Τι κοινό έχουν οι πρόεδροι της Γαλλίας και της Γερμανίας, των δύο θεωρούμενων ατμομηχανών της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Κατ’ αρχάς, ελάχιστα. Ο γάλλος Πρόεδρος εκλέγεται άμεσα από τους πολίτες και είναι πανίσχυρος, ακόμα περισσότερο από ό,τι οι Πρωθυπουργοί της Ιταλίας και της Ισπανίας. Ο γερμανός Πρόεδρος αντίθετα έχει λιγότερη ισχύ ακόμα και από τη Βασίλισσα της Αγγλίας. Μέχρι τώρα δεν είχαμε κανέναν λόγο να μιλάμε για τους δύο αυτούς στο ίδιο θέμα. Ομως πλέον, παρατηρεί η ισπανική εφημερίδα «Ελ Παΐς», ο γάλλος Σοσιαλιστής Φρανσουά Ολάντ και ο γερμανός Κεντρώος Γιόακιμ Γκάουκ έχουν κάτι κοινό: και οι δύο έχουν σχέση με δημοσιογράφους.

Κάπου εδώ το δημοσιογραφικό κουτσομπολιό συναντά το πρωτόκολλο: οι Πρώτες Κυρίες Βαλερί Τριερβελέρ και Ντανιέλα Σαντ δεν έχουν ενωθεί ούτε με θρησκευτικό ούτε με πολιτικό γάμο με τον Ολάντ και τον Γκάουκ. Αυτό όμως δεν μας νοιάζει. Εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι ένα σημαντικό ερώτημα: Μπορούν να συνεχίσουν την άσκηση της δημοσιογραφίας όταν σύντροφός τους είναι ο επικεφαλής ενός κράτους ή μιας κυβέρνησης; Το θέμα αυτό ακουμπά στην ουσία της σχέσης μεταξύ δημοσιογραφίας και πολιτικής και οικονομικής δύναμης: στη σύγκρουση συμφερόντων.

ΤΟ TWEET ΤΗΣ ΒΑΛΕΡΙ. Ας ξεκινήσουμε με τα πρόσφατα γεγονότα. Στις 12 Ιουνίου, ένα tweet από τη Βαλερί Τριερβελέρ άνοιξε ένα σοβαρό ρήγμα στην ομαλή εγκατάσταση του Φρανσουά Ολάντ στο Μέγαρο των Ηλυσίων. Μέσα σε 135 χαρακτήρες η Βαλερί τάχθηκε υπέρ της υποψηφιότητας του πολιτικού αντιπάλου της Σεγκολέν Ρουαγιάλ, πρώην συντρόφου του Ολάντ και μητέρας των τεσσάρων παιδιών του. Το tweet στοίχισε στη δημοτικότητα του Ολάντ δύο ποσοστιαίες μονάδες και πυροδότησε μια συζήτηση για τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης της συντρόφου ενός ηγέτη.

«Το tweet της Τριερβελέρ ήταν λάθος», έγραψε στο κύριο άρθρο της η εφημερίδα «Μοντ», η οποία τάχθηκε υπέρ της θέσης ότι η σύντροφος ενός πολιτικού αναλαμβάνει οικειοθελώς προσωπικές θυσίες, μεταξύ των οποίων είναι να κρατά τη γλώσσα της για διάφορα θέματα. Και έκανε ένα βήμα παραπάνω: επικαλούμενη το προηγούμενο της Ντόρις Σρέντερ-Κεπφ πρότεινε στη Βαλερί Τριερβελέρ να εγκαταλείψει τη δημοσιογραφία. Διευθύντρια της εφημερίδας «Μπιλντ» και του περιοδικού «Φόκους» η Ντόρις Σρέντερ-Κεπφ άφησε στην άκρη το επάγγελμά της μεταξύ 1998 και 2005, όταν ο σύζυγός της Γκέρχαρντ Σρέντερ ήταν καγκελάριος της Γερμανίας και ανέλαβε τον συμβατικό ρόλο της πρώτης κυρίας. Το ίδιο με την Ντόρις Σρέντερ-Kεπφ έκανε η Ντανιέλ Σαντ, σύντροφος επί 12 χρόνια του νέου Προέδρου της χώρας Γιοακίμ Γκάουκ που ανακοίνωσε ότι προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων αποχωρεί εθελοντικά από επικεφαλής του πολιτικού τμήματος της βαυαρικής εφημερίδας «Νίρνμπεργκερ Τσάιτουνγκ».

Εν αντιθέσει με την Σρέντερ-Κεπφ και τη Σαντ, η Βαλερί Τριερβελέρ αρνείται να υποχωρήσει. Οταν ο Ολάντ χώρισε τη Σεγκολέν και ξεκίνησε η σχέση με τη Βαλερί, η διεύθυνση του «Παρί Ματς» προειδοποίησε την Τριερβελέρ ότι οι πληροφορίες που έχει καθώς και οι απόψεις της σε πολιτικά θέματα μπορούσαν να δημιουργήσουν σοβαρό πρόβλημα αξιοπιστίας. Εκείνη αντιστάθηκε μέχρις ότου οι Σοσιαλιστές κέρδισαν το Ελιζέ. Τότε το «Παρί Ματς», το περιοδικό στο οποίο εργάστηκε επί 22 χρόνια η Βαλερί, την ανάγκασε να αφήσει το πολιτικό ρεπορτάζ και να ασχολείται με βιβλιοκριτικές και πολιτιστικά θέματα.

Στις δημοκρατίες η δημοσιογραφία υποτίθεται ότι στέκεται κριτικά απέναντι στην εξουσία και βρίσκεται πάντα στην υπηρεσία των πολιτών. «Εάν οι δημοσιογράφοι μοιράζονται τη ζωή τους με εκείνους που μας κυβερνούν», έγραψε το γαλλικό περιοδικό «Νουβέλ Ομπζερβατέρ», «πώς να πιστέψουμε την ανεξαρτησία των πληροφοριών και των απόψεών τους;».