Το δεκατετράχρονο κορίτσι έβγαινε εκείνο το βράδυ του Νοεμβρίου με τη φίλη της

από το Γαλλικό Ινστιτούτο στη Μασσαλίας, από το συνηθισμένο μάθημα της

Παρασκευής. Περπατώντας προς τα κάτω, τρόμαξε και ανατρίχιασε από τη σιωπή.

Μια σιωπή που κυριαρχούσε σε μια άδεια Λεωφόρο Πανεπιστημίου – σαν σήμερα τη

βλέπω ίδια μπροστά μου – και προμήνυε κάτι κακό. Τρέχοντας, το κορίτσι έφθασε

στο σπίτι του και ξαπλωμένο κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβατιού του, άκουγε

για ώρες από το τρανζιστοράκι τη γυναικεία φωνή να επαναλαμβάνει μέσα από τα

παράσιτα: «Εδώ Πολυτεχνείο».

Τα μάτια του κοριτσιού είχαν ήδη δει με θαυμασμό τον Πάνο, τη Χριστιάννα, τη

Γιούλη, τους εικοσάχρονους οικογενειακούς φίλους να διαδηλώνουν στην ταράτσα

της Νομικής. Και τα αυτιά της είχαν ακούσει πολλές φορές κρυφά στο πικ-απ του

μεγαλύτερου αδελφού της τους δίσκους του Θεοδωράκη. Οι εικόνες και τα

ακούσματα αυτά σφράγισαν την καρδιά, τον νου, την πορεία της ζωής της…

Πάντα έβρισκα «άτυχα» – μέσα στην τύχη των πλήρων δημοκρατίας και ευμάρειας

ημερών τους – τα παιδιά μας, γιατί δεν σμιλεύτηκαν από τα βιώματα εκείνων των

φοβερών χρόνων. Και χρόνια ολόκληρα γινόμουν έξαλλη με τη «γιορτή» του

Πολυτεχνείου, αισθητικά και πολιτικά: θεωρούσα διασυρμό των αναμνήσεών μας,

αλλά και ταφόπετρα μιας εποχής, το πανηγύρι, τη σχολική αργία, τους επίσημους

λόγους και τα «καθιερωμένα» επεισόδια. Το ίδιο θλιβόμουν και με κάποιους

επωνύμους της ιστορικής γενιάς, καθώς τους παρακολουθούσα να εξαργυρώνουν τις

αγωνιστικές στιγμές τους με δημόσια αξιώματα, να αποκτούν κοιλίτσα εξουσίας

και τουπέ «ωραίου».

Τι άλλαξε εφέτος; Γιατί η συγκίνηση έμοιαζε έστω και λίγο με την παλιά; Γιατί

η ψυχή φτερούγισε σαν άκουσε από το ραδιόφωνο τις επτάχρονες φωνούλες να

τραγουδούν αδέξια τον «Δρόμο» του Λoΐζου; Νά ‘φταιγε που προηγήθηκαν το Σιάτλ,

η Γένοβα, η Φλωρεντία να ξυπνήσουν τις ευαίσθητες χορδές; Ή, μήπως, τα παιδικά

χείλη που ρώτησαν με αγωνία: «Μαμά, θα με αφήσεις να πάω στην πορεία του Πoλυτεχνείου;»