Σε όλες τις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη, αυτή την περίοδο το κυριότερο

πρόβλημα είναι κοινό: η ανάπτυξη. Όλοι προσπαθούν, με τον έναν ή τον άλλον

τρόπο, να δώσουν ώθηση στην οικονομική δραστηριότητα. Καμιά φορά, αυτό

συνεπάγεται κόστος.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, ακολουθούν τη συνταγή των

φοροαπαλλαγών. Ο προϋπολογισμός τους έγινε, βεβαίως, ελλειμματικός, αλλά ο

πρόεδρος Μπους φέρεται αποφασισμένος να συνεχίσει στην ίδια κατεύθυνση, έστω

κι αν το έλλειμμα μεγαλώσει.

Στη Γερμανία, από την άλλη πλευρά, η κυβέρνηση Σρέντερ δεν είχε τέτοια

επιλογή. Με το έλλειμμά της να έχει ξεπεράσει το όριο του 3% του ΑΕΠ της, που

προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας, αποφάσισε να κινηθεί στην αντίθετη

κατεύθυνση. Έτσι, επέβαλε πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση, στη μεταβίβαση

μετοχών και περιουσιακών στοιχείων, προκειμένου να συγκεντρώσει τα έσοδα που

έχει ανάγκη ο προϋπολογισμός. Με αυτά, η κυβέρνηση Σρέντερ θα μπορέσει να

στηρίξει την κοινωνική της πολιτική και, κυρίως, να πληρώσει τα επιδόματα

ανεργίας που αυξάνονται σε περιόδους ύφεσης.

Η ελληνική κυβέρνηση είναι, μέχρι στιγμής, πιο τυχερή και από τις δύο αυτές. Ο

προϋπολογισμός που παρουσίασε την Τρίτη ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης καταφέρνει

να συνδυάσει φοροαπαλλαγές και αύξηση δαπανών, τουλάχιστον σε επιλεγμένους

τομείς.

Τη δυνατότητα αυτή την εξασφαλίζει κυρίως το Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης. Χάρη

στα κεφάλαια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα είναι σε θέση να επενδύσει σε

έργα υποδομής, αλλά και σε προγράμματα για ευαίσθητες κατηγορίες πολιτών, για

τους ανέργους, τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και τους αγρότες. Οι

επενδύσεις αυτές, με τη σειρά τους, επιταχύνουν – ή εν πάση περιπτώσει

συντηρούν – έναν σχετικά υψηλό ρυθμό ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να

εξασφαλίζονται και επαρκή φορολογικά έσοδα. Έτσι, δίνεται η δυνατότητα να

εφαρμοσθούν και οι φορολογικές ελαφρύνσεις που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση από

τις αρχές του φθινοπώρου.

Ο «ενάρετος κύκλος»

Αυτός είναι ο «ενάρετος κύκλος» στον οποίο βάσισε τον προϋπολογισμό του ο κ.

Χριστοδουλάκης. Χάρη σε αυτόν, δεν διακινδύνευσε ακραία αντιλαϊκά μέτρα, όπως

ίσως θα ήταν υποχρεωμένος να κάνει, αν η οικονομία εμφάνιζε τάσεις συρρίκνωσης

και το έλλειμμα εκτινασσόταν σε επικίνδυνα ύψη. Χάρη στα κοινοτικά κονδύλια

φιλοδοξεί να περάσει την ελληνική οικονομία από τους σκοπέλους της διεθνούς

ύφεσης, χωρίς να πληρώσει βαρύ τίμημα.

Αν θα το καταφέρει ή όχι, όμως, είναι προς συζήτηση. Πολλοί φοβούνται ότι η

ώρα που θα εμφανισθούν και στην ελληνική οικονομία τα σημάδια της ύφεσης δεν

θα αργήσει τόσο όσο ελπίζει ο κ. Χριστοδουλάκης.

Συγκεκριμένα, σε ορισμένους κύκλους διατυπώνεται η εκτίμηση ότι το 2003 θα

είναι κρίσιμη χρονιά και ότι προς το τέλος της θα εκδηλωθούν έντονα σημάδια

κόπωσης. Βασίζουν δε την εκτίμησή τους αυτή σε δύο δεδομένα.

* Πρώτον, ότι το 2003 θα ολοκληρωθούν πολλά από τα έργα υποδομής για τους

Ολυμπιακούς του 2004, οπότε θα υποχωρήσει η επενδυτική δραστηριότητα.

* Δεύτερον, ότι είναι πιθανόν να εκδηλωθεί υποχώρηση της ζήτησης από τα

νοικοκυριά, λόγω των πολλών δανείων που θα έχουν συνάψει και τα οποία θα

πρέπει να αρχίσουν να αποπληρώνουν.

Αυτές είναι, βεβαίως, υποθέσεις, αλλά βάσιμες. Για να μην επιβεβαιωθούν,

απαραίτητος όρος – όχι, όμως, και επαρκής – είναι να επιταχυνθούν τα έργα του

ΚΠΣ, ώστε να αντισταθμίσουν τις απώλειες από τους Ολυμπιακούς.

Προϋπόθεση

Επιπλέον, όμως, προϋπόθεση για να διασωθεί ο υψηλός ρυθμός της ελληνικής

οικονομικής δραστηριότητας είναι να μπορέσει, επιτέλους, να σταθεί στα πόδια

της η παγκόσμια και κυρίως η ευρωπαϊκή οικονομία. Αν δεν τονωθεί η ζήτηση στη

Γερμανία, ώστε να μπορέσουν να πουλήσουν οι ελληνικές εξαγωγικές επιχειρήσεις

τα προϊόντα τους, δεν θα μπορέσει να συντηρηθεί η ελληνική ανάπτυξη.

Ο κ. Χριστοδουλάκης ελπίζει ότι αυτό θα συμβεί και θα λύσει το πρόβλημα.

Βασίζεται στην πρόβλεψη ότι, αν όχι το πρώτο, τουλάχιστον το δεύτερο εξάμηνο

θα ανακάμψει η ευρωπαϊκή οικονομία. Αν, όμως, διαψευσθεί, όχι μόνο παροχές δεν

θα μπορέσει να κάνει με τον προϋπολογισμό του επόμενου, εκλογικού έτους, αλλά

ούτε αυτόν του 2003 δεν θα μπορέσει να εκτελέσει κανονικά. Μια υποχώρηση του

ρυθμού ανάπτυξης θα οδηγήσει σε μείωση των εσόδων, αύξηση των δαπανών, αύξηση

του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους. Και, φυσικά, με την παγκόσμια

οικονομία σε ύφεση, δεν θα προχωρήσει το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, που ήδη

είναι υπεραισιόδοξο.

Η μοιραία κατάληξη θα είναι η αύξηση των έμμεσων φόρων, ενδεχομένως δε και του

ίδιου του ΦΠΑ, η οποία θα ακυρώσει τα όποια οφέλη των πρόσφατων φοροαπαλλαγών.

Το στοίχημα είναι μεγάλο. Αν χαθεί, η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να εφαρμόσει

πολιτικές μπροστά στις οποίες η μισθολογική λιτότητα του 2003 θα μοιάζει με «πταίσμα».