Κεντρική – Νότια Μικρασία. Περιφέρεια Καισάρειας. Ανδρονίκι (Endurluk).

Το Ανδρονίκι βρίσκεται 11 χλμ. NA της Καισάρειας στις βόρειες υπώρειες του

βουνού Τεκίρι, γύρω στα 4 χλμ. N της κορυφής του Διδύμου. Το χωριό είναι

κτισμένο μέσα σε ανώνυμη ρεματιά. Οι κάτοικοί του ήταν Έλληνες τουρκόφωνοι (53

οικογένειες – 145 άτομα) και Τούρκοι (150 άτομα). Το Ανδρονίκι ήταν

μουχταρλίκι και υπαγόταν απευθείας στο καϊμακαμλίκι της Μουταλάσκης, στο

μουτεσαριφλίκι της Καισάρειας και στο βαλελίκι της Άγκυρας. Εκκλησιαστικά

ανήκε στη μητρόπολη της Καισάρειας. Είχε σχέσεις και συναλλαγές με ελληνικούς

και τουρκικούς οικισμούς.



Εσάς σας αγαπούσαμε και σας αγαπούμε

(Μαρτυρία Ουρανίας Ζαχαριάδη, Νίκαια)

Πάνορμος. Το πλήθος στην προκυμαία περιμένει την άφιξη του βασιλιά

Αλέξανδρου. (Φωτογραφικό Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών)

Πολλά χρόνια πριν από τον πόλεμο που κάμαμε με τους Τούρκους, φάνηκε στον

ουρανό ένας σταυρός από μεγάλα και μικρά άστρα κι ακούστηκε μια βουή. Είπαν

τότε «πόλεμος θα γίνει». Εγώ δεν τον είδα το σταυρό, αμά τη βουή την άκουσα.

Σε λίγο τούμπανα χτυπήσανε για να παίρνουνε στρατιώτες

…………

Σ φ α γ έ ς A ρ μ ε ν α ί ω ν

Πριν το Σεφέρ Μπεϊλίκι*, κυνήγησαν τους Αρμεναίους.

Δεν είχαμε Αρμεναίους στο Ανδρονίκι, αμά στα Άδανα, που ήτον ο γαμπρός μου,

μας έλεγε πως ήτον μεγάλο το κακό. Όλους τους Αρμεναίους τα σπίτια τα κάψανε

και με τους Αρμεναίους χτυπήθηκαν. Οι Αρμεναίοι κρυμμένοι μέσα σε υπόγεια

χτυπούσαν τους Τούρκους και οι Τούρκοι πάλι τους έσφαζαν όπου τους έβρισκαν.

Οι Έλληνες όλοι ήσαν κλεισμένοι σε κάποιο ελληνικό σπίτι. Εκεί σήκωσαν σημαία:

«εδώ Έλληνες είναι» έδειχνε… Στο μαγαζί του γαμπρού μου, στο υπόγειο, είχε

κρυφτεί ένας Αρμένης. Από το παράθυρο του υπογείου σκότωνε όποιο Τούρκο

περνούσε. Οι Τούρκοι θαρρούσαν πως ήταν ο γαμπρός μου που σκότωνε και ήσαν

αγριεμένοι. Στο τέλος έσπασαν το μαγαζί, βρήκαν τον Αρμένη, τον έσφαξαν κι

έκαψαν και το μαγαζί. Αυτά έγιναν στα Άδανα. Αρμεναίους είχε και στην

Καισάρεια και στο Τουλούς. Μάθαμε, αυτούς τους κάμαν εξορία. Κάμποσοι

Αρμεναίοι, ακούσαμε, έγιναν Τούρκοι και δεν εξορίστηκαν. Μα πάλι λέγανε πως

από μέσα ήσαν Αρμεναίοι.

………………….

Το Εντιρλίκ, ήτον ένα εξοχικό μέρος της Καισάρειας, πολύ όμορφο και πολύ

πλούσιο. Τι καρύδια ήταν εκείνα! Τι μήλα! Ήταν και μια καρυδιά του Ανδρόνικου

Τεστιμίρογλου. Πέντε άνδρες χρειάζονταν για να αγκαλιάσουν το κορμί της. Πέντε

έξι οικογένειες μοιράζονταν τα καρύδια της. Όλο το σόι των Τεστιμίρογλου.

