«Και γράφω ακόμη και θα γράφω μέχρι να κλείσουνε τα μάτια μου οριστικά και

θα πέσει η πένα από το χέρι μου». Ο Γιώργης Ψυχουντάκης, ο βοσκός που στα δέκα

του χρόνια έκλεψε από τον δίσκο του παπά για ν’ αγοράσει τετράδιο και μολύβι,

ο «Κρητικός Μαντατοφόρος», συναγωνιστής του Πάτρικ Λι Φέρμορ, σταμάτησε να

γράφει πριν από ενάμιση μήνα, στο τέλος της ζωής του.

«Με επιμονή και υπομονή και θέληση άλλη τόση, άνθρωπος ίντα θα σκεφτεί να μην

το κατορθώσει;», ήταν το τετράστιχο που έφτιαξε ο Ψυχουντάκης για να αναφερθεί

στην προσπάθειά του να μεταφράσει τα Ομηρικά Έπη (Αριστερά). Ο «Κρητικός

Μαντατοφόρος» έχει επανεκδοθεί επανειλημμένως στα αγγλικά και έχει

κυκλοφορήσει στα ουγγρικά ενώ έχει εξαντληθεί η ελληνική έκδοση (δεξιά)

Έχοντας μόνο το απολυτήριο του Δημοτικού Σχολείου και γεννημένος στο ορεινό

χωριό Ασή Γωνιά των Χανίων το 1920 έζησε μια ζωή «γεμάτη αντιφάσεις, πόνο,

ευτυχία, τρέλα. Ήταν η ζωή ενός Οδυσσέα όπως αυτός τον ένιωσε» αναφέρει ο

πρώην πρύτανης του Πολυτεχνείου Κρήτης κ. Γιάννης Φίλης για τον Ψυχουντάκη,

τον οποίο είχε γνωρίσει καλά τα τελευταία χρόνια.

«Ένας Κρητικός βοσκός ακόμα και αγράμματος (που ο Γιώργος δεν είναι) έχει πολύ

μεγαλύτερο λεξιλόγιο από τον μέσο Άγγλο εμποροϋπάλληλο και ένα έμφυτο πάθος

για να εκφραστεί και να ρητορεύσει. Ο Έλληνας που κομπιάζει είναι μια πολύ

σπάνια ιδιοτροπία της φύσεως» γράφει σε ένα σημείωμά του για τον Ψυχουντάκη ο

Πάτρικ Λι Φέρμορ, ο συναγωνιστής του στα χρόνια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου.

«Δεκάχρονο παιδί ο Γιώργης θέλησε να κλέψει από τον δίσκο του παπά, για να

αγοράσει τετράδιο και μολύβι. H ταπείνωση όμως στην οποία του ζήτησαν να

υποβληθεί, για να ζητήσει συγγνώμη, τον οδήγησε σε δύο απόπειρες αυτοκτονίας»,

αναφέρεται στα παιδικά χρόνια του Ψυχουντάκη ο φιλόλογος και ιστορικός Κώστας

Μουτζούρης.

Ο Ερωτόκριτος. Ο Γιώργης Ψυχουντάκης γίνεται βοσκός. Αλλά αυτό δεν του

είναι αρκετό. Τον μαγεύει ο Κρητικός δεκαπεντασύλλαβος του Ερωτόκριτου. Και

εκεί που βόσκει τα πρόβατά του παίρνει χαρτί και μολύβι και γράφει τους

πρώτους στίχους του. «Όταν ξέσπασε ο Ελληνοϊταλικός πόλεμος έγραψε την ιστορία

του πολέμου όπως την άκουγε από το μοναδικό ραδιόφωνο του χωριού του. Στη Μάχη

της Κρήτης αφήνει τα πρόβατά του και κατεβαίνει να πολεμήσει του Γερμανούς.

Από τον Οκτώβριο του 1941 γίνεται αγγελιοφόρος της αγγλικής κατασκοπείας και

παρακολούθησης των Γερμανών, στην αρχή υπό τον αξιωματικό Χιου Σμιθ και από

τον Αύγουστο του 1942 υπό τον Πάτρικ Λι Φέρμορ», αφηγείται ο κ. Μουτζούρης.

Ο κ. Αντώνης Πλυμάκης, φίλος και συγχωριανός του Ψυχουντάκη, λέει στα «NEA»

γι’ αυτόν: «Το χαρακτηριστικό του ήταν η αγνότητά του. Ήταν από τους

ελάχιστους αγωνιστές της αντίστασης που δεν ήταν παραμυθάς. Δεν υπήρχε

περίπτωση να σου αφηγηθεί κάτι και να σου βάλει σάλτσες και τα διάφορα. Ό,τι

έλεγε ήταν ό,τι είχε ζήσει».

Απομνημονεύματα. Τα απομνημονεύματά του από την κατοχή και την

αντίσταση αποτυπώνονται στο «Κρητικός Μαντατοφόρος» που εκδόθηκε για πρώτη

φορά στα μέσα της δεκαετίας του ’50. «Στο τέλος του πολέμου οι περισσότεροι

άνθρωποι που είχαν πάρει μέρος σκοτώθηκαν. Εγώ επέζησα. Έβαζα

τους εξάδελφους μου και με δέρνανε για να αντέξω στα βασανιστήρια σε περίπτωση

που με έπιαναν ζωντανό. Ήθελα να δω τις εξελίξεις του πολέμου και έλεγα

στον εαυτό μου όταν ήμουν μόνος μου: Γιώργη αν δεν σκοτωθείς και δεν

σκοτώσεις κανέναν, ούτε Γερμανό θα είναι το μεγαλύτερο κατόρθωμα της

ζωής και αυτό το κατάφερα», έλεγε ο Γιώργης Ψυχουντάκης σε συνέντευξή του

στον Χανιώτικο Τύπο το 1996.

