Ο Αραφάτ ενσάρκωνε πλήρως την πιο ωραία και πιο άθλια όψη του

παλαιστινιακού ονείρου. Άκουσα χθες ξανά την κασέτα από μία συνέντευξη που του

είχα πάρει πριν από 21 χρόνια. Καθόμασταν μαζί έξω, σε μια κρύα, σκοτεινή

βουνοπλαγιά έξω από την Τρίπολη, το λιμάνι του βόρειου Λιβάνου.

Χιλιάδες χέρια υψώθηκαν στον αέρα, στο σήμα της νίκης, σε σφιχτές γροθιές,

μόλις φάνηκε στον ορίζοντα το ελικόπτερο που μετέφερε στη Μουκάτα από το Κάιρο

τη σορό του Γιάσερ Αραφάτ

Ήταν το 1983, όταν ο «γέρος» – πάντα τον αποκαλούσαν «γέρο», πολύ πριν γεράσει

– πολιορκούνταν από τον συριακό στρατό, έναν ακόμα από τους Άραβες «αδελφούς»

που ήθελαν να ηγηθούν του παλαιστινιακού αγώνα και κατέληξαν να πολεμούν

Παλαιστινίους αντί για Ισραηλινούς. Ακόμα χειρότερα, οι Σύροι είχαν

στρατολογήσει ορισμένους από τους δικούς τους Παλαιστίνιους για να τους

βοηθήσουν στην πολιορκία. Ακριβώς έναν χρόνο νωρίτερα, ο Αραφάτ και η ΟΑΠ

είχαν αντέξει μία πολιορκία 88 ημερών στην πρωτεύουσα του Λιβάνου, τη Βηρυτό,

από τον ισραηλινό στρατό, με επικεφαλής τον τότε υπουργό Άμυνας Αριέλ Σαρόν.

Τώρα η τύχη του Αραφάτ είχε πάλι στερέψει. Ακούγονται παράσιτα από την κασέτα

και στο βάθος ο ήχος από βόμβες που πέφτουν στο βουνό. Αλλά ο Αραφάτ

ονειρεύεται την είσοδό του στην Παλαιστίνη.

Το όραμα. Ήταν ένας οραματιστής, ένα σύνηθες χαρακτηριστικό των

Παλαιστινίων που είχαν μόνο όνειρα να τους δίνουν ελπίδα. Ακόμα και τις πρώτες

μέρες, εάν απαιτούνταν να συμβιβαστεί, θα το έκανε: μπορούσε να μιλήσει στους

Ισραηλινούς, ακόμα και να αφήσει υπονοούμενα για αποδοχή του χωρισμού της

Παλαιστίνης. Όταν όμως ένας από τους δορυφόρους της ΟΑΠ έφερνε σε δύσκολη θέση

τους Παλαιστινίους – και τον κόσμο -, δολοφονώντας έναν αθώο, ο Αραφάτ

επενέβαινε για να αποφευχθεί περαιτέρω τραγωδία, αποκτώντας έτσι κύρος από τα

εγκλήματα της δικής του οργάνωσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η δολοφονία από

Παλαιστινίους του παράλυτου Εβραίου Λίον Κλίνγκχοφερ στο κρουαζιερόπλοιο

«Ακίλε Λάουρο», το 1985, επισκιάστηκε από την ανθρωπιστική κίνηση του Αραφάτ,

ο οποίος κανόνισε την απελευθέρωση των υπόλοιπων 300 επιβατών.

Αλλά ήταν το μεγαλύτερο πολιτικό του σφάλμα – η υποστήριξή του προς τον Σαντάμ

Χουσεΐν μετά την εισβολή του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1991- που του έδωσε τη

