Ένα γραφειοκρατικό αλαλούμ με υπηρεσίες που αλληλοσυγκρούονται,

δικαστήρια που εκδίδουν αντίθετες δικαστικές αποφάσεις, λόγω της πολυνομίας

και της επικάλυψης αρμοδιοτήτων, καθώς και χρονοβόρες διαδικασίες που οδηγούν

σε «τετελεσμένα», συνοδεύουν τους περισσότερους φακέλους κατεδάφισης

αυθαιρέτων.

Σε εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας, μία υπόθεση που αφορά το ίδιο αυθαίρετο

κτίσμα μπορεί την ίδια στιγμή να απασχολεί το Δασαρχείο και την Κτηματική

Υπηρεσία του Δημοσίου ή τις πολεοδομικές υπηρεσίες και ταυτόχρονα να εκκρεμεί,

ύστερα από σχετικές προσφυγές στο Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά και στα

τακτικά δικαστήρια!

Κατ’ αρχήν είναι η αρμόδια υπηρεσία και ο φορέας στον οποίο υπάγεται: Εάν ένα

αυθαίρετο κτίσμα κριθεί ότι βρίσκεται σε δάσος ή περιοχή με δασικό χαρακτήρα,

τότε αρμόδια για να αποφανθεί για την παρανομία και να αποφασίσει την

κατεδάφιση του αυθαιρέτου είναι η Δασική Υπηρεσία, η οποία υπάγεται πλέον στις

Περιφέρειες. Εάν το κτίσμα βρίσκεται στα όρια αιγιαλού, η αρμοδιότητα περνά

στην Κτηματική Υπηρεσία που εδρεύει στις Νομαρχίες και υπάγεται στο υπουργείο

Οικονομικών. Και στην περίπτωση που το αυθαίρετο βρίσκεται εκτός δασών ή

αιγιαλίτιδας ζώνης, τότε αρμόδια υπηρεσία για να αποφασίσει την κατεδάφισή του

είναι η Πολεοδομία, που υπάγεται στους Δήμους.

Διαφορετικό νομοθετικό πλαίσιο

Καθεμία από τις παραπάνω υπηρεσίες λειτουργεί υπό διαφορετικό νομοθετικό

πλαίσιο και σε αρκετές περιπτώσεις έχει συμβεί να κινητοποιηθούν ταυτοχρόνως

για το ίδιο αυθαίρετο ακίνητο, όπως, για παράδειγμα, για ένα ακίνητο που

βρίσκεται σε παραθαλάσσια εκτός σχεδίου περιοχή, ένα τμήμα της οποίας

εφάπτεται και με την αιγιαλίτιδα ζώνη.

Από τη στιγμή που εκδίδεται πρωτόκολλο κατεδάφισης από μια υπηρεσία, ανοίγει

ένας δεύτερος δικαστικός κύκλος με προσφυγές για ακύρωση του πρωτοκόλλου και

για την αναστολή του. Αρμόδιο για την ακύρωση ή την αναστολή είναι το

Συμβούλιο της Επικρατείας, αλλά την ίδια στιγμή μπορεί να υποβληθεί αίτηση και

στα τακτικά δικαστήρια για ματαίωση της κατεδάφισης ή για να κριθεί ότι το

πρωτόκολλο κατεδάφισης έχει περιπέσει σε «αχρησία» επειδή είχε εκδοθεί πριν

από αρκετά χρόνια. Σ’ αυτή την περίπτωση οι προσφεύγοντες ζητούν να

κοινοποιηθεί εκ νέου η εντολή κατεδάφισης, ενώ το μπλέξιμο γίνεται ακόμη

μεγαλύτερο εάν κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε υπήρξαν και αλλαγές

πολεοδομικού χαρακτήρα, όπως η επέκταση σχεδίων πόλεως, η αναθεώρηση της

οριογραμμής του αιγιαλού κ.ά.