Πάντα μου την έδιναν τα μικρά σκυλιά. Κάτι «πραγματάκια» που οι κυρίες τα στολίζουν με φιουμπίτσες και κόκκινα καρό «κορμάκια», και όταν τα ακούνε να γαβγίζουν με εκείνη τη στριγγιά και θρασύτατη φωνή που έχουν τα «ποντικοειδή», τους μιλάνε σαν να μιλάνε στο παιδί τους. «”Σουτ Ίρμα. Θα φας ξύλο”. Ή “σώπα αγόρι μου, σώπα”».

Αν πάρω ποτέ σκύλο, (έλεγα κάποτε), διάολε, θα είναι σκύλος. Ο Μπρούνο μάς ήρθε στο σπίτι πριν γίνει δύο μηνών, κατάμαυρος και μαλλιαρός, μια σταλιά πράγμα (από κει και το παρατσούκλι του «Λεκές»), δώρο γενεθλίων στη μικρή, μόλις πάτησε τα οκτώ. Ράτσα; Κανίς! Δεν μαδάνε (μας είπαν). Είναι κι έξυπνα…

Μια από τις πρώτες φορές που τον είχαμε μαζί μας, δίπλα μας σε μια καρέκλα, ακούσαμε ένα κύριο να φωνάζει στον σκύλο του «άσε τη γάτα ήσυχη». Γάτα! Άσε που όταν τον κουρέψαμε, μια-δυο φορές, μας τον επέστρεψαν με δυο γαλάζια φιογκάκια κοντά στα αυτιά (και έλεγε η μικρή «άστα βρε μαμά, είναι πολύ γλυκούλης έτσι»).

Επί μήνες, μαζεύαμε τσίσα από παντού, μπαίναμε στο σπίτι και ψάχναμε πού τα έχει κάνει γενικώς- πόσα είναι; είναι τα σωστά (σε μέγεθος και υφή) ή μήπως πρέπει να αλλάξουμε τροφή;

Μεγάλωσε με τη φροντίδα και την αγάπη μωρού, φωτογραφήθηκε όσο σχεδόν και η μικρή, και γενικώς αφέθηκε να έχει όλες τις κακομαθησιές που είχε και κείνη λίγο νωρίτερα. Βασιλιάς και αφέντης στο σπίτι, μη στάξει και μη βρέξει, και στους καναπέδες να ανεβοκατεβαίνει, και «αγόρι μου σώπα» και μην είμαστε και πολύ σκληροί μην πάθει κανένα ψυχικό το σκυλί, και δεν πειράζει μωρέ που μας ρίχνει και κάνα δυο δαγκωνίτσες- ελαφρές ευτυχώς- για να του δώσουμε σημασία όταν απαιτεί να παίξει. Ώρες ώρες δε, που τα ακούει- γιατί όλα έχουν ένα όριο- και αντί να βάλει την ουρά στα σκέλια, επιτίθεται με σκυλίσιο θυμό, μου θυμίζει το ύφος της μικρής, που δεν σηκώνει κουβέντα ακόμα κι όταν έχει άδικο. Αναμενόμενο (λέει η μάνα μου), μην παραπονιέσαι. Από Λαμπραντόρ ξεκίνησες, σε Κανίς κατέληξες. Κι όχι μόνον αυτό, αφήνεις και το Κανίς να σε καβαλήσει…