«Ασπίδα προστασίας» στους παραδοσιακούς οικισμούς υψώνει το Συμβούλιο

της Επικρατείας, κρίνοντας ότι δεν μπορούν να ανατραπούν οι όροι δόμησης που

ισχύουν σε αυτούς και να γίνουν πλέον ευνοϊκότεροι, ούτε να επανέλθουν σε ισχύ

παλαιότερες πολεοδομικές ρυθμίσεις που οδηγούν σε αλλοίωση του παραδοσιακού

χαρακτήρα ενός οικισμού.

Με αυτό το σκεπτικό, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου έκρινε

ως αντισυνταγματικές διατάξεις του νόμου 2940/2001 που επέτρεπαν ειδικά για

την Ερμούπολη της Σύρου να επανέλθουν σε ισχύ οι όροι δόμησης που είχαν

θεσπιστεί το 1976, προτού δηλαδή η πρωτεύουσα των Κυκλάδων κηρυχθεί (στο

μεγαλύτερο τμήμα της) παραδοσιακός οικισμός.

Οι διατάξεις του νόμου του 2001 «έπεσαν» στο ΣτΕ με αφορμή την άδεια που είχε

εκδοθεί για την ανέγερση μιας τριώροφης οικοδομής με υπόγειο στην πλατεία

Αγίου Νικολάου της Ερμούπολης. H οικοδομή, μάλιστα, που καταστρατηγούσε τους

όρους δόμησης που ισχύουν σε προστατευόμενους παραδοσιακούς οικισμούς,

υπερκάλυπτε κατοικία που είχε ανεγερθεί τον 18ο αιώνα και είναι χαρακτηρισμένη

από το υπουργείο Πολιτισμού ως έργο τέχνης και ιστορικό διατηρητέο μνημείο.

Πανελλαδική εφαρμογή

H απόφαση του ΣτΕ έχει ουσιαστικά πανελλαδική εφαρμογή σε ό,τι αφορά τις

πολεοδομικές αλλαγές για τους παραδοσιακούς οικισμούς, καθώς σημειώνει ότι

είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα (άρθρο 24) «κάθε διάταξη νόμου με την οποία

αντικαθίστανται όροι και περιορισμοί δόμησης σε έναν παραδοσιακό οικισμό και

συνεπάγονται την υπαγωγή του σε κανόνες δόμησης που είχαν επιβληθεί με γενικά

πολεοδομικά κριτήρια…».

H Ολομέλεια του ΣτΕ επισημαίνει, επίσης, ότι οι αντίστοιχες πολεοδομικές

αλλαγές «θα πρέπει να συναρτώνται με τον χαρακτηρισμό του οικισμού ως

παραδοσιακού και εντεύθεν με τον σκοπό της διατήρησης και ανάδειξης του

χαρακτήρα αυτού». Κι αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι στους παραδοσιακούς

οικισμούς οι όροι δόμησης μπορούν με μία νομοθετική ρύθμιση να γίνουν

αυστηρότεροι και όχι ευνοϊκότεροι.