέρος», ίσως και αντικομμουνιστής – θα γινόταν ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές μιας πορείας που κατέληξε στον θρίαμβο της πρώτης, εμπνευσμένης από τον μαρξισμό, επανάστασης στη Λατινική Αμερική το 1959. Οπως ακριβώς κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο Γκεβάρα τρία χρόνια αργότερα, το 1962, θα επέστρεφε στη Βολιβία με σκοπό την εξάπλωση της επανάστασης ακόμη και στη ζούγκλα όπου θα έβρισκε τον θάνατο.

Ενας μύθος γεννιόταν. Και είναι αυτός ο μύθος τον οποίο οι χώρες που τον είδαν να εξελίσσεται, να μάχεται και τελικά να πεθαίνει, θέλουν να αναβιώσουν ακολουθώντας τους δρόμους που εκείνος διέσχισε. Οι τρεις χώρες – Αργεντινή, Κούβα και Βολιβία – είχαν και στο παρελθόν προσπαθήσει να αναδείξουν και παράλληλα να εκμεταλλευτούν τα μέρη στα οποία έδρασε ο Τσε. Αλλά ο κίνδυνος της περαιτέρω εμπορευματοποίησης του επαναστάτη έβαζε φρένο στην όποια πρωτοβουλία. Τελικά όμως επικράτησε μια ανάγκη οικονομική και παράλληλα ιστορική. Πριν από σχεδόν δύο μήνες οι εκπρόσωποι των υπουργείων Τουρισμού και Πολιτισμού των τριών χωρών συγκεντρώθηκαν όλοι μαζί και σχημάτισαν μια Επιτροπή Εργασίας. Επανεντόπισαν στον χάρτη τις διαδρομές που ακολούθησε ο Τσε – άλλοτε για να ταξιδέψει, άλλοτε για να πολεμήσει – και αποφάσισαν να δημιουργήσουν ένα δίκτυο τουριστικών διαδρομών.

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ. Στην Αργεντινή υπάρχουν ήδη «Τα μονοπάτια του Τσε» που προσφέρουν στον ταξιδιώτη την ευκαιρία να περάσει από τις επαρχίες της Κόρδοβα, της Μισιόνες, της Σάντα Φε και της Νεουκέν. Το συγκεκριμένο δίκτυο θα ενωθεί με τον «Δρόμο του Τσε», όπως πρόκειται να ονομαστεί το αντίστοιχο δίκτυο στη Βολιβία. Θα είναι μήκους 800 χιλιομέτρων και θα διασχίζει τα βουνά του νοτιοανατολικού τμήματος της χώρας όπου ο Γκεβάρα και οι αντάρτες του, μέλη του Στρατού της Εθνικής Απελευθέρωσης, μάχονταν κατά του Βολιβιανού Στρατού από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο του 1967. Η διαδρομή καταλήγει στον οικισμό Λα Ιγκέρα όπου ο Τσε πιάστηκε αιχμάλωτος και ολοκληρώνεται στο Βαγιεγκράντε όπου μετέφεραν το άψυχο σώμα του και το έθαψαν σε ένα απομακρυσμένο χωράφι. Ηταν μόλις το 1997, τριάντα χρόνια μετά τη δολοφονία του, η χρονιά κατά την οποία τα οστά του Τσε καθώς και εκείνα των συντρόφων του ξεθάφτηκαν και μεταφέρθηκαν στην Κούβα, όπου φυλάσσονται σε μαυσωλείο. Από το επίσημο πλέον δίκτυο των δρόμων στους οποίους περπάτησε ο Τσε δεν θα μπορούσε να λείπει η Κούβα. Ο ταξιδιώτης θα έχει τη δυνατότητα να περάσει από τη θρυλική Σιέρα Μαέστρα, την οροσειρά όπου κρύβονταν οι κουβανοί αντάρτες, και να καταλήξει, όπως ακριβώς και εκείνοι, στην Αβάνα.

ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΜΟΣ. Το σχέδιο των Αργεντινών παρουσιάστηκε παραδόξως στην Αβάνα κατά τη διάρκεια της ετήσιας Εκθεσης Τουρισμού και οι Κουβανοί, παραδόξως και πάλι, το αποδέχτηκαν με ενθουσιασμό. Πιο σκεπτικιστές φαίνεται να είναι οι Αργεντινοί, οι οποίοι φοβούνται την ολική εμπορευματοποίηση της εικόνας του αγαπημένου τους επαναστάτη. Ο Ντάριο Φουέντες, διευθυντής του Μουσείου Λα Παστέρα στην Αργεντινή, το οποίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Τσε, θέλοντας να μετριάσει τις αντιδράσεις των συμπατριωτών του ισχυρίζεται: «Οι ουτοπίες του Τσε αποτελούν τμήμα των ουτοπιών των σύγχρονων Λατινοαμερικανών. Αυτό που επιδιώκουμε είναι να αναδείξουμε την αξία της δράσης του διαμέσου της δημιουργίας ενός δικτύου της ιστορικής μνήμης ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής». Ποια θα ήταν η γνώμη του ίδιου του Τσε για το συγκεκριμένο σχέδιο δεν θα το μάθουμε ποτέ. Διαβάζοντας τα γραπτά του, όμως, μπορούμε να καταλάβουμε ότι ο Κομαντάντε κάθε άλλο παρά σύμφωνος θα ήταν με τον τρόπο που χρησιμοποιούνται και προβάλλονται εδώ και δεκαετίες το όνομα και η εικόνα του. Ενάντια σε κάθε μορφή προσωπολατρίας, ο Τσε το μόνο που έκανε ήταν να ζήσει ή μάλλον να γράψει την Ιστορία που εμείς σήμερα διηγούμαστε.