Σκάνδαλα με μεταγγίσεις αίματος μολυσμένου από τον ιό του AIDS ταλαιπώρησαν

πολλές χώρες στη δεκαετία του 1980 και του 1990, οδηγώντας τις περισσότερες

από τις κυβερνήσεις στη λήψη αυστηρών μέτρων διασφάλισης της ποιότητας του

αίματος.

Μια από τις πιο γνωστές υποθέσεις ήταν το σκάνδαλο με το μολυσμένο αίμα στη

Γαλλία. Περίπου 4.000 άνθρωποι στη χώρα αυτή, πολλοί από τους οποίους

αιμοφιλικοί, έκαναν μεταγγίσεις με αίμα μολυσμένο από τον ιό HIV. Στο πλαίσιο

της υπόθεσης αυτής, ο πρώην υφυπουργός Υγείας Εντμόν Ερβέ καταδικάστηκε το

1999 για τον θάνατο από AIDS, το 1985, πέντε ανθρώπων και τη μόλυνση άλλων δύο

από τον ιό. Ο Λοράν Φαμπιούς, πρωθυπουργός την εποχή του σκανδάλου, και η

Ζορζίνα Ντιφουά, υπουργός Κοινωνικών Υποθέσεων την ίδια περίοδο, απαλλάχθηκαν

από κατηγορίες για ανθρωποκτονία. Και οι τρεις κατηγορούνταν ότι καθυστέρησαν

την εισαγωγή ενός αμερικανικού τεστ αίματος για το AIDS μέχρι να βγει στην

αγορά ένα ανταγωνιστικό γαλλικό προϊόν. Στο πλαίσιο της ίδιας υπόθεσης είχαν

καταδικαστεί το 1992 και το 1993 τέσσερις γιατροί, μεταξύ των οποίων ο πρώην

διευθυντής του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Μεταγγίσεων Αίματος Μισέλ Γκαρετά (του

επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών).

Στον Καναδά, τον Απρίλιο του 2001, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας

έκρινε τον Καναδικό Ερυθρό Σταυρό ένοχο αμέλειας επειδή δεν είχε ελέγξει

αποτελεσματικά δωρητές αίματος για τον ιό HIV. Περίπου 2.000 άνθρωποι

μολύνθηκαν στον Καναδά από τον ιό HIV και ώς 60.000 από τον ιό της ηπατίτιδας

C πριν αρχίσουν τα τεστ αίματος, στα τέλη του 1985.

Στην Ιταλία, δικαστήριο της Ρώμης καταδίκασε τον Ιούνιο 2001 το

υπουργείο Υγείας να καταβάλει αποζημιώσεις σε 351 ανθρώπους που είχαν

προσβληθεί από τον ιό HIV και τον ιό της ηπατίτιδας από μεταγγίσεις αίματος.

Το δικαστήριο αποφάνθηκε πως το υπουργείο καθυστέρησε υπερβολικά να εφαρμόσει

μέτρα για να εμποδιστεί η διάδοση του ιού μέσω των αιμοδοτών.

Στην Ιαπωνία, δικαστήριο του Τόκιο απάλλαξε τον Μάρτιο του 2001 έναν

κορυφαίο ειδικό σε θέματα του AIDS από κατηγορίες για εγκληματική αμέλεια

αναφορικά με ένα σκάνδαλο που εξέθεσε χιλιάδες ανθρώπους στον ιό HIV μέσω

μολυσμένων προϊόντων αίματος. Ώς τον Δεκέμβριο του 1985, το ιαπωνικό υπουργείο

Υγείας δεν είχε απαγορεύσει τη μετάγγιση συγκεκριμένων προϊόντων αίματος παρά

το γεγονός ότι γνώριζε πως υπήρχε κίνδυνος να είναι μολυσμένα από τον ιό HIV.

Έως την εποχή που έγινε η δίκη, από τους 1.400 Ιάπωνες αιμοφιλικούς που είχαν

εκτεθεί στον HIV εξαιτίας αυτής της παράλειψης του υπουργείου, περισσότεροι

από 500 είχαν πεθάνει. Τον Φεβρουάριο του 2000, τρία πρώην στελέχη

φαρμακευτικής εταιρείας που κατηγορούνταν ότι πούλησαν προϊόντα αίματος

μολυσμένα από τον HIV τιμωρήθηκαν με ποινές φυλάκισης.

Στην Κίνα, στη δεκαετία του 1990, στην επαρχία Χενάν, οι αρχές και

ιδιαίτερα ο Λιου Τσουανσί, διευθυντής Υγείας της επαρχίας, ήταν υπεύθυνοι για

τη μετάδοση του ιού HIV σε πολύ μεγάλη κλίμακα στο πλαίσιο αιμοληψιών από

φτωχούς χωρικούς με πρωτόγονα μέσα – ακόμη και χρήση της ίδιας σύριγγας για

πολλούς δότες. Ορισμένα χωριά επλήγησαν σε ποσοστό ώς και 80% (τα αποκάλεσαν

«χωριά AIDS»). H υπόθεση αποκαλύφθηκε το 1996 από τον γιατρό Γκάο Γιαοτζιέ.

Στο Ιράν, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο πρώην επικεφαλής του

κέντρου μεταγγίσεων αίματος της χώρας, δρ Φαραντί δικάστηκε με κατηγορίες ότι

ασθενείς προσβλήθηκαν από AIDS αφού υποβλήθηκαν σε μετάγγιση με μολυσμένο

αίμα. Ο δρ Φαραντί και άλλοι δύο γιατροί αντιμετώπισαν αρκετές κατηγορίες,

περιλαμβανομένης εκείνης της αμέλειας, επειδή εισήγαγαν από τη Γαλλία αίμα

μολυσμένο με τον ιό HIV.

Στην Πορτογαλία, δικαστήριο απήγγειλε το 2001 κατηγορίες εναντίον του

πρώην υπουργού Υγείας Λεονόρ Μπελέζα για σκάνδαλο μολυσμένου αίματος τον καιρό

που ήταν υπουργός, στη δεκαετία του 1980. Περισσότεροι από 100 Πορτογάλοι

αιμοφιλικοί μολύνθηκαν από τον ιό του AIDS αφού έκαναν μεταγγίσεις με

μολυσμένο πλάσμα αίματος που είχε εισαχθεί και διανεμηθεί από τη δημόσια

υπηρεσία υγείας.

Στη Βρετανία, περισσότεροι από 1.200 αιμοφιλικοί μολύνθηκαν στη

δεκαετία του 1980 από προϊόντα αίματος μολυσμένα από τον ιό HIV. Το 2003,

λιγότεροι από 400 βρίσκονταν ακόμη στη ζωή.