Λέγε, γρήγορα: Να μπουν κάμερες σε όλους τους δρόμους; Ναι ή όχι; Να καταργηθεί το άσυλο; Να αναθεωρηθεί το άρθρο 16; Ναι ή όχι; Ωραίες ερωτήσεις. Προσάναμμα για ωραίους καβγάδες. Αλλά τι να απαντήσεις; Όπως λέει και ένας σοφός, δεν υπάρχουν σωστές απαντήσεις σε λάθος ερωτήσεις. Και αυτές είναι, προφανώς, οι λάθος ερωτήσεις.

Ας δοκιμάσουμε, λοιπόν, να διατυπώσουμε τα ερωτήματα αλλιώς- έστω και με κίνδυνο να πάρει ο ύπνος τον κουρασμένο τηλεθεατή.

Οι κάμερες, για παράδειγμα. Αν η ηλεκτρονική καταγραφή σε δημόσιους χώρους είναι ένα αναγκαίο κακό, που έχουμε ήδησε πλείστες περιπτώσεις- αποδεχθεί, το ερώτημα είναι: Πότε και γιατί, σε ποιες περιπτώσεις και με ποια αιτιολογία το κακό είναι πράγματι αναγκαίο; Πότε η ανάγκη της ασφάλειας μπορεί να ικανοποιηθεί με ηπιότερα μέσα; Ποιος αποφασίζει; Και ποιος εγγυάται; Ποιες θεσμικές και άλλες διασφαλίσεις μπορούμε να έχουμε έναντι του κινδύνου μιας υπερβολικής, καταχρηστικής ή κακόβουλης χρήσης των στοιχείων ηλεκτρονικής καταγραφής ώστε να επιτραπεί αυτή η καταγραφή;

Το άσυλο, κατόπιν. Αν το άσυλο δεν είναι κατοχυρωμένο για να προστατεύει μόνον την ακαδημαϊκή ελευθερία, αν δηλαδή δεν υπάρχει για να εμποδίζει την αστυνομική δύναμη να διακόπτει παραδόσεις Οικογενειακού Δικαίου, αλλά και για να προστατεύει την ελευθερία της διακίνησης ιδεών και της πολιτικής δράσης, είναι δυνατόν να το καταργήσουμε για να μην φτιάχνουν μολότοφ εκατό αλαφροΐσκιωτοι «ντίσνεϊλαντ-επαναστάτες»; Πρέπει να μετατρέψουμε ένα θέμα Δημόσιας Τάξης σε θέμα Παιδείας; Και πρέπει να κρύψουμε ένα πραγματικό θέμα Παιδείας- την αδυναμία αποτελεσματικής και δημοκρατικής διοίκησης του Πανεπιστημίου υπό το καθεστώς του τεθνεώτος νόμου του 1982- πίσω από ένα, απλό μάλλον, θέμα Δημόσιας Τάξης;

Τ ο άρθρο 16, τέλος. Πουθενά στον κόσμο, ούτε καν στην Αμερική, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, τα λίγα που υπάρχουν, δεν δίνουν τον τόνο, δεν λύνουν το πρόβλημα και δεν προσελκύουν

Έχουμε πικρή πείρα από αποφάσεις που ελήφθησαν έπειτα από τέτοιους βομβαρδισμούς με απλουστευτικά, παραπειστικά και δημαγωγικά ερωτήματα

τους καλούς (ή τους πολλούς) φοιτητές. Γιατί, άραγε, εμφανίζονται εδώ ως πανάκεια ή μπαμπούλας; Και γιατί πίσω από το φάντασμα αυτό, το φάντασμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων, κρύβεται το πραγματικό ερώτημα, που είναι: Με τι θα αντικατασταθεί το σημερινό αδιέξοδο καθεστώς, τι θα πρέπει να γίνουν τα πανεπιστήμια για να πάψουν να είναι ελληνικού τύπου νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, οργανισμοί δηλαδή καταδικασμένοι σε κολοβή αυτοτέλεια, υποτέλεια στον/την υπουργό και την αυλή της, οικονομική καχεξία, κακοδιοίκηση και πλήθος αντικινήτρων και εμποδίων που ματαιώνουν κάθε φιλοδοξία για ποιοτικές και ανταγωνιστικές σπουδές;

Με τέτοιου είδους ερωτήσεις η συζήτηση θα είχε, ίσως, μικρότερη τηλεθέαση. Αλλά θα επέτρεπε μάλλον, ως αντίδοτο, πιο ενδιαφέρουσες απαντήσεις. Έχουμε άλλωστε πικρή πείρα από αποφάσεις που ελήφθησαν έπειτα από τέτοιους βομβαρδισμούς με απλουστευτικά, παραπειστικά και δημαγωγικά ερωτήματα.

Η προηγούμενη αναθεώρηση του Συντάγματος- το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών, ο βασικός μέτοχος- προσφέρεται ως το τέλειο παράδειγμα των συνεπειών του θεσμικού λαϊκισμού. Ο τρόπος που προέκυψε, έπειτα από μια ανάλογη συζήτηση σε άσπρο και μαύρο, η ιδιωτική (ποιος θα την έλεγε τώρα πια «ελεύθερη»;) τηλεόραση είναι άλλο ένα παράδειγμα απόφασης για την οποία όλοι έχουν μετανιώσει. Θα επαναλάβουμε το ίδιο λάθος και για τα πανεπιστήμια;

Ας ελπίσουμε όχι.

Ας ελπίσουμε, επίσης, ότι όση ευθύνη κι αν έχει για την υποκατάσταση του δημοκρατικού διαλόγου από τη θεσμοποιημένη λαϊκίστικη δημαγωγία η τηλεόραση, δεν θα ρίξουμε πάλι το φταίξιμο στο εύκολο θύμα, στη φουκαριάρα την ΑGΒ. Κι ότι θα διακρίνουμε πίσω από την τρέχουσα συζήτηση τον διπλό κίνδυνο που διατρέχουμε.

Τον μεγάλο- να επικυρωθεί η κυριαρχία ενός ακραίου, φοβικού συντηρητισμού στο αξιακό μας σύμπαν. Και τον μικρότερο- να επιβραβευτεί η κουτοπόνηρη επικοινωνιακή στρατηγική του κυβερνώντος πολυδωροκαραμανλισμού, που έχει εκ των προτέρων παραιτηθεί από κάθε φιλοδοξία παραγωγής έργου και επίλυσης προβλημάτων και θέλει απλώς να εξαργυρώσει εκλογικά την πόζα του «μεταρρυθμιστή» απέναντι σε προβλήματα που αρνείται να λύσει, αλλά πρόθυμα και συνειδητά συνδαυλίζει και παροξύνει.