Αυτή η καρυδιά γέννησε μέσα της μια ουσία που την έλεγαν ουρ. Αυτή η ουσία

φωτογράφιζε τη φύση. Περνούσε κοπάδι, το φωτογράφιζε. Περνούσε άνθρωπος, τον

φωτογράφιζε. Ήρθαν μια μέρα Εγγλέζοι και έδωσαν στους Τεστιμίρογλου 50 χρυσές

λίρες να το αγοράσουν. Δεν το έδωσαν όμως εκείνοι, γιατί το δένδρο κατέβαζε

πολύ καρπό. Μετά σάπισε. Ο κορμός μέσα έγινε κούφιος και ολόκληρος άνθρωπος

μπορούσε να κάτσει μέσα.

Τέτοιο πλούσιο μέρος ήταν το Εντιρλίκ. Τέτοιο πλούσιο και τέτοιο όμορφο, που

οι ξένοι ήρχονταν το καλοκαίρι και έμεναν· και θαύμαζαν τις γυναίκες και τα

κορίτσια για τα μήλα που είχαν στο πρόσωπο.

Οι Τούρκοι σ’ εμάς ήταν καλοί. Δε μας πείραζαν. Ούτε αλλάξανε με τον πόλεμο

της Σμύρνης.

Κάποια μέρα άρχισαν να λένε. «Θα φύγομε, θα φύγομε. Θα γίνει Ανταλλαγή». Δυο

χρόνια είχαμε αγωνία. Πώς να αφήναμε εκείνα τα σπίτια! Εκείνα τα χτήματα!

Εκείνη την εκκλησία! Τι εκκλησά! Τέτοια εκκλησά αλλού δεν είδα. Εδώ δε

βρίσκεται».

Τελευταίος χρόνος ήταν που μέναμε στο χωριό. Εκείνη τη χρονιά, αυτό το κάναμε

κάθε χρόνο, πήραμε φαγητά, γιαούρτια, παστρουμάδες, φρούτα κι ό,τι άλλο, τόσα

που δεν πήραμε ποτέ, σαν να θέλαμε να φάμε και για τους χρόνους που θα

λείπαμε, και ανεβήκαμε στον Άι-Γιώργη, πάνω στο βουνό. Λειτουργηθήκαμε,

τραγουδήσαμε, χορέψαμε και ξανά δεν πήγαμε.

Μια μέρα ήρθε η είδηση να ετοιμαστούμε. Στην Καισάρεια έμενε η Επιτροπή του

τόπου κι εκείνη έστειλε το μήνυμα, «ετοιμαστείτε, θα γίνει Ανταλλαγή».

Τα πράματα, όποιο δεν μπορεί να έρθει**, τα πουλήσαμε. Τραπέζια, καρέκλες, τα

πολλά μεγάλα μπακίρια, όλα τα δώσαμε. Τα μικρά τα φέραμε. Ένα σεντούκι

μπακίρια πήραμε μαζί μας. Μπαμπάκια φέραμε. Μαλλιά φέραμε. Χρήματα φέραμε.

Πήγαμε και στην εκκλησία· λειτουργηθήκαμε, κοινωνήσαμε και κάμαμε τρισάγιο στα

μνήματα. Κλάψαμε. Ήταν σπαραγμός. H Ζηνοβία Βασίλογλου έλεγε στιχάκια πάνω από

τα μνήματα.

H επιτροπή μας… άρχισε να μαζεύει τα πράματα της εκκλησίας. Τα έβαλε όλα σε

σεντούκια. Τρεις μήνες πριν φύγουμε ήρθαν οι Τούρκοι πρόσφυγες. Ήσαν από τα

Βοδενά, κι ήσαν λίγο άγριοι.

Οι δικοί μας Τούρκοι έλεγαν: «Εσείς φεύγετε, εμείς με αυτούς δε θα μπορέσομε

να ζήσομε». H δική μας επιτροπή έδωσε στους πρόσφυγες τα σπίτια μας κι εμείς

μαζευτήκαμε δυο οικογένειες, τρεις οικογένειες μαζί. Τα χωράφια μας μόνοι τους

τα πήραν. Ούτε το πήραμε είδηση. Μια μέρα πήρα το καλάθι, πήγα στο αμπέλι να

κόψω λίγα σταφύλια. Τους βρήκα εκεί και δε μ’ άφησαν να πάρω ένα σταφύλι.

