Η είδηση από το οικονομικό ρεπορτάζ είναι σαφής:

n «Η είσπραξη της έκτακτης εισφοράς αλληλεγγύης θα γίνεται σταδιακά μέσω της παρακράτησης φόρου από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους».

Εκτός απροόπτου η σχετική τροπολογία θα κατατεθεί σήμερα.

Και η ρύθμιση θα τεθεί σε ισχύ από τον καινούργιο χρόνο.

Δείχνει να είναι μια απλή τεχνική διευθέτηση.

Οπως συμβαίνει με την παρακράτηση φόρου εισοδήματος, με την οποία πρακτικά διευκολύνεται ο φορολογούμενος.

Αλλά στην πράξη τα πράγματα είναι διαφορετικά.

Πρώτον, γιατί και στην προκειμένη περίπτωση η υποχρεωτική εφαρμογή ενός μέτρου αρχίζει και τελειώνει στους μισθωτούς.

Για μια ακόμη φορά η μεγάλη παρέα των φοροφυγάδων θα τρίβει τα χέρια της.

Εάν δεν έχει αποφύγει πλήρως την εισφορά, αποφεύγει την τακτική πληρωμή.

Δεύτερον, διότι η Εφορία θα υπολογίσει το ύψος της εισφοράς με βάση το εισόδημα του προηγούμενου έτους.

Ομως είναι πιθανόν το εισόδημα του – μισθωτού – φορολογουμένου κατά το έτος εξόφλησης να μειωθεί δραματικά.

Σε αυτή την περίπτωση στα χέρια του θα φτάνουν ακόμη λιγότερα χρήματα.

Συνεπώς θα αντιμετωπίσει πρόβλημα επιβίωσης.

Ειδικά αν υπάγεται ταυτοχρόνως και σε άλλη κατηγορία ειδικής φορολόγησης, όπως είναι ο φόρος ακινήτων.

Τρίτον, διότι και αυτό το μέτρο εμφανίζεται αιφνιδίως και κατά τρόπο που υποδηλώνει ότι δεν έχει μελετηθεί επαρκώς.

Οπότε θα επακολουθήσει νέος γύρος αμφισβητήσεων, αλλαγών και σύγχυσης.

Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Εάν η ρύθμιση για την έκτακτη εισφορά είχε προετοιμαστεί σε βάθος, θα μπορούσαν να βρεθούν ηπιότερες λύσεις.

Π.χ. θα μπορούσε να υπολογίζεται και να καταβάλλεται για τα εισοδήματα του ίδιου έτους.

Σε κάθε περίπτωση, εάν αυτές οι επιβαρύνσεις είναι αναπόφευκτες, καλόν είναι επιβάλλονται με κάποια ευαισθησία.

Αν μη τι άλλο, για να είναι αποτελεσματικές και, κυρίως, δίκαιες.