Στην Αθήνα υπάρχει οργασμός. Τα πάντα κινούνται, κτίζονται, σκάβονται και

επισκευάζονται. Υπάρχει επίσης και η διάθεση του χρωματισμού των κτιρίων. Αυτή

η πρόθεση να ξαναβρεί η πόλις τον χρωματισμό της είναι καλή.

Από την άλλη άποψη όμως πρέπει να αποφευχθούν τα λάθη. Είπαμε να βάψουμε την

Αθήνα, αλλά όχι όπως θέλουμε. Όταν στα νεοκλασικά κτίρια υπήρχε χρώμα, θα

έπρεπε να μελετηθεί και να επαναφερθεί αυτό. Και είναι δύσκολο γιατί τα κτίρια

αυτά ήταν βαμμένα με τον ασβέστη, αναμεμειγμένο με ώχρα και χοντροκόκκινο, τα

οποία ήταν γήινα χρώματα, δηλαδή χώμα από τη γη. Και το αποτέλεσμα έβγαινε μια

πάρα πολύ απαλή ώχρα, σχεδόν ένα μπεζ χρώμα. Ή ένα τριανταφυλλί, όταν η

ανάμειξη είχε περισσότερο χοντροκόκκινο και λιγότερη ώχρα.

Υπήρχε και λίγο γαλάζιο που επιτυγχάνετο με ανάμειξη του λουλακί και του

ασβέστη. Υπήρχε και το λευκό από καθαρό ασβέστη, που δίπλα στα άλλα χρώματα

βοηθούσε δίνοντας το φως.

H Αθήνα τότε, όταν περπατούσες στους δρόμους της, νόμιζες ότι λουζόσουν σ’ ένα

χρυσοώχρινο φως. Το αναφέρει και ο Χένρι Μίλερ στον «Κολοσσό του Μαρουσιού»,

όπου μόλις φθάνει στην Αθήνα γράφει ότι του φαίνεται πως η πόλις είναι

τυλιγμένη σε μια σκόνη ώχρας. Με τα σημερινά ακρυλικά χρώματα πρέπει να

προσέχουμε να μη μας βγαίνει κίτρινο. Γιατί σε πολλά κτίρια λόγω κακής

αναμείξεως βγαίνει δυστυχώς ένα κιτρινιάρικο χρώμα.

Στην Αθήνα όμως εκτός από τα νεοκλασικά υπήρχαν και τα κτίρια του Μεσοπολέμου,

που ήταν φτιαγμένα εξωτερικά με αρτιφισιέλ. Δηλαδή η πρόσοψη ήταν με

τσιμεντένιο σοβά, χτυπημένο υπομονετικά με το κοπανάκι και το χτένι. Αλλά και

στη δεκαετία του ’60 χτίστηκαν και πολύ ωραίες πολυκατοικίες με τον ίδιο τρόπο

αρτιφισιέλ, οι οποίες υπάρχουν και μέχρι σήμερα και είναι πολύ ωραιότερες από

τα τζαμένια και τα μεταμοντερνικά κτίρια, που ξεφυτρώνουν ξαφνικά στην πόλη.

Σ’ αυτά τα κτίρια τα αρτιφισιέλ, θέλω να επιστήσω την προσοχή. Γιατί δυστυχώς

βάφονται με ακρυλικά χρώματα, αντί να μένουν ως έχουν, δηλαδή άβαφα, όπως ο

αρχιτέκτονας τα σχεδίασε. Το αρτιφισιέλ πρέπει να μένει εμφανές και να μην

καλύπτεται με χρώμα. Και όσα έχουν βαφή, έπειτα από μερικά χρόνια θα

ξεφλουδίζουν άσχημα λόγω του υδρατμού που δημιουργείται μεταξύ σοβά και

χρώματος. Θα πρέπει αντιθέτως να καθαρίζονται οι προσόψεις οι αρτιφισιέλ με

νεροβολή που είναι πιο ανέξοδη και θα καθάριζε επιπλέον τον τοίχο,

αποκαλύπτοντας ακριβώς την υφή και το χρώμα του.

Γιατί δεν ρωτούν τους ειδικούς που γνωρίζουν τι θα έπρεπε να γίνει; Όσο για τα

πεζοδρόμια, απ’ ό,τι γνωρίζω και θυμάμαι, ήταν στρωμένα με χοντρές

μαρμαρόπλακες, οι οποίες έδιναν ένα δυναμικό στοιχείο στα δάπεδα.

Αλλά σιγά σιγά αφαιρέθηκαν σταδιακά για να μπουν αυτά τα ροζ πλακάκια που δεν

δένουν χρωματικά με τα κτίρια. Έπρεπε να είχαν διατηρηθεί οι μαρμαρόπλακες,

που ήταν και ακανόνιστες, για να έχουμε και διατήρηση της ιστορίας της πόλης

μας: ότι στα ίδια πεζοδρόμια που βάδισαν και οι πρόγονοί μας, ακολουθούμε κι

εμείς τα βήματά τους. Εξάλλου πιστεύω ότι ο πολιτισμός μιας πόλης φαίνεται από

τα πεζοδρόμιά της.

Ο Πικιώνης το απέδειξε.

Ο Αλέκος Φασιανός είναι ζωγράφος