Ο ορεσίβιος Κρητικός γνώρισε τα Ομηρικά Έπη το 1968 και από τότε ξεκίνησε την

προσπάθεια της μετάφρασής τους ύστερα και από προτροπή του κουμπάρου του

Μανούσου Μανουσάκη. «Με επιμονή και υπομονή και θέληση άλλη τόση, άνθρωπος

ίντα θα σκεφτεί να μην το κατορθώσει;», ήταν το τετράστιχο που έφτιαξε ο

Ψυχουντάκης για να αναφερθεί στην προσπάθειά του. Το 1979 εκδίδεται η

μετάφρασή του στην «Οδύσσεια» και στα 1995 στην «Ιλιάδα» από τις

Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

«Έδειξε πολύ σωστή κρίση με την επιλογή της κρητικής καθομιλουμένης όπως

απαντάται στα βουνά όπου γεννήθηκε», γράφει ο Φέρμορ για την μετάφραση του

Ψυχουντάκη σε σημείωμά του προς τον καθηγητή K. A. Τρυπάνη της Ακαδημίας

Αθηνών.

Οι μεταφράσεις Καζαντζάκη. Ο Ψυχουντάκης έλεγε για την προσπάθειά του

να μεταφράσει τα Ομηρικά Έπη με στην κρητική διάλεκτο: «Θα αποτολμήσω και αν

την ερωτευτώ – την Οδύσσεια – θα τα καταφέρω. Βρήκα τις μεταφράσεις και του

Καζαντζάκη και έφτασα μέχρι την έκτη ραψωδία και δεν τα κατάφερνα. Κατέφυγα

τότε σε ένα Γάλλο φιλόλογο καθηγητή Πανεπιστημίου, τον έλεγαν Πέτρο, δεν

θυμάμαι το επίθετό του. Μιλούσε κρητικά, ήξερε όλα τα ριζίτικα, τις μαντινάδες

και τα έπη, αυτός με βοήθησε. Είχαμε αλληλογραφία, του έστελνα στίχους και με

ορμήνευε. Τελικά ανακάλυψα ένα ομηρικό λεξικό Γερμανού συγγραφέως και αυτό με

βοήθησε αρκετά. Παλιές λέξεις που χρησιμοποιούσαν ο Πολυλάς και ο Καζαντζάκης

δεν μου άρεσαν. Ειδικά στις εικόνες από τη ζωή των βοσκών εγώ ήξερα όλες τις

λεπτομέρειες και διόρθωνα τα λάθη τους. Και οι δύο αυτοί συγγραφείς δεν είχαν

κατανοήσει πως ο ομηρικός αργαλειός ήταν κάθετος και όχι οριζόντιος όπως ο

σημερινός. Ο Καζαντζάκης αποκαλεί τα ζώα που κάνουν γάλα έγγαλα, εμείς ακόμα

και σήμερα τα λέμε γαλατάρια».

Σε σπηλιές έγραφε με το φως μιας λάμπας

«Ο Έλληνας που κομπιάζει είναι μια πολύ σπάνια ιδιοτροπία της φύσεως», γράφει

σε ένα σημείωμά του για τον Ψυχουντάκη ο Πάτρικ Λι Φέρμορ, ο συναγωνιστής του

στα χρόνια του B’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Ψυχουντάκης μετείχε στην αντίσταση μεταφέροντας μηνύματα, ασυρμάτους

σε ζώα ή στην πλάτη του, όπλα και εκρηκτικά, συχνά μέσα από μπλόκα Γερμανών,

φυγαδεύοντας Βρετανούς.

Όταν τελείωσε ο πόλεμος είχε στο ενεργητικό του 4 χρόνια αντίστασης, 6 μήνες

στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, πολλές θερμές φιλίες και κάτι αγγλικές

φράσεις. Θεωρήθηκε λιποτάκτης του Ελληνικού Στρατού επειδή δεν είχε

πιστοποιητικά της αντίστασης και οδηγήθηκε δέσμιος στις φυλακές του Πειραιά

και της Μακεδονίας επί μήνες. Όταν βρέθηκαν τα χαρτιά του τον έστειλαν στον

Ελληνικό Στρατό στην Πίνδο επί δύο χρόνια.

Γύρισε στην Ασή Γωνιά και δούλευες ως εργάτης ή καρβουνιάρης. Τις νύχτες έμενε

σε σπηλιές γράφοντας με το ισχνό φως μιας λάμπας. Έτσι έγραψε τον «Κρητικό

Μαντατοφόρο». Αργότερα, με την προτροπή του Χανιώτη Μανούσου Μανουσάκη,

μετέφρασε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια στο κρητικό ιδίωμα. Για το έργο του

αυτό, που εξέδωσαν οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, βραβεύτηκε από την

Ακαδημία Αθηνών. Επίσης είχε μεταφράσει το «Έργα και Ημέρες του Ησιόδου» και

έχει γράψει το γραφικό «Όντεν ήμουν μαθητής» και «Αετοφωλιές στην Κρήτη:

Λαογραφία Ασή Γωνιάς» που εκδόθηκε από την δημοτική πολιτιστική επιχείρηση

Χανίων το 1999. Ο «Κρητικός Μαντατοφόρος» έχει επανεκδοθεί επανειλημμένως στα

αγγλικά και έχει κυκλοφορήσει στα ουγγρικά. Έχει εξαντληθεί η ελληνική έκδοση.