Το θεωρούμε φυσιολογικό. Όμως, αν συντάξουμε έναν κατάλογο με όλα όσα

γνωρίζουν για μας οι τράπεζες, θα εκπλαγούμε. Για τη χορήγηση ενός απλού

δανείου ή μιας προσωπικής κάρτας, τα πιστωτικά ιδρύματα μαθαίνουν για μας

σχεδόν τα πάντα: από την περιουσιακή μας κατάσταση μέχρι το αν είμαστε

ελεύθεροι, παντρεμένοι ή διαζευγμένοι!

Οι τράπεζες, προκειμένου να αξιολογήσουν την πιστοληπτική ικανότητα του

υποψήφιου δανειολήπτη αλλά και να συντάξουν ένα γενικότερο προφίλ κάθε πελάτη

τους με στόχο την εμπορική προώθηση όσο το δυνατόν περισσότερων προϊόντων

τους, επιδιώκουν να γνωρίζουν όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία από εκείνα

που συνθέτουν το οικονομικό του στάτους.

Για το άνοιγμα ενός απλού λογαριασμού ταμιευτηρίου, η τράπεζα συνήθως θα

ζητήσει από τον καταθέτη την αστυνομική του ταυτότητα ή το διαβατήριο και τον

Αριθμό Φορολογικού Μητρώου του (ΑΦΜ). Από την πρώτη θα πληροφορηθεί το όνομα,

το επώνυμο, τη διεύθυνση κατοικίας, την ηλικία και το επάγγελμα του καταθέτη.

Όλα τα παραπάνω είναι πολύ λίγα σε σχέση με αυτά που απαιτούν οι τράπεζες να

μάθουν από αυτούς που θέλουν να πάρουν ένα δάνειο ή μια πιστωτική κάρτα.

Σε μια αίτηση για τη χορήγηση πιστωτικής κάρτας, η τράπεζα απαιτεί να μάθει,

εκτός από τα βασικά στοιχεία, όπως είναι το όνομα, το επώνυμο, η ηλικία και ο

αριθμός της αστυνομικής μας ταυτότητας, και δεκάδες άλλα στοιχεία για τη ζωή

του αιτούντος. Κατ’ αρχήν, η τράπεζα απαιτεί να μάθει αν ο υποψήφιος για τη

χορήγηση πιστωτικής κάρτας είναι έγγαμος, άγαμος ή διαζευγμένος. Στην

περίπτωση που είναι έγγαμος, θα πρέπει να αναφέρει και τον αριθμό των

προστατευόμενων μελών, δηλαδή των παιδιών του.

Ένα άλλο στοιχείο που απαιτεί να γνωρίζει η τράπεζα για την έκδοση μιας

πιστωτικής κάρτας ή τη χορήγηση ενός προσωπικού, καταναλωτικού ή στεγαστικού

δανείου είναι αν ο υποψήφιος δανειολήπτης μένει σε ιδιόκτητη κατοικία ή σε

κατοικία την οποία ενοικιάζει. Επίσης, ο υποψήφιος δανειολήπτης θα πρέπει να

γνωστοποιήσει στην τράπεζα πόσα χρόνια μένει στη διεύθυνση που αναφέρει στην

αίτηση.

Στη συνέχεια, ο υποψήφιος δανειολήπτης θα πρέπει να αποκαλύψει στην τράπεζα το

ύψος του ετήσιου μεικτού ατομικού του εισοδήματος. Επιπλέον, θα πρέπει να

γράψει στην αίτηση το επάγγελμά του, τον εργοδότη στον οποίο εργάζεται, τη

διεύθυνση της εργασίας του, καθώς και τη θέση την οποία κατέχει στην

επιχείρηση.

Μαζί με την αίτηση για την έκδοση πιστωτικής κάρτας ή τη λήψη δανείου, ο

υποψήφιος δανειολήπτης θα πρέπει να υποβάλει στην τράπεζα αντίγραφο του

τελευταίου εκκαθαριστικού σημειώματος φορολογίας. Το τελευταίο έγγραφο

αποτελεί λεπτομερή περιγραφή της οικονομικής θέσης του υποψήφιου δανειολήπτη,

καθώς, εκτός από το ύψος του εισοδήματος, περιλαμβάνει μια σειρά από στοιχεία

για την περιουσιακή κατάσταση του ίδιου αλλά και της συζύγου του, εφόσον είναι

παντρεμένος.

Από το εκκαθαριστικό της φορολογικής δήλωσης η τράπεζα θα πληροφορηθεί τις

πηγές αλλά και το ύψος του εισοδήματος από κάθε πηγή. Για παράδειγμα, η

τράπεζα θα πληροφορηθεί αν ο υποψήφιος δανειολήπτης διαθέτει εισόδημα από

ενοικίαση κατοικιών ή επαγγελματικών χώρων. Παράλληλα, η τράπεζα θα μάθει αν

και πόσα αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες ή σκάφη αναψυχής διαθέτει ο υποψήφιος

δανειολήπτης. Επίσης, από το εκκαθαριστικό της Εφορίας η τράπεζα μπορεί να

μάθει και αν ο υποψήφιος δανειολήπτης διαθέτει πισίνα στην κατοικία του.

Επιπλέον, πριν η τράπεζα προχωρήσει στην έγκριση χορήγησης ενός δανείου ή μιας

πιστωτικής κάρτας, θα εισέλθει στο ηλεκτρονικό αρχείο της διατραπεζικής

υπηρεσίας πληροφοριών «Τειρεσίας», από την οποία θα πληροφορηθεί αν ο

υποψήφιος δανειολήπτης έχει στο παρελθόν παρουσιάσει αδυναμία εκπλήρωσης

κάποιας οικονομικής του υποχρέωσης, προς τράπεζες ή άλλους.

Από όλα τα παραπάνω στοιχεία κάθε τράπεζα βαθμολογεί την πιστοληπτική

ικανότητα του υποψήφιου δανειολήπτη και αποφασίζει αν θα προχωρήσει στη

χορήγηση του δανείου ή της πιστωτικής κάρτας.

Τα δικαιώματα των πολιτών

Σύμφωνα με την Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, οι πολίτες

έχουν δικαιώματα έναντι όσων επεξεργάζονται προσωπικά δεδομένα, στην

προκειμένη περίπτωση έναντι των τραπεζών.

Έτσι, οι πολίτες μπορούν να ενημερωθούν για τις πληροφορίες που τους αφορούν

και είναι αντικείμενο επεξεργασίας ή αρχειοθέτησης. Μπορούν, επίσης, να μάθουν

τον σκοπό της επεξεργασίας, ποιοι θα έχουν πρόσβαση στα δεδομένα και πόσον

καιρό θα διαρκέσει η επεξεργασία. Παράλληλα, έχουν δικαίωμα να ζητήσουν τη

διόρθωση, την προσωρινή μη χρησιμοποίηση, τη μη διαβίβαση, ή τη διαγραφή των

δεδομένων που τους αφορούν. Τέλος, οι πολίτες μπορούν να ασκήσουν τα παραπάνω

δικαιώματά τους προσφεύγοντας στον υπεύθυνο της επεξεργασίας των δεδομένων,

στην Αρχή Προστασίας των Προσωπικών Δεδομένων ή ακόμη και στη Δικαιοσύνη.