Ήταν ημέρες Πάσχα – το περασμένο Μεγάλο Σάββατο – στη Σάμο και το αυτοκινητάκι

που είχαμε νοικιάσει παρκάρισε όλο ορμή μπροστά στο Ηραίον. Το ίδιο

ενθουσιώδεις και οι επιβάτες του – μικροί και μεγάλοι – πετάχτηκαν έξω για να

θαυμάσουν μέσα στο λαμπρό φως του Αιγαίου τα περίτεχνα αριστουργήματα του

αρχαίου ναού. Βιαστήκαμε προφανώς να χαρούμε. Τα κάγκελα ήταν σφιχτοκλειδωμένα

και το χαρτί στην είσοδο ανέκοπτε κάθε αρχαιολογική και ιστορική διάθεση.

Απεργία ειδικά για το τριήμερο εκείνο, μας πληροφορούσε. Αποχωρήσαμε

σκυθρωποί, μαζί με όλους τους άλλους Έλληνες και ξένους επισκέπτες, που

ερχόντουσαν κατά κύματα με αυτοκίνητα ή μοτοσυκλέτες στον ιερό χώρο.

Πρωτομαγιά στον Μυστρά… Υπομείναμε στωικά την αδιαθεσία στα στομάχια των

μικρών παιδιών από τις στροφές που χρειάσθηκε να περάσουμε μέχρι να φτάσουμε

στην παραμυθένια βυζαντινή πολιτεία. «Αξίζει την ταλαιπωρία ο τελικός μας

σκοπός», λέγαμε για παρηγοριά ο ένας γονιός στον άλλον. Πολύς κόσμος ήταν

μαζεμένος στην είσοδο, που είχε σαν κι εμάς τη βεβαιότητα ότι δεν ήταν δυνατό

να είναι κλειστός ο χώρος μια τέτοια μέρα. Κι όμως, ήταν – ακριβώς «λόγω

αργίας»! Όπου και να πάω, η Ελλάδα με πληγώνει…

Όλα τούτα τα ξανάφερα, σαν χθες, στον νου μου, βλέποντας για άλλη μια φορά τις

πόρτες της κληρονομιάς μας κλειστές για εβδομάδες από τις απεργίες των

υπαλλήλων του υπουργείου Πολιτισμού. Και η φράση της – φιλότεχνης μεν,

εργαζόμενης δε – φίλης ήρθε να προσθέσει μια ακόμα δυσάρεστη πινελιά στο

σκηνικό. «Τα μουσεία στην Ελλάδα είναι μόνο για τους… αργόσχολους», είπε

μελαγχολικά.

Σε μια χώρα όπου δεν υπάρχει η παιδεία και η συνήθεια να πηγαίνουν τακτικά τα

ζευγάρια, οι οικογένειες και οι παρέες στις αίθουσες τέχνης, και τα μουσεία

θεωρούνται χώροι μόνο για τουρίστες και βαρετές σχολικές εκδρομές, τα ωράρια

τους είναι φτιαγμένα λες και θέλουν ακριβώς να διαιωνίσουν αυτή την κατάσταση.

Ευτυχής εξαίρεση το Μουσείο Μπενάκη, που καθιέρωσε μία ημέρα (την Πέμπτη) να

μένει ανοιχτό έως τις 12 το βράδυ, αλλά και να διαθέτει ένα υπέροχο εστιατόριο

στον τελευταίο του όροφο. Θα βρει, άραγε, μιμητές, για να προσελκύσουν τους

Έλληνες στην ομορφιά και στην ιστορία;