μεγαλύτερη και πύρρεια νίκη του. Όπως ο βασιλιάς Χουσεΐν, ο οποίος επίσης είχε

αρνηθεί να υποστηρίξει την Pax Americana του πατέρα Μπους, ο Αραφάτ ήταν τώρα

αρκετά αδύναμος ώστε να κάνει ειρήνη με το Ισραήλ. Και η συμφωνία του Όσλο, η

πιο ασταθής ειρηνευτική συμφωνία μετά τις Βερσαλλίες, ήταν το δόλωμα για να

τον τραβήξει. Ο Αραφάτ νόμιζε ότι του δινόταν η Παλαιστίνη – κρατική οντότητα,

γραμματόσημα, εθνικές αερογραμμές, κύρος, θαυμασμός, ανατολική Ιερουσαλήμ και

ένας στρατός – αλλά τίποτε τέτοιο δεν του προσφερόταν. Αντίθετα, το Όσλο

αποδείχτηκε πως ήταν προσφορά συνεργασίας: ο Αραφάτ καλούνταν να αστυνομεύσει

τη Δυτική Όχθη και τη Γάζα για λογαριασμό του Ισραήλ. H δουλειά του δεν ήταν

να εκπροσωπεί τον λαό του αλλά να τον «ελέγχει», γι’ αυτό ακριβώς και οι

Ισραηλινοί τόσο γρήγορα πιάστηκαν από την ερώτηση που έκαναν σημαία τους,

«μπορεί ο Αραφάτ να ελέγχει τον δικό του λαό;».

H Χαμάς. Φυσικά και ο Αραφάτ δεν μπορούσε. H Χαμάς ήταν ένα ισραηλινό

δημιούργημα, που σκοπό είχε να μετριάσει την ισχύ του Αραφάτ, την εποχή που η

ΟΑΠ ήταν οι «υπερτρομοκράτες» της Μέσης Ανατολής, και ο Αραφάτ δεν ήταν

διατεθειμένος να διεξαγάγει εμφύλιο πόλεμο μέσα στην «Παλαιστίνη» για

λογαριασμό του Ισραήλ. Οπότε, κρεμάστηκε από την εξουσία χωρίς κύρος αλλά με

χρήματα, δωροδοκώντας τους μαχητές και τους συνεργάτες του, παραβλέποντας

κάποια παρακλάδια της ΟΑΠ που είχαν αυτονομηθεί, υποσχόμενος ταυτόχρονα στους

Παλαιστίνιους ασφάλεια, ειρήνη, ευημερία, κρατική οντότητα και όλα τα άλλα

πράγματα που το Όσλο δεν τους έδινε.

Απελπιστικοί μεσήλικες

H εξάρτησή του από την «αυλή» ήταν μέρος της αποτυχίας του. Απρόθυμος να

επιτρέψει σε νεώτερους, μορφωμένους Παλαιστίνιους να ενταχθούν στην

παλαιστινιακή διοίκηση, ακόμα και στο δίκτυο δημοσίων σχέσεων, περικυκλώθηκε

γρήγορα από απελπιστικούς μεσήλικες εκπροσώπους, των οποίων η οργή ήταν δυνατή

αλλά τα αγγλικά τους ακατανόητα (ένα λάθος που δεν έκαναν οι προπαγανδιστές

του Ισραήλ). Όταν το Ισραήλ υπαναχώρησε από συμφωνίες που είχε υπογράψει,

ειδικά επί Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο Αραφάτ ζήτησε από τους Αμερικανούς βοήθεια

για να τηρηθεί ένα χρονοδιάγραμμα στο οποίο κανείς, εκτός από τον ίδιο, δεν

πίστευε. «Εναπόκειται στα δύο εμπλεκόμενα μέρη», απαντούσε το Στέιτ

Ντιπάρτμεντ, εννοώντας πως όλες τις αποφάσεις πρέπει να τις λάβει το

ισχυρότερο μέρος από τα δύο, οι Ισραηλινοί.

Δεν μπόρεσε

Ο Αραφάτ δεν μπόρεσε να προστατεύσει τον λαό του από τις ισραηλινές

στρατιωτικές εισβολές ή από τις αεροπορικές επιθέσεις και δεν μπόρεσε να

προστατεύσει τους Ισραηλινούς όταν οι Παλαιστίνιοι καμικάζι βομβιστές άρχισαν

να ανατινάζονται ανάμεσα στους Ισραηλινούς. Δεν μπόρεσε να σταματήσει την

κατασκευή παράνομων οικισμών για Εβραίους σε αραβική γη, και δεν μπόρεσε να

αποκτήσει ούτε ένα κομματάκι της Ιερουσαλήμ ως παλαιστινιακή πρωτεύουσα. Δεν

μπόρεσε να πάρει άδεια για την επιστροφή ούτε ενός Παλαιστίνιου πρόσφυγα στο

σπίτι από το οποίο είχε διωχθεί η οικογένειά του το 1948. Δεν μπόρεσε να

φυλάξει τα εθνικά σύνορα του λαού του. Δεν του επιτρεπόταν να ελέγχει το

αεροδρόμιό του. Στο τέλος, το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να φύγει από το

γκρεμισμένο κτίριο στο οποίο ζούσε, ξεκινώντας τη μακρά διαδικασία του θανάτου

του.

Επιμέλεια: Αμαλία Νεγρεπόντη