«Εμείς εσάς σας αφήσαμε αμπέλια και περβόλια». Πού μας τ’ αφήσανε δεν ξέρω…

Την άρπαξε ο Ρετζέπ και δεν την άφηνε να γυρίσει στη μάνα της

Οι νέοι Τούρκοι τα τριγύριζαν τα κορίτσια μας. Είχαμε ένα κορίτσι που το

λέγανε Μακρίνα. Ένα χρόνο πριν την Ανταλλαγή ξυπνούμε μια μέρα και ο ένας με

τον άλλο λέγαμε και ακούαμε. «H Μακρίνα πήγε στου Ρετζέπη». Άλλοι πάλι: «Ο

Ρετζέπ πήρε τη Μακρίνα». Ένα χρόνο ζούσαν μαζί. Ο Ρετζέπ φαίνεται πως

φοβούνταν μη του την πάρουν και δεν άφηνε η μάνα της να πάει. Άμα ακούστηκε

πως θα γίνει Ανταλλαγή, η Μακρίνα έγραψε στη μάνα της «μάνα, μη μ’ αφήσεις,

γιατί θα πεθάνω». Πήρε η μάνα το γράμμα, πήγε στην επιτροπή μας. «Δεν μπορούμε

να σου κάμουμε τίποτα. Να πας στη μεγάλη επιτροπή». Άμα ήρθε η μεγάλη Επιτροπή

πήγε και σ’ εκείνη. Τα είπε. Κάλεσε η Επιτροπή τον Τούρκο. «Να φέρεις το

κορίτσι εδώ».

– Αύριο.

– Όχι, τώρα, γιατί θα τηλεγραφήσουμε στον Κεμάλ.

Τότε το έφερε το κορίτσι ο Τούρκος. H Επιτροπή το κράτησε… και το παρέδωσε

στη μάνα του.

Όποιος δεν έχει λεφτά να μπει στο μνήμα»

«Πριν να φύγουμε από το Εντιρλίκ μας έδωσαν χαρτιά. Τα σπίτια μας, τ’ αμπέλια

μας, όλα γραμμένα ήσαν…

Το Σεπτέμβρη ξεκινήσαμε. Πρώτα φύγανε τα φτωχά, οι χήρες, αυτά που δεν έχουν

λεφτά. Απ’ αυτά τα φτωχά λίγα έμειναν. Πεθάνανε, λέγανε. Στο δρόμο πεθάνανε,

στο βαπόρι πεθάνανε, στην καραντίνα, δεν το ξέρω. Κείνο που ξέρω είναι πως εδώ

που ήρθαμε, δεν τα είδαμε.

Σαν φύγανε τα φτωχά, ύστερα και τα άλλα ετοιμαστήκαμε και φεύγαμε. Από το

χωριό μας ώς την Καισάρεια μας φέρανε.

H Βηθλεέμ Αποστολίδη… μια μέρα, που οι Τουρκάλες έκλαιγαν και έλεγαν πως θα

υποφέρουν από το χωρισμό μας, άρχισε να τραγουδεί.

– Μην το λες αυτό, παιδί μου. Εμείς πως θα ζήσουμε μ’ αυτούς. Σαν κι εσάς δεν

είναι.

– Εσάς σας αγαπούσαμε και σας αγαπούμε, της είπε μια Τουρκάλα.

Σαν φτάσαμε στην Καισάρεια, μας χαιρέτησαν οι χωριανοί μας Τούρκοι και

γύρισαν. Εμείς καθίσαμε εκεί δεκαπέντε μέρες.

Φύγαμε. Φτάσαμε στη Νίγδη. Είδαμε τις σκηνές γεμάτες. Κόσμος απ’ όλα τα χωριά.

Βρώμα, αρρώστια! Πολλοί λέγανε, έπιασε χολέρα. Στα χάνια, στους τοίχους, όσοι

περνούσαν έγραφαν πάνω στους τοίχους τραγούδια και στιχάκια. Θυμούμαι ένα απ’

αυτά.

«Όποιος έχει λεφτά να ‘ρθεί στη Μερσίνα.

Όποιος δεν έχει λεφτά να μπει στο μνήμα».

Μείναμε άλλες δεκαπέντε μέρες. Ύστερα φοβηθήκαμε από την αρρώστια. Ήρθε και το

μπαπόρι, ετοιμαστήκαμε και φύγαμε…

* Ευρωπαϊκός Πόλεμος

** Να μεταφερθεί

20, 25.6.1955